Είναι δύο σκηνές στο «Υπάρχω», την ταινία για τον Καζαντζίδη, που όταν τις είδα ρίγησα και σκέφτηκα ότι θα δεχόμουν να γίνω ντουβάρι, τραπέζι ή καρέκλα για να είμαι μέσα τους και να τις παρακολουθήσω από κοντά.
Η πρώτη είναι η σύνθεση του ομώνυμου τραγουδιού, του «Υπάρχω». Ο νεαρός Χρήστος Νικολόπουλος, ο Καζαντζίδης και ο Πυθαγόρας γράφουν το τραγούδι καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι. Ο Νικολόπουλος δουλεύει το μπουζούκι και ο Πυθαγόρας κάνει μερεμέτια με τις λέξεις για να κάτσουν καλύτερα μέσα στο τραγούδι. Ποιος δεν θα ήθελε να είναι εκεί;
Η δεύτερη σκηνή είναι όταν ο Καζαντζίδης και ο Ακης Πάνου γράφουν «Το θολωμένο μου μυαλό», στο εργαστήρι του συνθέτη. Ο Ακης βάζει τα λόγια και τις νότες, ο Καζαντζίδης, καθισμένος απέναντι του, περνάει από πάνω τη φωνή του. Παρεμπιπτόντως υπάρχει και ένα περιστατικό που δεν είναι ευρέως γνωστό. Οταν ο Καζαντζίδης ηχογράφησε αυτό το κομμάτι, ο Πάνου δεν ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα. Ηθελε να το ηχογραφήσουν ξανά. Ομως ο Καζαντζίδης δεν κρατιόταν, ήθελε να πάει για ψάρεμα. Μάλωσαν. Και μάλιστα ο Πάνου του έστειλε και εξώδικη δήλωση, σύμφωνα με την οποία ο τραγουδιστής ήταν φάλτσος και όφειλε να επιστρέψει στο στούντιο.
Υπάρχει βέβαια και η γνωστή σκηνή ανάμεσα τους, όταν συναντήθηκαν σε ένα κουτούκι στη Νίκαια κατά τη μεταγωγή του κατάδικου Πάνου από το νοσοκομείο στη φυλακή. Εκεί σπάραξε η γύρω πλάση. Σταμάτησε ένα αστικό λεωφορείο και κατέβηκε ο κόσμος για να χειροκροτήσει. Αυτή η σκηνή δεν υπάρχει στην ταινία. Η αφήγηση της Κατερίνας Μπέη, που έγραψε το σενάριο, σταματάει στην κυκλοφορία του «Υπάρχω». Αλλωστε δεν πρόκειται ακριβώς για την κινηματογραφική βιογραφία του Καζαντζίδη, αλλά για ένα καλογυρισμένο… μιούζικαλ με στάσεις σε σημαντικούς σταθμούς της ζωής του.
Αν μου άρεσε η ταινία; Πολύ! Και ο Χρήστος Μάστορας, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι μία τεράστια, ευχάριστη έκπληξη. Ο άνθρωπος κολυμπάει στο ταλέντο. Στάθηκε εξαιρετικά και υποκριτικά, αλλά και ερμηνευτικά. Η Μπέη έχει γράψει μία ιστορία που κυλάει σαν νερό και η σκηνοθεσία του Τσεμπερόπουλου δίνει αποτέλεσμα που δικαιολογεί απόλυτα την εισπρακτική επιτυχία.
Ασφαλώς ο Καζαντζίδης παρουσιάζεται με τις γωνίες του να έχουν λειανθεί. Η σύγκρουση του με τη βιομηχανία δίσκων δεν παρουσιάζεται στο βάθος που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Και ευτυχώς, για την υστεροφημία του ανδρός, στην ταινία δεν έχουν περάσει τα περί «Εβραίων που θέλουν να τον καταστρέψουν μαζί με τον Ελληνισμό», ούτε η απαίτηση για «εθνικοποίηση» της φωνής του. Oμοίως, βλέπουμε μόνο το φωτεινό κομμάτι της σχέσης του με τον Νικολόπουλο -οι δυο τους έφτασαν ως τα δικαστήρια. Κακά τα ψέματα, σήμερα ο Καζαντζίδης θα είχε υποστεί cancel από χίλιες πλευρές.
Το σενάριο προσπαθεί να ρίξει το φως στον Στέλιο, για την ακρίβεια στον Στελάρα. Ο Καζαντζίδης ακολουθεί, γίνεται ο δαίμονας που στοιχειώνει τον Στέλιο. Το έλεγε και ο Μίκης Θεοδωράκης. «Ο Καζαντζίδης φοβάται όταν τραγουδάει». Και έτσι παρακολουθούμε τον Στέλιο να υποφέρει από την απήχηση του Καζαντζίδη, να φεύγει από τη σκληρή και βίαιη νύχτα, να τα βάζει με τις δισκογραφικές ενώ τραγουδάει για τον πόνο της ξενιτιάς. Τα σεναριακά υπονοούμενα μας επιτρέπουν να διακρίνουμε και την, κατά βάθος προβληματική, σχέση με τη μάνα του που αντανακλάται και στη σύνδεση του με τις γυναίκες. Ναι, η αλήθεια είναι ότι το σενάριο σου επιτρέπει να αντιληφθείς τις ιδιαιτερότητες, σκοτεινές και φωτεινές, στο χαρακτήρα του ανδρός. Γιατί, πράγματι, ο Καζαντζίδης, αν το ήθελε, θα πέθαινε βαθύπλουτος.
Δύο περιστατικά που δεν είναι πολύ γνωστά
Το 1983 ο Γιώργος Νταλάρας γέμισε δύο φορές το ΟΑΚΑ με συναυλίες που έμειναν στην Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Τότε κάποιος παραγωγός σκέφτηκε να διοργανώσει δύο ή τρεις συναυλίες του Καζαντζίδη με τη Μαρινέλα. Θα έβαζαν μέχρι και τσάρτερ για να έρθει ο κόσμος από τη Γερμανία. Τα λεφτά που ακούστηκαν ήταν απίστευτα, οι φήμες έκαναν λόγο για ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Ο Καζαντζίδης δεν δέχθηκε.
Το 1995 διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού. Στην οργανωτική επιτροπή συμμετείχε και η Δήμητρα Λιάνη, εκπροσωπώντας τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Σε μία συνεδρίαση έπεσε η ιδέα για έναρξη εργασιών με τον Καζαντζίδη να τραγουδάει, σε δορυφορική μετάδοση, προς το σύνολο του Ελληνισμού. «Αφήστε το σε μένα», είπε η Δήμητρα. «Ο πρόεδρος θα του μιλήσει και θα έρθει». Δεν ήρθε. Ο Ανδρέας τηλεφώνησε, αλλά ο Καζαντζίδης του είπε ότι δεν θα άντεχε η καρδιά του τόση συγκίνηση.
Κοιτάζοντας τη, σχεδόν γεμάτη, αίθουσα του multiplex, μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων. Μιλάμε για ηλικίες που είτε δεν είχαν γεννηθεί, είτε ήταν μικρά παιδιά όταν πέθανε ο Καζαντζίδης. Μετά σκέφτηκα ότι είναι πολύ πιθανό αρκετοί από αυτούς να πήγαν στην ταινία ως θαυμαστές του Μάστορα και όχι του Καζαντζίδη. Μικρή σημασία έχει αυτό. Αποδεικνύει το τεράστιο αποτύπωμα του Καζαντζίδη. Πέρασαν σχεδόν 25 χρόνια από τότε που πέθανε και τώρα επιστρέφει καταλαμβάνοντας τη μορφή και τη φωνή μίας τεράστιας φίρμας των καιρών μας.
Υ.Γ Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, στο Κουλέ Καφέ στη Θεσσαλονίκη (περιοχή λίγο πιο κάτω από τα κάστρα), υπήρχε μία ψησταριά «Ο Αρχοντας», με ειδίκευση στα σουτζουκάκια. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του Καζαντζίδη και ένα τζουκ μποξ μόνο με τα τραγούδια του. Ενα εκκλησάκι για τον Στέλιο.