Στην πλατεία Κεφαλαρίου, στο βόρειο προάστιο της Κηφισιάς, πίσω από την εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, υπάρχει ένα ωραίο πάρκο, στο οποίο παλιότερα δέσποζε η λίμνη του με το γεφυράκι της. Γύρω-γύρω υπήρχαν παγκάκια – ακόμα υπάρχουν, αλλά πια δεν κάθεται σχεδόν κανείς. Παλιά, έβλεπες ζευγάρια. Παράνομα και νόμιμα. Ζευγαράκια των άγουρων χρόνων. Αλλά και ζευγαράκια όμορφα σιτεμένα.
Η λίμνη, στη μέση, ήταν η αναφορά όλων. Το σημείο συνάντησης. Το παρόν και το παρελθόν. Η αντανάκλαση της ιστορίας του καθένα μας. Οι μικρές και οι μεγάλες μας στιγμές, εκεί. Ο καθρέφτης κάθε ανθρώπου που περνούσε το γεφυράκι και κοντοστεκόταν στη μέση για να κοιτάξει τα νερά. Τον εαυτό του.
Στην εκκλησία, ρίχναμε μια δεκάρα, παίρναμε κερί και προσευχόμασταν. Στη λίμνη, ρίχναμε δυο, κάναμε τρεις ευχές και ελπίζαμε. Η λίμνη ήταν γεμάτη από κέρματα. Και δεν τολμούσε ποτέ, κανείς, να αφαιρέσει έστω ένα. Θα ήταν σαν να έκλεβες ευχές. Και όνειρα. Και ελπίδες. Υπήρχε σεβασμός ακόμα και στις… δεισιδαιμονίες μας!
Περνάω και σήμερα, πολύ συχνά από το πάρκο, πίσω από την εκκλησία. Πέρασα και τις προάλλες μετά από μνημόσυνο για έναν φίλο. Και πάντοτε κοντοστέκομαι στη κορυφή της γέφυρας, για να κοιτάξω μέσα στη λίμνη, να δω αν ο καθρέφτης των υδάτων εξακολουθεί να είναι επιεικής μαζί μου. (Φωτογραφία επάνω)
Δεν βλέπω τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει. Άδεια είναι, όπως και το πρόσωπό μου. Τις νύχτες, κάποιοι έκαναν επιδρομές και μάζευαν τα κέρματα. Έφερναν και αντλίες, για να αδειάζουν το νερό και να είναι ευκολότερη έτσι η συγκέντρωση των χρημάτων. Έμαθα ότι και στο παγκάρι της διπλανής εκκλησίας προσπάθησαν να βάλουν χέρι, γι’ αυτό και την κλειδώνουν πλέον.
Βαριά, ακόμα, η κρίση μας. Πώς ξεπέσαμε έτσι; Κάποτε ήταν ανοιχτές μέρα-νύχτα οι εκκλησιές, και τα πάρκα είχαν ζωή. Το παγκάρι, κανείς δεν διανοείτο να το πειράξει. Και τα κέρματα στη λίμνη, επίσης. Σκέφτηκα να κλειστώ στο σπίτι και να μην ξαναβγώ, ώσπου να με ειδοποιήσουν ότι άλλαξε ο κόσμος. Να βάλω ένα εικονοστάσι σε μια γωνιά, και στην άλλη μια λεκάνη μικρή, να περνάω πού και πού και να ρίχνω κάνα δίφραγκο για το γούρι. Κι αν τυχόν, μετά, πάω για ύπνο, να κρεμάσω μια ταμπέλα στην πόρτα απέξω που να γράφει: «Ξυπνήστε με προτού με πάρει ο ύπνος»…