Ουσιαστικά το Σαββατοκύριακο της 10ης-11ης Σεπτεμβρίου από το βήμα της ΔΕΘ εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος και θεωρητικά, τα διλήμματα και οι στρατηγικές επιλογές ξεκαθάρισαν εξ αρχής.
Ο Μητσοτάκης πάει για «όλα ή τίποτε» εναντίον όλων, ανεβάζει τους τόνους στο πλαίσιο του πολιτικά θεμιτού και προαναγγέλλει μία αναμέτρηση με πολλά προσωπικά στοιχεία. Βάζει τον Τσίπρα απέναντί του και τον Ανδρουλάκη στο ενδιάμεσο, δεν πάει σε μετωπική σύγκρουση με τον Βενιζέλο (και υπό αυτήν την έννοια δείχνει ότι εξακολουθεί να τον απασχολεί ένα κρίσιμο κεντρώο ακροατήριο και η ψήφος του) και επιχειρεί μία περιχαράκωση προς τα δεξιά, με διάφορους τρόπους. Από τη στάση του έναντι του Ερντογάν, έως το ότι αποφεύγει να κάνει άλλα βήματα, όπως με την ψήφιση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια, για το οποίο είπε «κάθε πράγμα στην ώρα του».
Ο Τσίπρας βολεύεται με αυτά και αποδύεται σε μία καμπάνια πολιτικής χυδαιολογίας, ενώ ο Ανδρουλάκης αυτοαναγορεύεται σε «στρατηγικό» αντίπαλο του Μητσοτάκη. Και βλέπουμε.
Με αυτά τα πρώτα δεδομένα και με τις εξαγγελίες για στήριξη αδύναμων, επιδοτήσεις στα καύσιμα και στο ρεύμα, τις παροχές προς νέους και συνταξιούχους και όλα τα άλλα, ο Πρωθυπουργός βλέπει στο τέλος αυτής της πορείας τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Σε αυτές θα κριθούν όλα.
Oμως δεν είναι βέβαιο ότι θα κριθούν με γνώμονα τα όσα ο ίδιος έχει επιλέξει – ή τουλάχιστον όχι μόνο με αυτά. Υπάρχουν κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες που μπορεί να γείρουν το βάρος των αποφάσεων και της ψήφου προς τη μία ή προς την άλλη πλευρά.
Ενδεικτικά, μένει να φανεί σε συνδυασμό και με τη στρατηγική που θα επιλεγεί και θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, πώς θα επιδράσει στις αποφάσεις των πολιτών και ιδίως των νεοδημοκρατών, το «ατομικό παιχνίδι», που έχει προκριθεί. Το ότι «επιλέγουμε όχι μόνο κυβέρνηση, αλλά και κυβερνήτη», δίχως την αναμενόμενη εμφατική αναφορά στην «παράταξη», το κόμμα, τους βουλευτές, τα στελέχη κ.λπ. είναι ένα ρίσκο. Ειδικώς όταν είναι περισσότερο από ορατή η βαρυθυμία του Κώστα Αλ. Καραμανλή και ασχέτως τού αν αυτή μέχρι στιγμής δείχνει να περιορίζεται στον ίδιο τον πρώην Πρωθυπουργό.
Τέτοιες τοποθετήσεις είναι κρίσιμες στις επικείμενες εκλογές, επειδή κρύβουν πολλές και καθοριστικές λεπτομέρειες.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αναγνωρίζει προφανώς τη σημασία της πρώτης κάλπης με το σύστημα της απλής αναλογικής. Και γι’ αυτό φρόντισε να το δηλώσει ποικιλοτρόπως, είτε μιλώντας για ενδεχόμενη «τερατογένεση» μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-Βαρουφάκη-ΚΚΕ είτε δηλώνοντας ρητά και κατηγορηματικά ότι πρόκειται για καθοριστική αναμέτρηση, επιχειρώντας από τώρα να ξορκίσει τη «χαλαρή» ψήφο.
Αυτή η πρώτη εκλογική σύγκρουση είναι η κρισιμότερη παράμετρος της προσεχούς πολιτικής περιόδου. Για λόγους προφανείς, αλλά και για άλλους. Ενας από τους άλλους είναι, πολύ απλά, τα ποσοστά που θα καταγραφούν, πρωτίστως εκείνο της ΝΔ.
Αυτό που δεν μπορούν να μετρήσουν αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις, είναι ο συντελεστής βαρύτητας που προσδίδουν οι πολίτες στις διαδοχικές εκλογές αναμετρήσεις. Δεν μπορούν να καταγράψουν ούτε αν κάποιος θα επιλέξει να μην πάει στην πρώτη, αφού θα περιμένει τη δεύτερη, ούτε αν θα ψηφίσει κάτι άλλο στην πρώτη και αναλόγως του αποτελέσματος θα κρίνει τι θα κάνει στη δεύτερη, ούτε τι ακριβώς θα είναι αυτό και γιατί.
Η παράμετρος αυτή είναι ο μεγάλος πολιτικός άγνωστος Χ των επομένων μηνών.
Απλούστατα, επειδή θα καθορίσει τα όρια της δυναμικής και των πιθανοτήτων.
Αν, για παράδειγμα, η ΝΔ και ο Μητσοτάκης πάρουν με την απλή αναλογική ένα ποσοστό κάτω από 30% (που αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται, αλλά και δεν μπορεί να αποκλειστεί), ή έστω 31%, 32%, το πράγμα θα δυσκολέψει πολύ, έως και θα περιπλακεί σοβαρά. Θα δείξει ότι δεν έχουν «τσιμπήσει» πολλοί στα διλήμματα και ότι σε διάστημα ενός μηνός θα πρέπει το ποσοστό αυτό να αποκτήσει μία τρομακτική δυναμική και να εκτοξευθεί κατά πέντε-έξι μονάδες, στο 37%-38%. Αν, από την άλλη πλευρά, στην πρώτη κάλπη η ΝΔ πάρει 35%, το παιχνίδι θα έχει σχεδόν κριθεί.
Με βάση αυτά, μπορεί κανείς εύκολα και βασίμως να υποθέσει, τι έχουμε να δούμε και να ακούσουμε έως τις εκλογές. Και να αναρωτηθεί αν όλα αυτά θα επιδράσουν βάσει των σχεδιασμών και των στρατηγικών των κομμάτων, ή εντελώς διαφορετικά και αναπάντεχα.