Την Τετάρτη 1η Ιουλίου «ανοίγει» (σχεδόν εντελώς) η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός για όσους έχουν την δυνατότητα, την διάθεση και την αντοχή να ταξιδέψουν αεροπορικώς, έπειτα από το σοκ του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Εχει προηγηθεί ένα μερικό άνοιγμα τις προηγούμενες εβδομάδες και όλοι αναμένουν να δουν τι θα γίνει με τον αριθμό των εισαγόμενων κρουσμάτων, αν όντως θα επιβεβαιωθούν οι φόβοι για έξαρση ή θα αποδειχθούν υπερβολικοί, αν θα αντέξει και σε αυτή τη φάση το σύστημα σε όλες του τις βαθμίδες.
Εν όψει αυτών, ήδη έχουν γίνει διαπιστώσεις που δείχνουν ότι τα πράγματα στον τουρισμό δεν (μπορούν να) είναι όπως κάποιοι τα νομίζουν.
Στην πρώτη φάση πολλές ήταν οι επιχειρήσεις που δεν άνοιξαν καν, πολύ απλά δεν τους συνέφερε. Η ζήτηση ήταν ούτως ή άλλως υποτονική, οι θέσεις εργασίας μειωμένες, η χρονιά με το ζόρι θα βγει για τους περισσότερους – και αν βγει.
Σε αυτή την συνθήκη, κάποια φαινόμενα δείχνουν ότι η νέα εποχή του τουρισμού, για όσο αυτή διαρκέσει, θα είναι πολύ διαφορετική.
Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια πολλά είχαν αλλάξει. Για τους Ελληνες που δεν διέθεταν σπίτι σε κάποιο νησί, παραλία ή βουνό, οι πολυήμερες διακοπές ήταν πολυτέλεια δαπανηρή και για τους περισσότερους ανέφικτη. Οι πολίτες της Ελλάδας ήταν κάτι σαν κομπάρσοι στην ακριβή τουριστική παράσταση της χώρας.
Εφέτος ήταν μία ευκαιρία να αλλάξει αυτό. Δεν συνέβη, αφού κάπως αποφασίστηκε ότι δεν επαρκεί ο εσωτερικός τουρισμός για να σώσει την κατάσταση. Δεν θα επαρκεί ούτε ο εξωτερικός, αλλά κάποιοι, κάπως αποφάσισαν αλλιώς.
Ετσι παρατηρούνται ήδη διάφορα ευτράπελα, όπως το παρακάτω πραγματικό περιστατικό, που σημειώθηκε προ ημερών:
Μεγιστάνας VIP που είχε καταφθάσει με το ιδιωτικό του τζετ στην Σαντορίνη, απογοητεύτηκε από την ερημιά που συνάντησε. Ανέθεσε στο γραφείο που του είχε κανονίσει τα πάντα να του βρει λύση σε άλλο νησί. Ο ατζέντης πανικόβλητος βρίσκει τις άκρες του στην Πάρο. Και ανάμεσα σε όλα τα άλλα, τηλεφωνεί στον ιδιοκτήτη γνωστού εστιατορίου στην Νάουσα και του λέει το απίστευτο: «Σου φέρνω τον δικό μου στο μαγαζί, αλλά κανόνισε. Δεν θέλω άδεια τραπέζια, κλείνω και πληρώνω καμιά δεκαριά, βρες κόσμο να έρθει να φάει τζάμπα».
Ο εστιάτορας αρχίζει τα τηλέφωνα, ψάχνει πανικόβλητος να βρει φίλους, γνωστούς, εθελοντές, κομπάρσους στην παράσταση να πάνε να φάνε. Με τα χίλια ζόρια, κάτι καταφέρνει, μην τυχόν και δυσαρεστηθεί ο υψηλός επισκέπτης, που δεν θα άντεχε και δεύτερο σοκ, μετά την Σαντορίνη.
Είναι ένα σκηνικό αντιπροσωπευτικό της παραδοξότητας που βιώνουμε.
Ποντάρουμε στον τουρισμό, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Θεωρούμε ότι οι Ελληνες δεν σώζουν την παρτίδα, αλλά δεν υπάρχουν και άλλοι για να την σώσουν. Διακινδυνεύουμε στο υγειονομικό πεδίο, για ένα ενδεχόμενο όφελος δυσανάλογα μικρό.
Και εν τέλει, κάποιοι μας θέλουν για κομπάρσους στις εξορμήσεις τους στα ακριβά ή λιγότερο ακριβά εστιατόρια του Αιγαίου.
Είναι κι αυτό μία παρηγοριά βέβαια. Κάποιοι, όσο κι αν πεινάσουν, θα έχουν να θυμούνται ότι ένα βράδυ τους τάισε τζάμπα ένας VIP τουρίστας…