Ξημερώματα Τετάρτης προς Πέμπτη. Λίγο πριν κοιμηθώ, βάζω να φορτίσω το κινητό της 13χρονης κόρης μου. Πάνω στην οθόνη μια ειδησεογραφική εφαρμογή της Samsung πληροφορεί αγγλιστί: «Παραίτηση της υπουργού Άντρεα Λίντσομ». Και κάτι περί Brexit δίπλα, νυστάζω πολύ για να προσέξω τι ακριβώς. Πέφτω για ύπνο αναρωτώμενη κατά πόσο η κόρη μου παρακολουθεί αυτά τα news alerts. Θυμάμαι εκείνο το «Δεκατετράχρονο αγόρι βρέθηκε μαχαιρωμένο στο νοτιοανατολικό Λονδίνο» που είχα δει μια άλλη μέρα στο κινητό της. Τα βλέπει αυτά; Εξ όσων γνωρίζω σε αυτές τις ηλικίες προτιμούν τις «παρωδίες» των ειδήσεων (Luben και τα συναφή) ή βιντεάκια με υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους εξπέρ στο bottle flip. Ο αδελφός της, στα 11, που δεν έχει ακόμα κινητό, παρακολουθεί μετά μανίας οτιδήποτε αφορά το NBA. Δέκα λεπτά την ημέρα μπαίνει στον κοινόχρηστο υπολογιστή του σπιτιού και «ξεψαχνίζει» τα εγχώρια και ξένα αθλητικά σάιτ. Είμαι βέβαιη ότι ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία ένας πιτσιρικάς -πόσω μάλλον ένας έλληνας πιτσιρικάς- δεν είχε τόσo εύκολη πρόσβαση σε τόσο πολλά game stats, σε τόσο πολλές πληροφορίες για τους San Antonio Spurs.
Δεν γνωρίζω ποιες από τις ειδήσεις της ημέρας που ξημερώνει θα φτάσουν τελικά στ’ αφτιά τους. «Η Μέι μπροστά στην παραίτηση», «Σκότωσε με καραμπίνα την εν διαστάσει 24χρονη συζυγό του», «Υποπτο αντικείμενο κοντά στην πρωθυπουργική κατοικία στο Λονδίνο», «Λήξη συναγερμού για το ύποπτο αντικείμενο στο Λονδίνο», «Η καλλονή σύζυγος του Κασίγιας διαγνώστηκε με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας», «Οι γυναίκες είναι πιο παραγωγικές όταν εργάζονται σε ζεστούς χώρους», «Βεβήλωσαν με αγκυλωτούς σταυρούς έκθεση για τα θύματα του Ολοκαυτώματος», «Λάρισα: Σύγκρουση τρένου με αυτοκίνητο» κοκ. Το ζήτημα είναι ότι τα παιδιά σήμερα γίνονται εξ απαλών ονύχων news addicts. Αν εμείς εθιστήκαμε τα τελευταία χρόνια, αυτά μεγαλώνουν κυριολεκτικά με τις υπερβολικές δόσεις κορτιζόλης που προκαλεί η δίνη των ειδήσεων στο smartphone. Είναι σαν μαζί με την κουδουνίστρα να τούς χαρίζεται αυτή η αέναη αίσθηση υποχρέωσης για ενημέρωση.
Γι’ αυτήν την iGeneration οι ειδήσεις είναι κάτι το απολύτως φυσικό. Δεν τις αναζητούν, σκοντάφτουν πάνω τους «τυχαία» στα social media: μέσα στο newsfeed του Instagram ή του Facebook, όλo και κάποια είδηση θα καταφέρει να τρυπώσει τη διχαλωτή γλώσσα της. Σου αρέσει η μουσική του Μάικλ Τζάκσον; Εχεις μάθει για το ντοκιμαντέρ που τον περιγράφει ως παιδόφιλο; Οπως έλεγε πρόσφατα στον «New Yorker» o Πάμπλο Mποσκόφσκι καθηγητής επικοινωνίας του Northwestern University, οι νέοι άνθρωποι σήμερα είναι διαφορετικά ενημερωμένοι καθότι «διαρκώς αγγίζονται και σκουντιούνται από τις ειδήσεις. Είναι κομμάτι του περιβάλλοντός τους».
Αυτό σημαίνει ότι και τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με ό,τι προκαλούν οι ειδήσεις: τον φόβο και τον τρόμο, τη διέγερση και την απογοήτευση κ.ο.κ. Προσωπικώς, αναρωτιέμαι ποια άλλη γενιά στην ιστορία έχει πληροφορηθεί τόσους θανάτους διασήμων (εγώ θυμάμαι τέσσερις: τον Μακάριο, τον Τζο Ντασέν, τον Ξυλούρη και τον Λένον). Το πιο τρομακτικό ίσως είναι ότι καταναλώνοντας με τέτοιο ρυθμό ειδήσεις, εθίζονται και αυτά σε αυτή την «ατέρμονη ποικιλία» (never- ending novelty). Οπως γράφει ο Αντρε ντε Μποτόν στο βιβλίο του «Οι ειδήσεις. Οδηγίες χρήσεως» (εκδόσεις Πατάκη): «Ο ρυθμός του ειδησεογραφικού κύκλου είναι αδυσώπητος. Οσο βαρυσήμαντες και αν είναι οι χθεσινές ειδήσεις -οι κατολισθήσεις, η εύρεση του μισοκρυμμένου πτώματος μιας νεαρής κοπέλας, η ταπείνωση ενός πάλαι ποτέ ισχυρού πολιτικού-, κάθε πρωί όλη αυτή η κακοφωνία ξεκινάει από την αρχή. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έχουν τη θεσμική αμνησία του τμήματος για τα επείγοντα περιστατικά ενός νοσοκομείου: τα βράδια οι κηλίδες αίματος σκουπίζονται και οι μνήμες των νεκρών σβήνουν».
Ως εκκολαπτόμενοι news αddicts τα παιδιά θα βιώσουν όλα αυτά τα συνταρακτικά και αναπόδραστα που συντελούνται τα τελευταία χρόνια σ’ εμάς. Οι ειδήσεις (κυρίως οι κακές ή οι ψεύτικες) θα αρχίσουν να υποκαθιστούν την πραγματικότητά τους, οι διεθνείς κρίσεις θα μοιάζουν πιο σημαντικές από την απτή αμεσότητα της οικογένειάς τους, της παρέας τους, της γειτονιάς τους. Θα πειστούν και αυτά από πολύ νωρίς, ότι ζουν σε μια περίοδο απαράμιλλης σπουδαιότητας, ότι επειδή κάνουν «κλικ» είναι ενεργοί πολίτες, ότι είναι σχεδόν ηθικό καθήκον τους να ενημερώνονται διαρκώς. Αν δεν το κάνουν είναι εγωιστές, αστοιχείωτοι, ανεύθυνοι.
Επιπλέον, τα παιδιά, όλοι αυτοί οι μελλοντικοί τοξικομανείς της ενημέρωσης, θα νιώσουν από νωρίς στο πετσί τους ότι με τόσες ειδήσεις δεν υπάρχει εσωτερικός χώρος, ότι έστω μια στιγμή γαλήνης αποτελεί επίτευγμα. Κατά συνέπεια, θα εγκαταλείψουν, όπως φοβάται ο Μποτόν, κάθε ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους, επιλέγοντας να ενημερωθούν για σημαντικά και πιεστικά ζητήματα, όπως το χρέος της Βραζιλίας ή μια τριπλή δολοφονία στο Κλίβελαντ. Θα κοιμούνται και αυτά και θα ξυπνούν –με μάτι που γυαλίζει– να τσεκάρουν μήπως στη διάρκειας της νύχτας έχασαν κάτι.