Διαβάζαμε Ρίτσο και μας συνέπαιρνε λέξη-λέξη. Το «Καπνισμένο τσουκάλι» το ήξερα απέξω. Βημάτιζε ο Ρίτσος στα στάδια και μπαρουτιαζόταν το σύμπαν όλο. Πώς να σας περιγράψω την ατμόσφαιρα; Πιστεύαμε! Κάπως, κάτι, σαν πίστη ήταν. Συγκίνηση, ανάταση, όνειρα. Κάτι «Πολύ!», απροσδιόριστο. «Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα-ήσυχα, ήσυχα κι απλά / Καταλαβαινόμαστε τώρα / Δε χρειάζονται περισσότερα / Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί / Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη / Ετσι να λέμε πια τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη».
Συγκινούμαι ακόμα και αυτή τη στιγμή… Μα και χαμογελάω με τρυφερό σαρκασμό. Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό που ζούσαμε από αυτό που τραγουδούσαμε και βουρκώναμε. Πόσο ενδιαφέρουσα αστεία η υποκρισία μας. Πόσα, σε κείνο το αγωνιστικό (εκ του ασφαλούς) πνεύμα της Μεταπολίτευσης, προέκυψαν αυτόματα «Απαγορευμένα». Μέχρι και ο Πάριος. Ναι, μα τον Θεό. Ο,τι δεν είχε αγώνα, επανάσταση, αντίσταση, «Ζαβαρακατρανέμια», υψωμένη γροθιά. Πότε προέκυψαν τόσοι αντιστασιακοί;
Αν όντως ενεργούσαν τόσοι κατά της χούντας, θα μας άφηνε χρόνους, στον χρόνο επάνω, η χούντα. Μεταπολίτευση και… «Και να αδελφέ μου»… Καραμανλής «Ανήκομεν εις την Δύσιν», Τυφώνας Παπανδρέου «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Μπλε και πράσινα καφενεία. Εχθροί. Το κόκκινο έπαιρνε την απόλυτη εκδίκηση, όπως κάθε τι που φιμώνεις. Ο κόσμος σε δυο στρατόπεδα. Αμερική – Σοβιετική Ενωση. Ή με τους μεν ή με τους δε. Φανατικά. Μονοδιάστατα. «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Οι άλλοι; Για φωτοστέφανο.
Κάπου κάπου, κάποιος εμπνευσμένα δίκαιος, Λεωνίδας Κύρκος για παράδειγμα, μονολογούσε μελαγχολικά και σαρκαστικά: «Δηλαδή στην Πράγα κατέβηκαν τα τανκς για να χορέψουν βαλς στους δρόμους;». Αλλά ποιος να τον άκουγε. Θέλαμε «εκθέσεις ιδεών». Ξεπλύναμε ένα σωρό καθάρματα. Και η Ιστορία που διδασκόμασταν; Καταπίναμε μερικά κεφάλαια, δε βαριέσαι… Εθνική Αντίσταση, άσε τον Εμφύλιο κατά μέρος. Το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα. Με τη μία. Οσο πιο κοντινή μας η Ιστορία, τόσο πιο άγνωστή μας. Τρελό είναι.
Δεν μαθαίναμε Ιστορία, αλλά συνθήματα, και κολλούσαμε ταμπέλες. Ασπρο ή μαύρο. Και «αίμα». Δώσε αίμα. Εκπαιδευόμασταν στα άκρα. «Δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε». Φαντασιακά. Ή ήρωες ή προδότες. «Το ΠΑΣΟΚ και οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Καταλήξαμε υπερηφάνως ανιστόρητοι! Ο,τι αφορούσε τη νεότερη Ιστορία «Δεν φτάσαμε ως εκεί την ύλη», «Δεν την προλάβαμε». Γενικώς, «Δεν μας πρόλαβαν». Μας πέθαναν στην αμορφωσιά.
Ηρθε όμως ο θεός της Ελλάδας, ο σουρεαλιστής, πιότερο κάτι σε Δίας (αλλά αυτό θέλει ανάπτυξη σε άλλο κείμενο) και βρήκε λύση. Η κηδεία του τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας ολοκληρώθηκε. Και ξέρετε τι έμεινε; Το ευκαιρίας δοθείσης… Ηρθε πια η ώρα; Αφού εντρυφήσαμε σε κάθε είδους απότομη προσγείωση κάθε εξιδανίκευσης, να μελετήσουμε την Ιστορία μιας περιόδου. Μιας περιόδου τόσο μακρινά κοντινής…
Οσο δεν τη μελετήσαμε όλη τη ζωή μας! Να αντέξουμε να περπατήσουμε σε μονοπάτια υγιούς γνώσης. «Να το δούμε κι έτσι, να το δούμε κι αλλιώς». Μάλλον –και επιτέλους– μπορεί να ψυχανεμιστήκαμε το πολύπλοκο και πολύπλευρο που έχουν οι πολλές αλήθειες και όχι η μία, ντε και καλά, αλήθεια αλλά και την πολυπλοκότητά μας ως ψυχοσύνθεση λαού. Εν τέλει ακούσαμε ένα σωρό απόψεις. Ησυχα-ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
ΥΓ. Οι «αντίθετοι» μας δεν εξατμίζονται, δεν εξαφανίζονται, δεν λιώνουν. Οσο πιο πολύ ακούμε ο ένας τον άλλον, τόσο δεν θα φουντώνουν τα άκρα. Τόσο που τραμπαλιστήκαμε, λες να ήρθε η ευλογημένη ώρα να κεντραριστούμε;