Η αναμενόμενη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, η πρόθεση της «Ομπρέλας» και της Ομάδας των «6+6», που αποχώρησαν για να συγκροτήσουν νέο κόμμα της Ανανεωτικής-Ριζοσπαστικής Αριστεράς, καθώς και η αργή αλλά σταθερή δημοσκοπική ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση –χωρίς ωστόσο να απειλείται ακόμη εξ όλων αυτών η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη– έδωσαν την αφορμή σε ακαδημαϊκούς και παράγοντες του χώρου να αρθρογραφήσουν με θέμα ένα νέο Επινέ, ένα πολιτικό Μπιγκ Μπανγκ.
Προτείνουν δηλαδή να σχηματιστεί ένας νέος, ευρύς κομματικός φορέας της Κεντροαριστεράς, ο οποίος θα αντιμετωπίσει και θα αμφισβητήσει την κυβερνητική πρωτοκαθεδρία της ΝΔ. Σε αυτόν, κατά την πρότασή τους, θα συμπράξουν το ΠΑΣΟΚ, το νέο κόμμα των αποχωρούντων από τον ΣΥΡΙΖΑ και όσες δυνάμεις από τον κεντροαριστερό χώρο επιθυμούν.
Η ιδέα δεν είναι καινούργια, φαντάζει, ωστόσο, ως ουτοπική επινόηση στη σημερινή κομματική γεωγραφία της Κεντροαριστεράς. Συν τοις άλλοις, είναι ανιστόρητη και ανέφικτη για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους.
Το Επινέ είναι μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Παρισιού και έχει μείνει στη μυθιστορία της Αριστεράς επειδή εκεί, τον Ιούνιο του 1971, τα μικρά σοσιαλιστικά και αριστερά κόμματα, έχοντας υποστεί εκλογική πανωλεθρία στις προεδρικές εκλογές έναν χρόνο νωρίτερα, πραγματοποίησαν συνέδριο. Σε αυτό αποφάσισαν να σχηματίσουν ενιαίο κόμμα, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό, υπό τον Φρανσουά Μιτεράν, καθώς και να επιδιώξουν κοινό πρόγραμμα συνεργασίας με το ιστορικό ακόμη τότε ΚΚ Γαλλίας, με στόχο να νικήσουν τη γκωλική Δεξιά. Το πέτυχαν δέκα χρόνια μετά, το 1981. Κατά καιρούς και συγκυρίες αυτή η συνταγή προβάλλεται ως το η μήτρα για να προκύψει ο αντιδεξιός πολιτικός πόλος.
Είναι λοιπόν εφικτό να γίνει σήμερα κάτι αντίστοιχο στην ελληνική Κεντροαριστερά; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι! Πρώτα από όλα, επειδή δεν είναι ίδιες οι εποχές, ούτε οι ιδεολογικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες. Μπορεί να υπάρχουν κάποια πολιτικά δεδομένα, όπως τότε στη Γαλλία, όμως είναι διαχρονικά τελείως διαφορετική η Ιστορία και η δυναμική του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς στην Ελλάδα – επειδή ουσιαστικά περί σύμπραξης του ΠΑΣΟΚ με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται, και ας μην ομολογείται ανοιχτά.
Και όπως εύστοχα είπε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, «το θέμα έκλεισε το 2017, όταν η Φώφη Γεννηματά τους κάλεσε όλους στο Κίνημα Αλλαγής. Οσοι προσήλθαν, καλώς. Με τους υπόλοιπους ο καθένας τον δρόμο του και όλα θα κριθούν στην πράξη».
Διαχρονικά, ΠΑΣΟΚ και Αριστερά εκφράζουν πολιτικές δυνάμεις ανταγωνιστικές και όχι συμπληρωματικές. Τα τελευταία 100 χρόνια οι δύο πολιτικοί χώροι απέκλιναν παρά συνέκλιναν, διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία απέναντι στη συντηρητική παράταξη. Για να μην επεκταθούμε, αρκεί να ανατρέξουμε στις σχέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου με το ΚΚΕ το ’20-’30, τη σύγκρουση και αντιπαλότητα του Κέντρου με το ΚΚΕ από το 1945, τις σχέσεις Ενωσης Κέντρου και ΕΔΑ μέχρι το 1967 και από το 1974 τον ανταγωνισμό ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού, που κρίθηκε με τη νίκη της Αλλαγής. Για να μην πάμε στο 1989 και άλλα σύγχρονα…
Ιδεολογικά το ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ όσοι προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για ριζοσπαστική Αριστερά όσον αφορά τις οικονομικές προτάσεις, τον ρόλο του Κράτους και τα εθνικά θέματα.
Οι πολιτικοί λόγοι είναι εξίσου ισχυροί, καθώς μπορεί να έχουν πέσει οι τόνοι, αλλά ούτε στο ΠΑΣΟΚ ξεχνούν τις λοιδορίες και τις συκοφαντίες για το Μνημόνιο ούτε όσοι παραμένουν ή φεύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αναγνωρίσει ότι έκαναν λάθος το 2010-12.
Συνεπώς, η πρόταση για ενιαίο κομματικό φορέα είναι ανεδαφική και ανέφικτη.
Στο υπαρκτό, ωστόσο, ερώτημα «και πώς θα νικηθούν η ΝΔ και ο Μητσοτάκης όταν παραμένει κατακερματισμένη η προοδευτική παράταξη;», η απάντηση είναι μόνο με προγραμματική συνεργασία ΠΑΣΟΚ και όποιου άλλου σχήματος εμφανιστεί και εφόσον προκύψουν τέτοια δεδομένα.
Το προσδιόρισε εναργώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος κλείνοντας το ετήσιο συνέδριο του e-kyklos πριν από μερικές εβδομάδες: «Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο σχηματισμούς στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει και οι δύο να διατυπώσουν μια πρόταση αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης, αλλιώς πρέπει να πάμε σε μια λογική συνεργατικών κυβερνήσεων εντός του συνταγματικού φάσματος. Είναι προφανές, για να το πω ευθέως, ότι βρισκόμαστε σε μια ενδιάμεση φάση τώρα, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις Ευρωεκλογές και η φάση αυτή αφορά τον, κατά τη γνώμη μου, αναπόφευκτο ανταγωνισμό μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, για το ποιος θα καταλάβει τη δεύτερη θέση και θα είναι η πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση, ανεξαρτήτως του τι ορίζει ο κανονισμός της Βουλής».