Το μήνυμα του αναθεωρητισμού που κρύβει η απειλή Τσαβούσογλου ότι «δεν μπλοφάρουμε για τα νησιά», σε συνδυασμό με τη ρητορική περί αποστρατιωτικοποίησης, αποτελεί μια σαφέστατη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας που υποσκάπτει τόσο τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, όσο και των Παρισίων του 1947.
Η ρητορική αυτή πατάει στη συνταγή του αναθεωρητισμού καθώς, πρώτον, επικαλείται ένα ψευδοεπιχείρημα παρερμηνείας των Συνθηκών, δεύτερον, επιχειρεί μέσω αυτού να ξαναγράψει την ιστορία και, τρίτον, συνδέεται με την απειλή βίας. Παρά τις μεγάλες διαφορές στο πλαίσιο, η αναθεωρητική συνταγή της Αγκυρας είναι η ίδια που χρησιμοποίησε για να εισβάλει στην Κύπρο το 1974, ενώ αυτήν ακριβώς την αλληλουχία είδαμε και από τον Πούτιν στην Ουκρανία.
Οι παραβιάσεις άρχισαν πριν από το Κογκρέσο
Οι απειλές του Ταγίπ Ερντογάν, που είπε ότι «για μένα δεν υπάρχει πια Μητσοτάκης, δεν θα ξαναμιλήσω μαζί του», αλλά και οι παραβιάσεις από τα τουρκικά μαχητικά αποτελούν συνέχεια των παραβιάσεων από την πλευρά της Τουρκίας που άρχισαν πριν από την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον. Επομένως, κάτι είχε αλλάξει στην Αγκυρα και πριν από το Κογκρέσο που ασφαλώς πυροδότησε στη συνέχεια μεγάλες αντιδράσεις και οδήγησε τους τόνους στα ύψη.
Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν λέει ότι δεν θα ξαναμιλήσει με τον Μητσοτάκη. Και στις αρχές Μαρτίου του 2020, κι ενώ εκτυλίσσονταν τα γεγονότα στον Έβρο, είχε πει, συζητώντας με δημοσιογράφους, ότι δεν ήθελε να μιλήσει με τον έλληνα Πρωθυπουργό. Τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 2020, οι δύο ηγέτες συνομίλησαν τηλεφωνικά.
Όσο για τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, ας θυμηθούμε ότι ο Ερντογάν έχει πει ότι «χρειάζεται ψυχοθεραπεία», ότι «μιλάει για μένα όλη τη μέρα, πρέπει πραγματικά να εξεταστεί», ακόμη και ότι είναι «εγκεφαλικά νεκρός». Αλλά δεν έπαψε ποτέ να συνομιλεί μαζί του.
Τι θα γίνει αν…
Με δεδομένη την ψυχραιμία που διαπιστώνεται αυτή τη στιγμή στην ελληνική πλευρά, το αν θα πάμε σε ένα ακόμη «θερμό» καλοκαίρι μετά το 2020 εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πόσο ο ίδιος ο Ερντογάν είναι διατεθειμένος να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα. Και όταν ένας ηγέτης είναι σχεδόν 20 χρόνια στην εξουσία, πιέζεται στο εσωτερικό και παραδοσιακά «δεν ακούει κανέναν», ακόμη και στον κύκλο των πιο ψύχραιμων συμβούλων του, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις.
Τα δεδομένα είναι τα εξής:
– Η έκταση της θετικής δημοσιότητας που έλαβε η ομιλία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο έκανε επικοινωνιακή ζημιά στον Ερντογάν ενόψει και των προεδρικών εκλογών του 2023. Και θύμισε σε πολλούς ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν έχει λάβει ακόμα πρόσκληση να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο.
– Την Τουρκία ενοχλεί το γεγονός ότι, αν και είναι μέλος του ΝΑΤΟ που παίζει ρόλο στο ουκρανικό ζήτημα, μετά τη ακύρωση της προμήθειας των F-35 από τις ΗΠΑ παραμένει αποκομμένη ακόμη και σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση των F-16 που ήδη κατέχει.
– Ο Ερντογάν πιέζεται από την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ανεξέλεγκτη έκρηξη του πληθωρισμού. Στρέφοντας την προσοχή της κοινής γνώμης στις σχέσεις με την Ελλάδα, θεωρεί ότι συσπειρώνει το πιο φανατικό κοινό του και βάζει σε δεύτερο πλάνο τα χάλια της οικονομίας.
– Και, ασφαλώς, τόσο σε επίπεδο ουσίας όσο και σε επίπεδο εικόνας, η διπλωματική παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο εξωτερικό (και οι σχέσεις που έχει οικοδομήσει), οι αμυντικές συμφωνίες της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία αλλά και η αμυντική ενίσχυση της Ελλάδας με νέα όπλα είναι πράγματα που «γράφουν» αρνητικά στην Τουρκία.
Αρκούν αυτά για να μας οδηγήσουν σε κίνδυνο επεισοδίου, παρότι και η Τουρκία, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει, έχει μεγάλη ανάγκη τα χρήματα που θα της φέρουν οι ξένοι τουρίστες;
Και επιπλέον, θα προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια παρότι γνωρίζει ότι κάθε κίνηση που έχει το στοιχείο του αναθεωρητισμού κινητοποιεί αυτομάτως τα αντανακλαστικά της Δύσης;
Αρκούν δεν αρκούν, η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη, ακόμη και στο πεδίο. «Είμαστε σε μια εξαιρετικά ικανή κατάσταση και διπλωματική και επιχειρησιακή», δήλωσε την Τετάρτη στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ενώ ερωτηθείς σχετικά τόνισε: «Ασφαλώς είμαστε έτοιμοι και στο πεδίο».
Τα ανοιχτά αυτιά και η ευκαιρία
Από την άλλη πλευρά, τόσο ο έλληνας Πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών, πέρα από την απειλή, καλούνται τώρα να διαχειριστούν και την ευκαιρία που προσφέρει η συμπεριφορά του Ερντογάν.
Μπορούν να υποστηρίξουν, σε συνέχεια της ομιλίας Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, ότι η απειλή ενός αυταρχικού ηγέτη κατά μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας, στη βάση του αναθεωρητισμού, είναι ο κίνδυνος που επί χρόνια υποτίμησε η Δύση με τον Πούτιν. Και το πλήρωσε στην Ουκρανία.
Αρμόδιες πηγές λένε ότι αυτό ήδη συμβαίνει και ότι, πέρα από την επιστολή της ελληνικής πλευράς στον ΟΗΕ, η οποία καταρρίπτει τους τουρκικούς παραλογισμούς για την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στα ελληνικά νησιά, λειτουργούν ήδη κι άλλοι δίαυλοι.
Και οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι ο Πρωθυπουργός συναντά «ανοιχτά αυτιά» από σημαίνοντα πρόσωπα στο στρατόπεδο της Δύσης, με τα οποία επικοινωνεί πλέον απευθείας. Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, λένε, οι περισσότερες από αυτές τις συνομιλίες δεν ανακοινώνονται.
Στην παρούσα συγκυρία, παρότι η Δύση εμφανίζεται προς τα έξω κατευναστική καθώς επείγεται να βρει ένα «αντίδωρο» για την Τουρκία ώστε να μην εμποδίσει την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, μια άλλη γραμμή σκέψης λέει ότι τα παιχνίδια και οι εκβιασμοί του Ερντογάν, ειδικά για αυτό το θέμα, σε πολλούς δεν αρέσουν.
Η Αθήνα, ως εκ τούτου, πρέπει και να διαβάσει αλλά και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.