Εν μέσω πανδημίας και των όσων εξελίσσονται στη χώρα με την κινητοποίηση κρατικού και υγειονομικού μηχανισμού, σε συνδυασμό με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην προσπάθεια, έχει αρχίσει και η πολιτική σπέκουλα.
Δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία εν τέλει τα όσα λένε και κάνουν κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως εκείνο της αξιωματικής, είναι φανερό ότι όλα αυτά, εν πολλοίς, αφήνουν τους πολίτες αδιάφορους.
Eχει όμως σημασία το ότι με κάποιον τρόπο έχει ξεκινήσει μία συζήτηση περί εκλογών.
Βασικό συστατικό της είναι η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία, μόλις περάσει η κρίση στο υγειονομικό πεδίο, η κατάσταση στην οικονομία θα είναι τέτοια, που ο Μητσοτάκης θα χρειαστεί «νωπή λαϊκή εντολή» για να προχωρήσει στις όποιες επόμενες κινήσεις. Και επίσης, ότι κεφαλαιοποιώντας την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στο πεδίο της ανάσχεσης της πανδημίας, με τα όσα αυτό συνεπάγεται για τη δική του αξιοπιστία, με τη διεξαγωγή εκλογών θα εξαφανίσει τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τίποτε από τα δύο δεν πολυστέκει.
Ο Μητσοτάκης εξελέγη μεν τον Ιούλιο του 2019 με ένα πλαίσιο δεσμεύσεων, ωστόσο δεν υποσχέθηκε ούτε ότι θα σκίσει μνημόνια, ούτε ότι θα μας οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας. Κατά βάση και έπειτα από όσα είχαν προηγηθεί, εξελέγη για να κυβερνήσει και να επαναφέρει μια κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής κανονικότητας. Τα όσα έχουν συμβεί, μπορεί να έχουν ορίσει αλλιώς την όποια κανονικότητα, δεν αναιρούν όμως την εντολή που έχει λάβει, όσο και αν η συνθήκη που θα διαμορφωθεί επιβάλλει χάραξη μιας άλλης πολιτικής.
Την έγκριση γι’ αυτήν μπορεί να τη λάβει από τη Βουλή, δίχως να κάνει πολιτικο-εκλογικές σπέκουλες. Και ως προς αυτό, μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία θα κριθούν από τη στάση τους, εφόσον κάνει μία τέτοια κίνηση ο Πρωθυπουργός.
Ως προς το τελειωτικό χτύπημα στον Τσίπρα, κατά πάσα βεβαιότητα, αυτό θα μπορεί να περιμένει.
Πέραν όλων των άλλων, είναι εξαιρετικά δυσχερές να υπάρξει σε ορατό χρονικό διάστημα εκλογικός σχεδιασμός.
Hδη από τα τέλη της άνοιξης θα επείγουν η άμεση αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της οικονομίας, η ταχεία χάραξη πολιτικής αντίδρασης στις έκτακτες συνθήκες και η συζήτηση με τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, με το βλέμμα στραμμένο στις εκκρεμότητες, είτε αυτές λέγονται «ευρωομόλογο» είτε οτιδήποτε άλλο.
Θα υπάρχει δε πάντα η ανησυχία ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας το φθινόπωρο. Δεν είναι αυτό περιβάλλον για εκλογές και πολιτικές αναστατώσεις.
Επιπλέον, το κεφάλαιο αξιοπιστίας που έχει σωρεύσει η σημερινή κυβέρνηση τής επιτρέπει να αναλάβει και την ανάταξη της χώρας μετά τη θύελλα. Δεν έχει συμβεί κάτι που να μαρτυρά έστω και καθ’ υπόνοιαν ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών του προηγούμενου καλοκαιριού. Μάλλον το αντίθετο έχει συμβεί και επιβεβαιώνεται καθημερινώς.
Μιλώντας δε με καθαρά πρακτικούς όρους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να έχει αναπτύξει κάπως τυχοδιωκτικές τάσεις, ώστε να θελήσει να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες για να «τελειώσει» τον Τσίπρα.
Σήμερα διαθέτει στη Βουλή 158 έδρες. Για να τις λάβει αυτές με το σύστημα της απλής αναλογικής, με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, θα πρέπει να συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξεως του 52%-53%.
Oχι ότι αποκλείεται βέβαια, έτσι όπως πάνε τα πράγματα και όπως συμπεριφέρεται η αντιπολίτευση, αλλά μάλλον δεν αξίξει τον κόπο η περιπέτεια…
Οι δυνατότητες που έχει η σημερινή κυβέρνηση στην επόμενη φάση της κρίσης είναι πολλές. Από το να ζητήσει συναινέσεις και να σχηματίσει ένα «πολεμικό» υπουργικό συμβούλιο, μέχρι να προχωρήσει ο Μητσοτάκης μόνος, γνωρίζοντας ότι χαίρει της εκτίμησης της μεγαλύτερης μερίδας των πολιτών.
Τo πότε και αν θα «αποτελειώσει» τον Τσίπρα, με τα σημερινά δεδομένα δεν θα πρέπει να απασχολεί τον Πρωθυπουργό. Πιθανώς θα έχει τη δυνατότητα να το κάνει όποτε αποφασίσει. Ενδεχομένως αφότου βρεθεί το εμβόλιο κατά της Covid-19…