H Σιμόν ντε Μποβουάρ. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 9 Ιανουαρίου 1909, και ονειρευόταν έναν κόσμο στον οποίο οι γυναίκες δεν θα χρειαζόταν να διεκδικήσουν την ισότητα. Δεν πρόλαβε να τον δει. Και ίσως να μην προλάβουμε ούτε εμείς... | Photo by Keystone-France/Gamma-Keystone via Getty Images
Απόψεις

Κι αυτή γιατί δεν έφευγε;

Οχι, δεν ήταν «άτυχη» η έγκυος στην Καλαμαριά που δολοφονήθηκε – δεν είναι θέμα τύχης, έχεις πολλές πιθανότητες να σου συμβεί. Αλλά όσες φωνάζουμε, είμαστε «φεμιναζί», «μισούμε τους άντρες», είμαστε «κρυφολεσβίες» και άλλα τέτοια. Και βέβαια, επανέρχεται το ίδιο ερώτημα: Αφού ήταν κακοποιητικός, αυτή γιατί δεν έφευγε; Ιδού και το victim blaming...
Μαρία Δεδούση

Η «άτυχη» έγκυος γυναίκα που δολοφονήθηκε στην Καλαμαριά, από τον σύντροφό της και τον φίλο του, δεν ήταν άτυχη. Είναι εξίσου εγκληματικό με την ίδια την πράξη να αποδίδουμε τη δολοφονία σε τύχη. Δεν τη χτύπησε κεραυνός ενώ καθόταν και έπινε τον καφέ της, ούτε γλίστρησε κι έπεσε σε γκρεμό. Ηταν μία από τις πολλές γυναίκες που έπεσαν στα χέρια κακοποιητικών ανδρών. Και αυτό δεν είναι θέμα τύχης. Στατιστικά, έχεις πολλές πιθανότητες να σου συμβεί.

Παγκοσμίως καταγράφονται 50.000 γυναικοκτονίες κάθε χρόνο, το οποίο αντιστοιχεί σε 137 γυναίκες κάθε μέρα, κατά μέσο όρο, δηλαδή μία γυναίκα δολοφονείται κάθε 10 λεπτά απλώς επειδή είναι γυναίκα. Για να μην κουβεντιάσουμε για όσες δεν καταγράφονται, που πιθανώς είναι πολύ περισσότερες.

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ακόμη δεν έχουμε αποφασίσει το αυτονόητο, να χρησιμοποιούμε δηλαδή επίσημα τον όρο «γυναικοκτονία» και άρα να βάζουμε τη διάσταση του φύλου στα αντίστοιχα εγκλήματα, ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε λύσεις προσαρμοσμένες στο πρόβλημα.

Κάθε φορά που πραγματοποιείται ένα τέτοιο έγκλημα, αρχίζουμε τις κουβέντες: «Δεν υπάρχουν γυναικοκτονίες», «δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι», «η βία δεν έχει φύλο» κ.λπ. Και όσες φωνάζουμε, είμαστε «φεμιναζί», «μισούμε τους άντρες», είμαστε «κρυφολεσβίες» και άλλα τέτοια ωραία.

Και βέβαια, επανέρχεται το ίδιο ερώτημα, ξανά και ξανά: Αφού ήταν κακοποιητικός, αυτή γιατί δεν έφευγε; Αυτό στην πραγματικότητα είναι η ύψιστη μορφή victim blaming, μετάθεσης της ευθύνης στο θύμα, δηλαδή. Σαν να μη θέλουμε να αλλάξουμε τις αιτίες που προκαλούν το πρόβλημα, αλλά να κάνουμε τα θύματα να τρέχουν πανικόβλητα για να γλιτώσουν. Και αν δεν τρέξουν αρκετά γρήγορα, πρόβλημά τους.

Οι απαντήσεις είναι πολλές. Δεν έφευγε επειδή δεν είχε πού να πάει, επειδή υπήρχαν κοινωνικές πιέσεις, επειδή φοβόταν (και τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είχε άδικο), επειδή κανείς δεν την προστατεύει… Ή, πιο απλά από όλα αυτά, δεν έφευγε επειδή έχει μάθει να κάθεται σε τέτοιες καταστάσεις. Και σε μεγάλο βαθμό είχε μάθει να τις θεωρεί «φυσιολογικές». Διότι έχει μεγαλώσει σε τέτοια περιβάλλοντα, διότι η κακοποίηση διαπερνάει τις γενιές, διότι οι κοινωνικές συνθήκες μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά δεν έχουν αλλάξει αρκετά ώστε να εξαλείψουν τα πατριαρχικά στερεότυπα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές.

Οι καταδικαστικές αποφάσεις για ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αφορούν κατά ποσοστό άνω του 90% άνδρες. Ακόμη και ο πλέον καλόπιστος είναι αδύνατον να δει στατιστικό λάθος εδώ. Υπάρχουν αντεπιχειρήματα, όπως «οι άνδρες ντρέπονται να παραδεχθούν ότι έπεσαν θύματα βίας». Δεκτόν. Και οι γυναίκες, όμως, σε τεράστιο ποσοστό, φοβούνται να το παραδεχτούν και να το καταγγείλουν. Εάν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να πιστεύουμε ότι το 90%+ είναι πλασματικό, εντάξει.

Η έμφυλη βία δεν είναι το ίδιο το πρόβλημα, είναι συνέπειά του. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι στημένη όλη η κοινωνία, μια κοινωνία που νομίζει ότι έχει ξεφύγει από τα πατριαρχικά στερεότυπα, ενώ στην πραγματικότητα είναι ακόμη πολύ βαθιά χωμένη σε αυτά.

Το πρόβλημα είναι παντού: Είναι στις δουλειές, που –διοικητικά τουλάχιστον– ανδροκρατούνται, είναι στη δημόσια διοίκηση και την κυβέρνηση που φοράει ακόμη, κατά 75%, «κοστούμι», είναι στη νομοθεσία που αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί.

Το πρόβλημα είναι στην εμμονή με συνθήκες που έχουν ξεπεραστεί από την εποχή, με θεσμούς που διαιωνίζουν τα ζητήματα, το πρόβλημα είναι στην απροθυμία μεγάλης μερίδας της κοινωνίας να αλλάξει ριζικά και η ίδια, επειδή «έτσι μάθαμε» και τελικά μας βολεύει όλους.

Μάθαμε να μιμούμαστε τους άνδρες για να μπορούμε να πάρουμε τις θέσεις τους στις δουλειές, μάθαμε ότι η υπερβολική ανεξαρτησία και η χειραφέτηση «βλάπτει» την οικογένεια και τα ιερά και όσια, μάθαμε ότι οι «ρόλοι» που μας δόθηκαν μπορούν να βελτιώνονται λίγο, αλλά όχι και να αλλάζουν. Μάθαμε εν τέλει να παίρνουμε ψίχουλα και να τα θεωρούμε καρβέλι. Να χαιρόμαστε αν την έδειρε λίγο αλλά δεν την έστειλε στον τάφο. Αν είναι απλώς χειριστικός και όχι εγκληματίας. Να ελπίζουμε να μη γίνουμε στατιστική.

Μάθαμε να μη μιλάμε πολύ και πολύ φωναχτά, για να μην πέσουν επάνω μας χίλιοι να μας πουν «φεμιναζί» και «κρυφολεσβίες». Να μην είμαστε και πολύ «δύσκολες», επειδή θα μείνουμε μόνες και στα αζήτητα, αποτυχημένες, δηλαδή, ακόμη και στα μάτια πολλών άλλων γυναικών. Ενώ να σκύβεις το κεφάλι προκειμένου να έχεις κάποιον δίπλα σου είναι τεράστια επιτυχία.

Δεν θα κλείσει αυτό το κείμενο με τη διαπίστωση ότι «υπάρχουν και καλοί άντρες που σέβονται τις γυναίκες», διότι η γράφουσα δεν το θεωρεί ούτε επιτυχία ούτε αξιομνημόνευτο αυτό. Θεωρεί ότι θα όφειλε να είναι αυτονόητο.

Σαν σήμερα, στις 9 Ιανουαρίου 1909, γεννήθηκε η Σιμόν ντε Μποβουάρ. «Είμαι υπερβολικά ευφυής, υπερβολικά απαιτητική και υπερβολικά επινοητική για να μπορέσει κάποιος να με εξουσιάσει εξολοκλήρου. Κανείς δεν με ξέρει, ούτε με αγαπάει απόλυτα. Εχω μόνο τον εαυτό μου», έγραφε.

Η Μποβουάρ ονειρευόταν έναν κόσμο στον οποίον οι γυναίκες δεν θα χρειαζόταν να διεκδικήσουν την ισότητα, αυτή θα ήταν αυτονόητη και η γυναικεία υπόσταση δεν θα περνούσε μέσα από κανέναν άντρα. Δεν πρόλαβε να τον δει.

Και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα προλάβουμε ούτε κι εμείς.