Η αναφορά του Ευκλείδη Τσακαλώτου σε «τοπικά συμπληρωματικά νομίσματα» έχει γίνει σημείο κριτικής του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως η αλήθεια είναι ότι δεν είναι κακή ιδέα αν πρόκειται για τη γειτονιά, αν το «τοπικό» αναφέρεται σε μια μικρή κοινότητα.
Τα τοπικά νομίσματα υπάρχουν τουλάχιστον από το 1825, όταν ο Ρόμπερτ Οουεν ίδρυσε τη «Νέα Αρμονία», μια κοινότητα στην οποία το χρήμα ήταν χρονικό. Αν προσέφερες εργασία οκτώ ωρών, έπαιρνες ένα χαρτονόμισμα με το οποίο μπορούσες να αγοράσεις προϊόντα των οποίων η παραγωγή απαιτούσε οκτώ ωρών εργασία.
Τέτοιο χρήμα, σε άυλη μορφή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια γειτονιά. Π.χ., κρατάω το μωρό της γειτόνισσας για τρεις ώρες και μου δίνει ένα χαρτάκι με το οποίο μπορώ να ζητήσω από κάποιον γείτονα κάποια δουλειά ίσης διάρκειας (τριών ωρών). Το σύστημα αυτό χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι έλληνες αγρότες στο πλαίσιο της κοινότητας, δηλαδή του χωριού. Ενας αγρότης Α προσέφερε εργασία στον γείτονα Β για τη συγκομιδή, και κάποια άλλη στιγμή ο Β στον Α, ανάλογα με τις ανάγκες της παραγωγής. Αυτές ήταν οι λεγόμενες «δανεικαριές».
Το τοπικό νόμισμα, αν πρόκειται να εξυπηρετήσει μεγάλες κοινότητες, π.χ. έναν νομό ή μια περιφέρεια, θα έχει μεγάλα προβλήματα. Ποια μορφή θα έχει; Ποια θα είναι η βάση του; Ποιος θα το εκδίδει; Ποια θα είναι η σχέση του με το εθνικό νόμισμα κ.τλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κοινότητα Νέα Αρμονία του Οουεν χρεοκόπησε σε τρία χρόνια.
Η κριτική της Νέας Δημοκρατίας με αφορμή την αναφορά του Τσακαλώτου σε τοπικό νόμισμα είναι, νομίζω, υπερβολική. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε αντίθεση με τη γενική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έχει εξαιρετική μόρφωση και είμαι βέβαιος ότι γνωρίζει τους περιορισμούς του τοπικού νομίσματος.
Τα τοπικό νόμισμα δεν θα ήταν πρόβλημα για τη χώρα. Πάντως, όχι του τύπου που γνωρίζουμε από το παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή από τo «Go Βack Madam Μέρκελ» μέχρι το ΝΑΙ του δημοψηφίσματος που έγινε ΟΧΙ, τις ανώμαλες πολιτικές συνεργασίες, το σκάνδαλο Novartis, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ με ένα άρθρο και πολλά άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το βαρουφάκειον «Αγάπη μου, σήμερα έκλεισα τις τράπεζες», το κατρουγκάλειον «Δεν υπάρχουν νόμοι, υπάρχει λαός», την αριστεία που έγινε ρετσινιά, του κ. Μπαλτά, ή την καταπληκτική γνώμη του καταπληκτικού κ. Φίλη και της εξίσου καταπληκτικής υφυπουργού του κυρίας Αναγνωστοπούλου ότι η κατάληψη χώρων του πανεπιστημίου δεν πρέπει να τιμωρείται;
Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα κρύβει το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οποιος το διαβάσει προσεκτικά, και έχει σώας τας φρένας, θα καταλάβει αμέσως ότι είναι γραμμένο από κάποιον συλλογικό επικίνδυνο λαοπλάνο. Π.χ., στο κεφάλαιο Παιδεία, μεταξύ άλλων, γράφει για ελεύθερη πρόσβαση σε πανεπιστημιακά τμήματα, για κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια, διετή προγράμματα στα πανεπιστήμια με ελεύθερη πρόσβαση, δωρεάν μεταπτυχιακές σπουδές, κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας και αποσύνδεση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ από την αξιολόγηση κ.τλ.
Με απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να επαναφέρει την προηγούμενη, κακή και επικίνδυνη έως άθλια κατάσταση με την οποία αισθάνεται οικειότητα, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει ότι με το πρόγραμμα αυτό προσελκύει τους νέους που θέλουν πανεπιστημιακό τίτλο, έστω κι αν δεν ξέρουν να γράψουν το όνομά τους χωρίς ορθογραφικό λάθος.
Δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει υποσχέσεις που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.