| SOOC
Απόψεις

Και οι διαδικτυακοί τοίχοι έχουν αφτιά

Η νέα τάση είναι να μας ακούει... το κινητό μας με τη βοήθεια της Τεχνικής Νοημοσύνης. Κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα γίνει και αυτό μια κανονικότητα –το πιθανότερο– την οποία όλοι θα αποδεχτούμε, όπως αποδεχτήκαμε ένα σωρό άλλα πράγματα. Αν, ωστόσο, κάποιος θέλει να αντισταθεί στη διαδικτυακή κλειδαρότρυπα ηχητικών δεδομένων, υπάρχει τρόπος
Λίλα Σταμπούλογλου

Αν δεν το έχετε παρατηρήσει, που μάλλον είναι απίθανο αν το κινητό είναι το δεξί σας χέρι και βρίσκεται ετοιμοπόλεμο δίπλα σας, κάντε ένα πείραμα: ξεκινήστε να μιλάτε για ένα θέμα έχοντάς το κοντά σας. Εγώ το έκανα μια μέρα πίνοντας καφέ με έναν φίλο που ετοιμαζόταν για διακοπές. Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τα μέρη όπου θα πήγαινε. Στο επόμενο τέταρτο που άνοιξα το κινητό μου, ήρθαν μπροστά μου πέντε άρθρα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη περιοχή ως τουριστικό προορισμό. Τις επόμενες μέρες έβλεπα σταθερά στην οθόνη προτάσεις για αποδράσεις εκεί.

Ασφαλώς δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που το έκανα συνειδητά, το τέσταρα επί τούτου. Και πλέον το τεστάρω συνέχεια. Λέω κάτι και περιμένω να δω πόσο γρήγορα θα το ακούσει το κινητό και οι αλγόριθμοι πίσω του για να μου φέρουν ανάλογες προτάσεις σε πάσης φύσεως περιεχόμενο: άρθρα, διαφημίσεις, ειδήσεις, αναρτήσεις, οτιδήποτε. Το φοβερό είναι ότι πάντα πιάνει. Αρκεί να έχω κοντά τη συσκευή, φορτωμένη με όλες τις εφαρμογές που συνηθίζουμε να έχουμε οι περισσότεροι, όπως Google, Viber κ.τλ. Και βέβαια, τα κοινωνικά δίκτυα.

Μετά είδα την πρόσφατη δημοσίευση για τη διαφημιστική Cox Media Group από την Ατλάντα της Τζόρτζια, που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο εν είδη αποκάλυψης. Και είπα: «Τι μου λες; Δεν το πιστεύω!».

Η εταιρεία ουσιαστικά επιβεβαίωσε αυτό που ήδη υποψιαζόμαστε. Οτι οι διαδικτυακοί τοίχοι έχουν αφτιά. Δεν ακούνε μόνο όσα γράφουμε, ακούνε πια και όσα λέμε, με εξελιγμένα  λογισμικά «ενεργού ακρόασης». Η εν λόγω εταιρεία ανέφερε ότι τα ανέπτυξε, και υποθέτει κανείς ότι δεν είναι η μόνη. Απλώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση διέρρευσε η παρουσίαση τους, η εισαγωγική πρόταση της οποίας έχει τίτλο «Η δύναμη της φωνής και των μικροφώνων στις συσκευές μας».

Η νέα αυτή προσέγγιση σκαναρίσματος των τάσεών μας αναλύσει «δεδομένα της στιγμής» με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσυνης. Και ναι, δεν χρειάζεται πια μόνο να μας διαβάζει, μπορεί και να μας ακούει. Να μας κρυφακούει, για την ακρίβεια. Στην παρουσίαση της η εταιρεία αναφέρει ότι οι έξυπνες συσκευές αιχμαλωτίζουν επί τόπου δεδομένα ακούγοντας τις συζητήσεις μας. Επειτα οι διαφημιστές μπορούν να τα συνδυάσουν με συμπεριφορικά δεδομένα, ώστε να στοχεύσουν τους καταναλωτές που βρίσκονται ήδη εντός της αγοράς.

Περισσότερες από 470 πηγές χρησιμοποιούνται για αυτή την ακουστική κατασκοπεία. Οι εφαρμογές και τα κοινωνικά δίκτυα παραμένουν σαφώς στην πρώτη γραμμή αλίευσης πληροφοριών. Και η αντίδραση τους μαρτυρά ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ, ηθικά. Η Google πρώτη διέγραψε την εταιρεία από το πρόγραμμα συνεργατών της μόλις οι δημοσιογράφοι ζήτησαν σχολιασμό της υπόθεσης. Και η Meta παραδέχτηκε ότι πιθανότατα έχει γίνει παραβίαση των όρων λειτουργίας κατά τη διάρκεια της πολυετούς συνεργασίας τους.

Κανείς, βέβαια, δεν πιστεύει ότι η αντίδραση θα φέρει εμπόδια στη νέα τάση, που μας ακούει με όχημα τα εργαλεία της σύγχρονης τεχνολογίας. Αντιθέτως, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα γίνει και αυτό μια κανονικότητα –το πιθανότερο– την οποία όλοι θα αποδεχτούμε, όπως αποδεχτήκαμε ένα σωρό άλλα πράγματα.

Αν, ωστόσο, κάποιος θέλει να αντισταθεί και να προστατευτεί από τη διαδικτυακή κλειδαρότρυπα ηχητικών δεδομένων, μπορεί να το κάνει. Αρκεί να μην τον ενοχλεί το γεγονός ότι δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λειτουργία ηχογράφησης της Google – γιατί αυτήν ακριβώς θα πρέπει να απενεργοποιήσει. Μπαίνοντας στον λογαριασμό του, κάνοντας κλικ στην επιλογή «δεδομένα και απόρρητο», πηγαίνοντας μετά στις ρυθμίσεις ιστορικού και κλικάροντας την επιλογή «δραστηριότητα ιστού και εφαρμογών». Εκεί που λέει «συμπερίληψη δραστηριότητας φωνής και ήχου» βρίσκεται το κλειδί της ηχητικής ιδιωτικότητάς μας. Απενεργοποιώντας τη συγκεκριμένη ρύθμιση, αποκτά κανείς ηχητική ιδιωτικότητα.

Μέχρι να την ξαναχάσει, βέβαια. Γιατί, είπαμε, η τεχνολογία κάποια στιγμή θα βρει έναν τρόπο να του την ξαναπάρει.