Στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, το Κίνημα Αλλαγής συγκέντρωσε μονοψήφιο ποσοστό (8,1%), επίδοση καλύτερη από αυτές του 2015, αλλά που λίγο ικανοποίησε την ηγετική ομάδα και τα στελέχη του –ήλπιζαν σε κάτι καλύτερο.
Αυτό το καλύτερο δεν ήρθε ούτε με τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν. Μια καθήλωση σε χαμηλές επιδόσεις, που σε συνδυασμό με την κινητικότητα στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο, έχουν δημιουργήσει μια διαρκή αναστάτωση –αν όχι υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον.
Κι όμως αυτή η ετυμηγορία των πολιτών το καλοκαίρι του 2019 προίκισε το Κίνημα Αλλαγής με ένα ενδιαφέρον πολιτικό πλεονέκτημα: το ανέδειξε τρίτο κόμμα, με την ειδοποιό διαφορά ότι τοποθετείται ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι εκ δεξιών ή αριστερών τους, γεγονός που δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας (με εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ του 2012, που όμως συγκυβέρνησε).
Πρόκειται για ένα δυναμικό πλεονέκτημα, καθώς επιτρέπει στο Κίνημα Αλλαγής να κινηθεί σε όλο το εύρος του ενδιάμεσου πολιτικού χώρου, όσου τού αφήνουν οι δύο μεγάλοι παίκτες –και δεν του αφήνουν και λίγο.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι συνεχίζει να βρίσκεται σχεδόν αμετακίνητο στην εκλογική επιρροή του, τροφοδοτεί έντονες κρίσεις προβληματισμού και εσωστρέφειας, ακόμη και κλιμακούμενη αμφισβήτηση της Φώφης Γεννηματά.
Προκύπτουν λοιπόν δύο ερωτήματα:
1ον Γιατί η Χαριλάου Τρικούπη δεν έχει μπορέσει να εκμεταλλευτεί μέχρι τώρα αυτό το πλεονέκτημα –ιδίως εν μέσω φθοράς της κυβερνητικής παράταξης και δεδομένης της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να αποκομίσει οφέλη;
2ον Μπορεί, έστω και τώρα, στο μέσον του εκλογικού κύκλου να το καταφέρει; Με λίγα λόγια, ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει για να κάνει το άλμα εκείνο που θα το βοηθήσει να ξεπεράσει την ενδημική του εσωστρέφεια και να μπορέσει να αμφισβητήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας τελικά ως ο αντίπαλος της ΝΔ;
Ακόμα και αν αποδεχτούμε ότι η αντιπολίτευση που ασκεί έως τώρα είναι φιλότιμη και δημιουργική και ασκείται με σοβαρότητα, συνέπεια και προτάσεις, αυτό είναι εμφανές ότι δεν αρκεί. Διότι αυτή η πορεία παγιδεύεται στην αντίφαση του πολιτικού σκηνικού. Η αντιπολιτευτική υποχρέωση για αυστηρό έλεγχο στην κυβερνητική πολιτική της ΝΔ δίνει αντανακλαστικά την εντύπωση ότι το ΚΙΝΑΛ συμπράττει με τον ΣΥΡΙΖΑ –και όσοι ψήφισαν το ΚΙΝΑΛ το ’19 δεν θέλουν καθόλου να ακούσουν για συμπόρευση με την Κουμουνδούρου: είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι το ΚΙΝΑΛ γίνεται το μπαλάκι στο πινγκ πονγκ ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι μια δύσκολη, εύθραυστη και βασανιστική ισορροπία.
Διότι και η εμφανής επιλογή της ηγεσίας να απευθύνεται κατά προτεραιότητα στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ, η οποία μετακινήθηκε και ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, και να αγνοούνται οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι, που αντιπαθούν τον Αλέξη Τσίπρα και τον τοξικό πολιτικό λόγο του, δεν αποδίδει.
Θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως όσοι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γυρίσουν προεκλογικά στο Κίνημα Αλλαγής, παρά μόνο, αφού πειστούν, μετά την προβλεπόμενη διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν έχει προοπτική εξουσίας έναντι της ΝΔ.
Μέχρι τότε όμως το Κίνημα Αλλαγής θα πρέπει να είναι ενδυναμωμένο με αύξηση των ποσοστών του. Η κύρια δεξαμενή ψηφοφόρων στην οποία μπορεί να απευθυνθεί για να το πετύχει είναι εκείνη των αποστασιοποιημένων μετριοπαθών ψηφοφόρων, τους οποίους οι αναλύσεις των δημοσκόπων προσδιορίζουν έως και 15%.
Είναι πράγματι γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ αυτών στήριξαν στις τελευταίες εκλογές τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να φύγει ή και να ταπεινωθεί ο κ. Τσίπρας. Ομως, πλην λίγων εξαιρέσεων, δεν εντάχθηκαν στη ΝΔ.
Η σημερινή εικόνα στασιμότητας και αμήχανης αγωνίας για το μέλλον μπορεί να γίνει ευκαιρία για επανασυσπείρωση του προοδευτικού χώρου γύρω από το Κίνημα Αλλαγής –χώρος, παραδόξως, υπάρχει: ο Πολάκης, από τη μία, και οι ακραίοι της ΝΔ, από την άλλη, τον αφήνουν κενό.
Όμως αυτός ο χώρος δεν μπορεί να γεμίσει με διαδικαστικές και οργανωτικού τύπου κινήσεις από την πλευρά της κυρίας Γεννηματά και του επιτελείου της. Απαιτείται ανάληψη ευρείας εμβέλειας πολιτικής πρωτοβουλίας. Χωρίς εκλογές ηγεσίας και οργάνων. Για αυτά αρκεί να ισχύσουν οι διαδικασίες που προβλέπει το καταστατικό του ΚΙΝΑΛ, για τις οποίες η κυρία Γεννηματά έχει δεσμευτεί πως θα τηρηθούν πλήρως.
Απαιτείται μια ανοικτή πρόσκληση επανάκαμψης, χωρίς αποκλεισμούς, προς όλες τις δυνάμεις του ενδιάμεσου κεντροαριστερού χώρου, ώστε να συμμετάσχουν το καλοκαίρι σε συνδιάσκεψη, η οποία, σημειωτέον, έχει αναβληθεί από πέρυσι, εξαιτίας της πανδημίας. Πρόσκληση προς όλους. Και προς τον Βαγγέλη Βενιζέλο, αλλά και προς τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Και προς την Αννα Διαμαντοπούλου αλλά και προς τον Σπύρο Λυκούδη ή τον Κώστα Χρυσόγονο και όποιον άλλο. Τους πάντες. Υπό έναν όρο: η αυτόνομη πολιτική παρουσία του Κινήματος Αλλαγής δεν συζητείται.
Σε μια τέτοια πολιτική και προγραμματική συνδιάσκεψη θα δοθεί η δυνατότητα να αποσαφηνίσουν όλοι και να δεσμευτούν για την αυτονομία της παράταξης, τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της, αλλά και να συνδιαμορφωθεί το προοδευτικό αφήγημα για την επόμενη δεκαετία. Με συμπτώσεις απόψεων και συμβιβασμούς.
Χρειάζεται, λοιπόν, όλοι να τολμήσουν. Πρωτίστως βέβαια η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Κι έπειτα, όσοι αρνηθούν για οποιονδήποτε λόγο ή θέσουν σε προτεραιότητα προσωπικές επιλογές, θα πάρουν και την ευθύνη…