Μεσημέρι Σαββάτου. Η τηλεόραση έχει μείνει ανοιχτή, όπως μένει πλέον γιατί κανείς δεν φροντίζει να την κλείσει ή γιατί το τηλεκοντρόλ είναι κρυμμένο πίσω από κάποιο μαξιλάρι. Η φωνή του παρουσιαστή της ψυχαγωγικής εκπομπής του Mega, του Κώστα Τσουρού, λέει ότι ήρθε η ώρα για το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, το οποίο ασφαλώς θεωρείται μια μεγάλη επιτυχία και τα «Προσεχώς» το έχουν παρουσιάσει καμιά δεκαριά φορές από το ξεκίνημα της εκπομπής.
Στην οθόνη βλέπουμε έναν υπερήλικα, από τη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην οποία διαμένει, πάσχοντας από άνοια. Ο δημοσιογράφος, που είχε τη φαεινή ιδέα να τον κάνει θέμα, κάθεται δίπλα του καταχαρούμενος, σε φωτογραφικά ενσταντανέ που συνοδεύονται από ένα μικρό βίντεο όπου ο ηλικιωμένος χορεύει την Τσικνοπέμπτη με τη βοήθεια μιας υπαλλήλου της δομής ή τραγουδάει παλιά τραγούδια.
Αυτή είναι η πολυαναμενόμενη εμφάνιση στην τηλεόραση του Γιώργου Μαρίνου, για τον οποίο τα media έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν έναν μετα-μύθο, που σαν τσιμπούρι έχει κολλήσει πάνω του στη δύση της ζωής του. Είναι ο πάλαι ποτέ σταρ που αποσύρθηκε και δεν θέλει να δίνει συνεντεύξεις και όλοι αναρωτιούνται τι κάνει, αλλά κανείς δεν ξέρει ακριβώς και κανείς δεν μπορεί να τον προσεγγίσει. Είναι ένα μυστήριο και ένα από τα κλασικά θέματα συζήτησης στα πάνελ.
Να, λοιπόν, που αυτός ο δημοσιογράφος τον προσέγγισε και τον έφερε μπροστά μας: «Εμείς καταφέραμε και τον εντοπίσαμε!», έλεγε το τρέιλερ. Ιδού ο μεγάλος θεατρίνος, ο εξαφανισμένος σταρ. Δείτε το μεγάλο εύρημα της δημοσιογραφίας μας.
Το βλέπουμε, αλίμονο. Εναν άνθρωπο άρρωστο, να κάθεται δίπλα σε έναν άγνωστο, σιωπηλός και χαμένος στην ασθένειά του. Ασφαλώς δεν υπήρξε καμία συνέντευξη εδώ, πώς να υπάρξει άλλωστε; Και από μια άποψη καλά που δεν υπήρξε, γιατί θα σε έκανε να αναρωτηθείς με ποιο δικαίωμα μια εκπομπή κάνει δημόσιο τον λόγο ενός ανθρώπου που έχει απολέσει, πιθανόν, τις βασικές λειτουργίες και αυτής της δυνατότητας και σίγουρα δεν είναι σε θέση να κάνει συνειδητές επιλογές.
Υπήρξαν απλώς μερικά λόγια στημένης θετικής διάθεσης, εκ μέρους του δημοσιογράφου, εκείνα που λέμε για να ντύσουμε μια άβολη συνθήκη, την οποία θέλουμε να παρουσιάσουμε ως ευχάριστο γεγονός: «Είναι πάρα πολύ καλά και περνάει καλά» και «δεν θέλει να συζητάει για το παρελθόν, προτιμά να ζει το τώρα» είπε, με το χαμόγελο να του έχει φτάσει στα αυτιά, γνωρίζοντας ότι στην αίθουσα σύνταξης θα τον προσκυνήσουν και το θέμα του θα συζητηθεί σε όλα τα πάνελ της Ψωροκώσταινας, σαν δημοσιογραφικό κατόρθωμα.
Ενα κατόρθωμα που άνετα μπαίνει στην κατηγορία του «cringe», όπως λέγεται η κατάσταση που συνδυάζει το συναίσθημα της αποστροφής με τη σωματική εκδήλωση της ανατριχίλας. Ετσι νιώσαμε με το συγκεκριμένο θέμα. Το οποίο αποτελεί θρασεία εισβολή στον προσωπικό χώρο ενός ανθρώπου με σοβαρή απώλεια της νοητικής ικανότητας, και ντροπιαστική έκθεσή του σε οθόνες.
Κατάλαβε, άραγε, ο Γιώργος Μαρίνος τι του συνέβη εκείνη την ημέρα; Κάτι ήξερε που θέλησε να απομακρυνθεί από όλο αυτό το κατασκεύασμα της φτήνιας και της ντροπής, εγκαίρως. Τότε που κατάλαβε, ίσως, ότι βαδίζει στα μονοπάτια μιας εκφυλιστικής ασθένειας, η οποία θα βυθίσει τον εγκέφαλό του σε ένα θολό βυθό, χωρίς μνήμη και κρίση. Κάτι ήξερε που κρύφτηκε από τα μικρόφωνα και τις κάμερες, από δημοσιογράφους που σε κυνηγάνε για να σε κάνουν βορά στα μάτια τηλεθεατών πεινασμένων για αισθητικά κατώτερα θεάματα.
Γιατί και εμείς τέτοιοι είμαστε στην πλειονότητα. Καρχαρίες που στέκονται μπροστά στην οθόνη όταν μυρίζουν αίμα και πόνο. Οσο πιο γραφικό το θέαμα, όσο πιο αμήχανο και άβολο, τόσο πιο ενδιαφέρον για αυτά τα αδηφάγα μάτια. Είμαι σίγουρη δηλαδή ότι σε πολλά σπίτια, το μεσημέρι του Σαββάτου, μια φωνή θα ακούστηκε: «Ελα να δεις πώς έγινε ο Γιώργος Μαρίνος».
Πώς ήθελες να γίνει, δηλαδή; Είναι 85 χρόνων άνθρωπος, με άνοια.
Το θέμα, βέβαια, είναι αν έπρεπε να σου επιτρέψουν να δεις πώς έγινε.