Γιατί να προσποιηθεί κάποιος τον «αφελή» όταν μιλά για την κλιματική αλλαγή; Γιατί λ.χ. συγκρίνοντας τους φετινούς καύσωνες με αυτούς των τελευταίων 40 ετών να αναρωτηθεί: «Αφού τότε δεν υπήρχε η κλιματική αλλαγή, πώς τεκμηριώνεται η εμφάνιση αυτών των ακραίων φαινομένων, πολύ πιο ακραίων από ανάλογα των τελευταίων ετών; Μια αφελής απορία». (βλ. Σ. Μουμτζής, Καθημερινή», 20/7/2023).
Μια αυθεντικά «αφελής απορία» μπορεί να θέτει με γόνιμο τρόπο θεμελιώδη ερωτήματα, ερεθίζοντας τη σκέψη μας, όπως κάνουν λ.χ. τα παιδιά. Γιατί δεν πέφτουν τα αεροπλάνα; Γιατί γίνονται πόλεμοι; Γιατί υπάρχουν δύο μόνο βιολογικά φύλα; Γιατί δεν τυπώνει η κυβέρνηση όσα χρήματα χρειάζεται; Δημιούργησε ο Θεός το σύμπαν; Είναι ο χρόνος αυταπάτη;
Ενίοτε, η ρητορική της προσποιητά αφελούς στάσης των ενηλίκων ενδέχεται να είναι γνωστικά επωφελής στο μέτρο που μας ωθεί να επανεξετάσουμε παραδοχές που άκριτα (δηλαδή κοινότοπα) θεωρούνται αυτονόητες και, συνεπώς, να εκλεπτύνουμε τη σκέψη μας. Η επιστήμη είναι συχνά αντι-διαισθητική – μάχη κατά του θεωρούμενου αυτονόητου.
Αξίζει λ.χ. να δει κανείς την ιστορία των εμβολίων για να αντιληφθεί πόσο αντι-διαισθητικό είναι να εισάγεις παθογόνα στον οργανισμό για να ενεργοποιήσεις το ανοσοποιητικό σύστημα. ‘Η να αναρωτηθεί πόσο αντι-διαισθητική είναι η θεωρία του Αϊνστάιν για τον χρόνο: ο χρόνος είναι σχετικός και ο ρυθμός της μεταβολής του εξαρτάται από το πλαίσιο του παρατηρητή.
Υπάρχουν, όμως, και αφελείς απορίες που η διατύπωσή τους γεννά υπονομευτικό σκεπτικισμό. Προσποιούμενος το παιδί ή τον ανόητο του χωριού, ο επιτηδευμένα αφελής θέτει ψευδοερωτήματα που αμφισβητούν επιφανειακά τη γνωστική συναίνεση για ένα θέμα. Ψευδοερωτήματα δεν τίθενται, συνήθως, στην επιστήμη, γιατί εκεί υπάρχουν αποδεκτοί κανόνες για την εξέτασή τους.
Οπως έγραψε πριν από αρκετές δεκαετίες ο μεγάλος χημικός και φιλόσοφος Μάικλ Πολάνι, η επιστήμη, πρωτίστως, συνιστά ένα πλαίσιο πειθαρχημένης σκέψης, το οποίο διαχωρίζει τα εντυπωσιοθηρικά από τα ουσιαστικά ερωτήματα. Στον χώρο, όμως, της γενικευμένης επικοινωνίας των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Η αφέλεια εκεί επιτελεί τη γνωστική λειτουργία της εντυπωσιοθηρικής αμφισβήτησης.
Γνωρίζουμε σήμερα από τις πλέον έγκυρες πηγές παγκοσμίως ότι η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός – όχι εικασία ούτε σενάριο, αλλά factum. Ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός του ΟΗΕ και η Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής Κοπέρνικος της ΕΕ, σε πρόσφατη κοινή ανακοίνωσή τους ανέφεραν ότι ο Ιούλιος του 2023 είναι «εξαιρετικά πιθανό» να καταρρίψει κάθε ρεκόρ υψηλής θερμοκρασίας. Η εντυπωσιακής εμβρίθειας Εκθεση του Διακυβερνητικού Πάνελ του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (2021) ήταν κατηγορηματική: με πιθανότητα μεταξύ 99%-100%, η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη επιφέρει πιο συχνά και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα (καύσωνες, πλημμύρες, κλπ.) στα περισσότερα μέρη του πλανήτη.
Από το 2003, οπότε δημοσιεύθηκε η πρώτη επιστημονική εργασία, μέχρι σήμερα, η «επιστήμη της απόδοσης» (attribution science) έχει κάνει θεαματικές προόδους στον εντοπισμό της συμβολής της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής σε συγκεκριμένα ακραία καιρικά φαινόμενα. Το ερώτημα που επιχειρούν να απαντήσουν οι επιστήμονες είναι απλό: πόσο έχει συμβάλει η κλιματική αλλαγή στη γένεση ενός ακραίου καιρικού φαινομένου;
Με βάση συναφείς μελέτες στη Βόρεια Αμερική, στη Νότια Ευρώπη και στην Κίνα, το ερευνητικό κέντρο World Weather Attribution (WWA), με έδρα το Imperial College του Λονδίνου αποφάνθηκε πρόσφατα ότι ο καύσωνας του Ιουλίου 2023 θα ήταν «ουσιαστικά αδύνατο» να συμβεί χωρίς την κλιματική αλλαγή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη έκανε τον καύσωνα στην Κίνα 50 φορές πιο πιθανό. Ο φετινός καύσωνας είναι κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου εντονότερος στη Νότια Ευρώπη, κατά 2 βαθμούς στη Βόρεια Αμερική και κατά 1 βαθμό στην Κίνα, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Τα ¾ των ακραίων καιρικών φαινομένων που μελέτησαν οι κλιματικοί επιστήμονες του WWA κατέστησαν πιο πιθανά ή έντονα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. «Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ. Και είναι τρομακτική. Η εποχή του παγκόσμιου βρασμού έχει φθάσει» παρατήρησε με απλή γλώσσα ο Γραμματέας του ΟΗΕ, κ. Γκουτέρες.
Ναι, καύσωνες υπήρχαν και παλιά στη Μεσόγειο, όμως οι σημερινοί καύσωνες είναι εντονότεροι και συχνότεροι, όχι τυχαία ή εξαιτίας φυσικών κύκλων του κλίματος, αλλά εξαιτίας της πλανητικής υπερθέρμανσης. Η κοινή λογική, καθότι εμπειρική – δηλαδή, μη συστηματική, βασιζόμενη στην προσωπική μνήμη, και γνωστικώς απείθαρχη – αδυνατεί να συλλάβει την ποιοτική διαφορά των σημερινών καυσώνων με αυτούς του απώτερου παρελθόντος. Αδυνατεί επίσης να δεν την κλιματική αλλαγή ως εξελισσόμενη διαδικασία, όχι ως συγκεκριμένο γεγονός. Οι επιτηδευμένα «αφελείς απορίες» απαντώνται εύκολα αλλά, σε ένα επιστημονικώς απαίδευτο κοινό, σπέρνουν τη γνωστική αμφιβολία. Το είδαμε περίτρανα και στην πανδημία του κορωνοϊού.
Ναι, αλλά πόσο μπορούμε να βασιζόμαστε στην επιστήμη, συνεχίζουν οι επιτηδευμένα αφελείς, δεδομένου ότι αυτή αλλάζει διαχρονικά τα πορίσματά της; «Πριν από 40 χρόνια οι επιστήμονες υποστήριζαν πως η ρύπανση της ατμόσφαιρας από τις δραστηριότητες του ανθρώπου θα εμπόδιζε τις ηλιακές ακτίνες να φτάσουν στη Γη κι έτσι το ψύχος που θα ενέσκηπτε θα άλλαζε τη ζωή στον πλανήτη μας», παρατηρεί ο κ. Μουμτζής. «Σήμερα, προφανώς αυτή η θεωρία έχει εγκαταλειφθεί. Τώρα μιλούν για την υπερθέρμανση του πλανήτη. […] Ο κοινός νους, πάντα υποψιασμένος, προσπαθεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν επιστήμονες –δηλαδή άνθρωποι που έχουν ως εργαλείο την απόδειξη και τη λογική επεξεργασία δεδομένων– μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να έχουν αναπτύξει δύο τόσο αποκλίνουσες θεωρίες. Δύο θεωρίες που έχουν ένα κοινό σημείο: και οι δύο προαναγγέλλουν την καταστροφή του πλανήτη μας».
Εδώ, η αφέλεια, εκτός από επιτηδευμένη, είναι και απληροφόρητη, με συνέπεια να σπέρνει την παραπληροφόρηση.
Πρώτον, η επικρατούσα επιστημονική άποψη για την πλανητική υπερθέρμανση δεν προαναγγέλλει καταστροφές. Οι σοβαροί επιστήμονες δεν μιλάνε πιασάρικα, μιντιακά, ή προφητικά. Μιλάνε σύνθετα, δηλαδή: με ακριβή μέχρι πλήξης τεχνική γλώσσα, αυστηρή λογική δομή, επίπονη τεκμηρίωση, και συνθετική σκέψη. Διαβάστε την Έκθεση του Διακυβερνητικού Πάνελ και θα καταλάβετε. Πουθενά δεν θα συναντήσετε προαναγγελία καταστροφών.
Δεύτερον, δεν υπήρξε επιστημονική συναίνεση για την ψύξη του πλανήτη (το λεγόμενο global cooling). Όντως διατυπώθηκε αυτή η άποψη από μερικούς επιστήμονες τη δεκαετία του 1970, αναλύοντας τα περιορισμένα δεδομένα της εποχής, αλλά δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή. Μόνο το 10% των επιστημονικών άρθρων μιλούσαν για ψύξη, ενώ ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός, ήδη από το 1976, είχε προειδοποιήσει ότι «η σημαντική θέρμανση του πλανήτη» ήταν πιθανή. Η θεωρία για την υπερθέρμανση τεκμηριώθηκε σημαντικά τα τελευταία 50 χρόνια με τη συσσώρευση δεδομένων και τη χρήση περισσότερο σύνθετων επιστημονικών τεχνικών ανάλυσής τους. Η ανθρωπογενώς προκληθείσα υπερθέρμανση του πλανήτη είναι σήμερα «αδιαμφισβήτητη» (βλ. Έκθεση Διακυβερνητικού Πάνελ, Σύνοψη, σ. 4).
Η κλιματική επιστήμη δεν μας παρέχει ακλόνητες βεβαιότητες – μόνον οι ιδεοληπτικοί είναι βέβαιοι για τον κόσμο. Μιλά με ηλεγμένες πιθανότητες και σενάρια, με βάση τα κάθε φορά διαθέσιμα στοιχεία και τις τεχνικές επεξεργασίας τους που θεωρούνται έγκυρες. Όποιος αναζητά τη βεβαιότητα δεν θα τη βρει στην επιστήμη. Αυτό που θα βρει, όμως, είναι έγκυρες εκτιμήσεις που θα του επιτρέψουν να ζήσει ζωή του καλύτερα. Ακριβώς όπως κάνουμε όταν αρρωσταίνουμε και αναζητούμε θεραπευτική αγωγή.
Ο πλανήτης μας είναι βαριά άρρωστος και, με βάση την καλύτερη αν και εγγενώς ατελή γνώση που διαθέτουμε, ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Αν θα το κάνουμε ή όχι είναι άλλο θέμα. Τον τελευταίο λόγο στα «πρακτέα» δεν τον έχει η επιστήμη αλλά η πολιτική.
(*) Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Εδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)