Πρέπει να ήταν ο «βαρύς» χειμώνας του ’20. Περίμενα στην ουρά του σουπερμάρκετ, τότε ακόμα που κοίταζες τον διπλανό σου σαν τη βουβωνική πανώλη. «Μην ανησυχείτε» μου είπε μια κυρία πίσω μου. «Είμαι γιατρός, εμείς έχουμε κάνει και το εμβόλιο». «Πώς αισθάνεστε με όλα αυτά που μας συμβαίνουν;» τόλμησα να ρωτήσω. «Θυμωμένη» ήταν η στεγνή, μονολεκτική απάντηση.
Δεν νομίζω να έχει αποσιωπηθεί τίποτα πιο κραυγαλέα από το πώς πραγματικά νιώθουν οι (αποκαθηλωμένοι) «ήρωες με τις λευκές μπλούζες». Τι γίνεται, αλήθεια, σήμερα που εκείνοι συνεχίζουν να κάνουν «τη βρώμικη δουλειά», την ώρα εμείς οι υπόλοιποι (όσοι τουλάχιστον δεν είμαστε κρεβατωμένοι με κάποια υποπαραλλαγή της) θεωρούμε ότι η Covid δεν υπάρχει πια, πάπαλα, τέλος;
«Κάψιμο» στη δουλειά
Yστερα από δύο χρόνια κόλασης, ο υγειονομικός πόλεμος έχει μεν κοπάσει, αλλά συνεχίζει να μαίνεται. «Το μεγάλο στοίχημα τώρα είναι να μη χάσουμε την προσπάθεια και τη διάθεση για προσπάθεια» θα μου πει εμφατικά διευθύντρια της ΜΕΘ νοσοκομείου πρώτης γραμμής. «Γιατί αυτό που ονομάζουμε στην ιατρική burnout, δηλαδή η συναισθηματική εξάντληση, είναι μπροστά μας και καθημερινά προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να την αντιμετωπίσουμε».
Το burnout έχει πράγματι την τιμητική του στις πρώτες έρευνες για το ψυχικό κόστος της πανδημίας στους γιατρούς (και τους λοιπούς επαγγελματίες Υγείας) που έχουν αρχίσει δειλά δειλά να ξεφυτρώνουν.
Είναι το αδιάλειπτο, δύο χρόνια τώρα, «κάψιμο» από τη σωματική εξάντληση, τις συνθήκες εργασίας «βιολογικού τρόμου» (απομόνωση, στολές «αστροναύτη» κ.ά.), τη διαχείριση των ασθενών και των συγγενών τους, τη διαχείριση του κόσμου που άλλοτε χειροκροτεί στα μπαλκόνια και άλλοτε βρίζει σκαιά κ.ο.κ.
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο σάιτ Medscape (διενεργήθηκε σε 7.500 γιατρούς από οκτώ χώρες), τα 2/3 των Αμερικανών έχουν κονταροχτυπηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας με το γνωστό και ως «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης».
Κάποιοι επιμένουν ότι ήδη αρχίζουμε να βιώνουμε τον αντίκτυπό του. «Ηealth workers are quitting in droves» («Οι επαγγελματίες υγείας παραιτούνται μαζικά») κατέθετε, μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, το αμερικανικό Atlantic, δεδομένου ότι από την αρχή της πανδημίας, ένας στους πέντε επαγγελματίες υγείας στις ΗΠΑ έχει ήδη πάρει το καπελάκι του και έχει κλείσει πίσω του την πόρτα.
Και έλληνες γιατροί έχουν, ασφαλώς, οδηγηθεί προς την έξοδο. Οχι ως «λιποτάκτες», αλλά από ένα αίσθημα ματαίωσης. Δεν είναι, φυσικά, η Covid που φταίει για όλα. Απλώς επιδείνωσε, όπως μου επισημαίνει απαυδισμένος γιατρός του ΕΣΥ, τις παθογένειες που προϋπήρχαν στο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Το να μην έχει το νοσοκομείο, για παράδειγμα, προσωπικό και εσύ να καλείσαι να είσαι ο υπερήρωας που κυκλοφορεί αγόγγυστα έξι ώρες με την προστατευτική στολή-σκάφανδρο, αρχίζει κάποια στιγμή να μοιάζει με κακόγουστο αστείο.
Βετεράνος Covid
«Μόνο που ο όρος “burnout” δεν είναι αρκετά ευρύς για να συμπεριλάβει το μέγεθος του τραύματος και της ψυχικής οδύνης που βίωσαν οι επαγγελματίες Υγείας…» έγραφε τον περασμένο Σεπτέμβριο το αμερικανικό Τime.
Θυμός, κατάθλιψη, άγχος, φόβος, μετατραυματικό σύνδρομο… Οι ειδικοί ήδη επισημαίνουν ότι το να έχεις δουλέψει σε Μονάδα Covid σε κατατάσσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, στην ίδια κατηγορία με βετεράνο του Βιετνάμ. Mόνο που αντί για το «Χίλτον του Ανόι», είσαι στη Μονάδα με τα μόνιτορ που δεν σιωπούν ποτέ.
Οι ίδιοι οι γιατροί δεν φαίνεται να έχουν προλάβει να συνειδητοποιήσουν τις παρενέργειες του οδοστρωτήρα που πέρασε από πάνω τους. Οπως μου λέει χαρακτηριστικά εντατικολόγος σε νοσοκομείο αναφοράς, «προχθές είπα σε έναν συνάδελφο στη Μονάδα: “Eχεις ασπρίσει τα τελευταία δύο χρόνια!” Moυ απάντησε γελώντας: “Aν συνεχίσω να είμαι εδώ, δεν θα βλέπεις μαύρη τρίχα!”».
«Σας λέω ειλικρινά, δεν υπάρχει χρόνος να παραπονεθείς ή να μιλήσεις για “ψυχολογικά” ζητήματα» συνεχίζει η ίδια. «Αν βγεις από τη Μονάδα και έχει συμβεί κάτι πολύ επείγον ή δυσάρεστο, θα το συζητήσεις εκεί με κάποιον συνάδελφο. Κυρίως το τι πρέπει να κάνεις καλύτερα την επόμενη φορά. Και εκεί θα λήξει. Μετά δεν προλαβαίνεις. Εχεις να διαχειριστείς το επόμενο περιστατικό».
«Περάσαμε μεγάλο πόλεμο αυτά τα δύο χρόνια» τονίζει. «Ακόμα και εμείς, στη δική μου ειδικότητα, που είμαστε συνηθισμένοι στις ανατροπές της ζωής, ζήσαμε κάτι πρωτόγνωρο. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα έχουμε ομολογήσει ούτε μεταξύ μας. Και όταν τύχει να βγούμε έξω με συναδέλφους, δεν συζητάμε καθόλου για τη δουλειά. Είναι σαν έχει γίνει μια βουβή συμφωνία ανάμεσά μας».
Της ζητώ να μου απομονώσει κάποια συναισθήματα, πέραν της τεράστιας σωματικής και ψυχικής κόπωσης. «Εχουμε, νομίζω, οι περισσότεροι περάσει από όλα τα στάδια. Θυμό, π.χ., εναντίον του ίδιου του ιού, αυτού του κακού εφιάλτη που μας έκανε να χάσουμε τόσους ανθρώπους μέσα σε λίγες εβδομάδες».
«Εχουμε βιώσει ακόμα θλίψη και μερικές φορές εκνευρισμό –σε ανθρώπινο πάντα επίπεδο– για εκείνους που ύστερα από δύο χρόνια περνούν ανεμβολίαστοι την πόρτα της Εντατικής, ενώ θα μπορούσαν να το έχουν αποφύγει. Και βέβαια φόβο. Προσωπικά δεν τον ένιωσα. Είδα όμως φοβισμένους πολλούς συναδέλφους, π.χ. με μικρά παιδιά στο σπίτι».
Αυτό θα πονέσει
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει και μια εγγενής «δυσπιστία» της ιατρικής κοινότητας απέναντι στα «ψυχολογικά» εν γένει. Πώς να το κάνουμε, ο γιατρός έχει «ανοσία» σε «τέτοια», είναι ο υπερήρωας με την μπέρτα που έχει φτιάξει γρανιτένιες «άμυνες» (ειδικά κάποιες σκληροπυρηνικές ειδικότητες, όπως, εν προκειμένω, ο εντατικολόγος).
Διόλου τυχαίο ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του American College of Emergency Physicians, 45% των εντατικολόγων στις ΗΠΑ παραδέχονται ότι δεν νιώθουν άνετα να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικού ψυχικής υγείας.
Η ψυχίατρος Ελένη Τσιόλκα μου επιβεβαιώνει το στίγμα που υπάρχει γύρω από το θέμα αυτό: «Οι γιατροί δεν μιλάνε εύκολα. Εχουν γενικά περισσότερες αντιστάσεις. Πιο εύκολα θα απευθυνθούν στον ψυχίατρο άλλοι εργαζόμενοι από τον τομέα της Υγείας, π.χ. οι νοσηλευτές. Το ζήτημα είναι ότι όλο αυτό το πρωτόγνωρο που συνέβη ήρθε να ανατρέψει τις γνώσεις του γιατρού, να του κλονίσει το αίσθημα ασφάλειας που του δίνει η επιστήμη του. Τον έκανε να νιώσει ανίσχυρος».
Ισως από αυτήν άποψη η Covid να βοήθησε και λίγο, φέρνοντας στην επιφάνεια την ανάγκη να πάψει επιτέλους να υποτιμάται η ψυχική υγεία τού «ήρωα με τη λευκή μπλούζα». Η ποπ κουλτούρα έχει αρχίσει να συνεισφέρει.
Ηδη στη Βρετανία προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία η σειρά «Τhis is going to hurt» («Αυτό θα πονέσει»), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ανταμ Κέι. Ο κεντρικός ήρωας, ένας «καμένος» ειδικευόμενος στo Γυναικολογικό Τμήμα (τον υποδύεται αριστοτεχνικά ο Μπεν Γουίσοου), δεν κρύβει τίποτα από τη μαύρη, πίσσα, αλήθεια: «Οι ώρες είναι φρικτές, ο μισθός είναι απαίσιος, οι συνθήκες είναι απαίσιες, σε προσβάλλουν, είσαι απαξιωμένος, αβοήθητος και συχνά κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα. Και όμως, δεν υπάρχει καλύτερη δουλειά στον κόσμο».
Και εσείς, γιατρέ μου;
Το αληθινό αποτύπωμα που άφησαν τα δύο τρομακτικά αυτά χρόνια στην ψυχική υγεία των Υγειονομικών (όπως άλλωστε και των λοιπών κατοίκων του πλανήτη) μένει να αποτιμηθεί στο μέλλον. Οταν ο «μεγαλύτερος υγειονομικός πόλεμος των τελευταίων 100 χρόνων» λήξει οριστικά. Χωρίς υποπαραλλαγές και «σου ‘πα, μου ‘πες».
«Σίγουρα όλο αυτό δεν το είχαμε ξαναζήσει» μου συνοψίζει η Βασιλική Χαντζιάρα, επιμελήτρια Α’ της ΜΕΘ στο «Σωτηρία». «Είμαι σίγουρη ότι τα επόμενα δέκα χρόνια θα καταγραφούν αυτά που μας άφησε. Δεν ξέρω, βέβαια, πώς αποτυπώνεται πάνω σου, π.χ., το να ακούς για έναν άνθρωπο που πεθαίνει μόνος του να σου λέει: “Πείτε στη γυναίκα μου ότι την αγαπώ” ή “Σας παρακαλώ, πιάστε μου το χέρι”. Δεν ξέρω τι αφήνει κάτι τέτοιο στην ψυχή σου. Δεν ξέρω αν κάποιος θα μπορέσει να το καταγράψει. Θα είναι μια μεγάλη πρόκληση».