Καθώς μπαίνουμε πια στην τελική ευθεία για την προκήρυξη των εκλογών, με πιθανότερη ημερομηνία διεξαγωγής τους μια από τις δυο πρώτες Κυριακές του Απριλίου (2 ή 9 του μηνός), το βασικό ερώτημα που κυριαρχεί είναι με ποια κριτήρια θα ψηφίσουν οι πολίτες. Σε όλα τα γκάλοπ καταγράφεται ως πρώτο και βασικό κριτήριο η Oικονομία, που συμπεριλαμβάνει την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση, τη φορολογία, την ανεργία, την ανάπτυξη και ό,τι άλλο σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την «τσέπη» μας και την οικονομική μας κατάσταση.
Προφανώς, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αντίθετα είναι απολύτως αναμενόμενο. Από το 1992, που ο Τζέιμς Κάρβιλ, ο «γκουρού» της προεκλογικής στρατηγικής του Μπιλ Κλίντον κόντρα στον Τζορτζ Μπους το διατύπωσε σύντομα και περιεκτικά, πάντοτε ξέρουμε ότι στις εκλογές ένα είναι το καθοριστικό κριτήριο: «It’s the economy stupid!”
Το γεγονός όμως ότι ξέρουμε το βασικό κριτήριο της ψήφου, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια τι θα βγάλει η κάλπη. Αν ήταν έτσι, θα συνέβαινε το εξής απλό: όταν πηγαίνει καλά η Οικονομία θα επανεκλεγόταν η κυβέρνηση και όταν δεν πηγαίνει καλά, θα κέρδιζε τις εκλογές η αντιπολίτευση. Δεν συμβαίνουν όμως πάντα έτσι τα πράγματα.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν: το 2004 η χώρα έτρεχε με ανάπτυξη 4,5%, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ καταψηφίστηκε και κέρδισε πανηγυρικά η ΝΔ. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η χώρα βρισκόταν στη χειρότερη θέση που μπορούσε να διανοηθεί κανείς, μπαίνοντας στη δίνη ενός αχρείαστου τρίτου μνημονίου –και όμως, κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτός δηλαδή που την οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο.
Συμπέρασμα: ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει η οικονομική κατάσταση την ψήφο δεν είναι πάντα ευθύγραμμος, αλλά σχετίζεται και με άλλους παράγοντες. Το 2004 ήταν η ανάγκη για αλλαγή, το ρεύμα που δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία κόντρα σε ένα σύστημα διαπλοκής και διαφθοράς που είχε κυριαρχήσει για πολλά χρόνια με ευθύνη του ΠΑΣΟΚ. Τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν η δυναμική μιας αντιμνημονιακής-αντισυστημικής ψήφου, που ερχόταν με ορμή από το πρώτο εξάμηνο, την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου και το «όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Μια δυναμική που δεν πρόλαβε να ανακοπεί μέσα στους δυόμιση μήνες που μεσολάβησαν από την φιλομνημονιακή κυβίστηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Τι μας λένε όλα αυτά; Ότι η Οικονομία από μόνη της δεν αρκεί για να καθορίσει την ψήφο. Για το ρεύμα υπέρ του νικητή δεν φτάνουν μόνο τα ευρώ – αν και είναι απολύτως απαραίτητα. Οι ψηφοφόροι νιώθουν μια ασφάλεια, αν αισθανθούν ότι τους στηρίζεις οικονομικά σε μια δυσκολία, ζητούν όμως κάτι περισσότερο. Μια συναισθηματική ταύτιση, κάτι να τους παθιάσει, είτε υπέρ του επίδοξου νικητή είτε κατά του επίδοξου ηττημένου.
Στις επικείμενες εκλογές οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν πρωθυπουργό ανάμεσα σε δυο πολιτικούς – Μητσοτάκη και Τσίπρα – που έχουν ήδη δοκιμαστεί στο αξίωμα. Αυτό έχει να συμβεί εδώ και 30 χρόνια, από το 1993 που ο απερχόμενος πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συγκρούστηκε με τον πρώην πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Σε όλες τις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις της αντιπολίτευσης ο απερχόμενος πρωθυπουργός αντιμετώπιζε κάποιον που δεν είχε δοκιμαστεί, άρα είχε το πλεονέκτημα του νέου και άφθαρτου.
Η σύγκρουση δύο πολιτικών που έχουν δοκιμαστεί στην πρωθυπουργία επαναφέρει αναπόφευκτα εμπειρίες και συναισθήματα από το παρελθόν και καθιστά βασικό κριτήριο της ψήφου τη σύγκριση ανάμεσα τους. Ίσως αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι εκλογές, οι οποίες θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, αντί να ευνοούν τα μικρότερα κόμματα, ευνοούν την πόλωση ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα. Η σύγκρουση Μητσοτάκη – Τσίπρα λαμβάνει το χαρακτήρα μιας «τελικής σύγκρουσης» που έρχεται από το παρελθόν για να κρίνει το μέλλον.
Στον πυρήνα αυτής της σύγκρουσης βρίσκεται η Οικονομία –ο καθένας από τους δυο αρχηγούς κουβαλάει τα πεπραγμένα του σε αυτό τον τομέα, αλλά και την πολιτική αξιοπιστία που τον συνοδεύει στη διαχείριση κρίσεων. Επίσης τους καθορίζει πολιτικά η αξιοπιστία που κατέκτησαν όχι μόνο ως πρωθυπουργοί αλλά και ως αρχηγοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επεισε ο Μητσοτάκης ότι ο Τσίπρας είναι «λαϊκιστής»; Επεισε ο Τσίπρας ότι ο Μητσοτάκης είναι «νεοφιλελεύθερος»; Θα το κρίνουν οι πολίτες που τους ξέρουν και τους δύο από… πρώτο χέρι!
Επειδή οι απαντήσεις είναι «βιωματικές», στις επικείμενες εκλογές είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεγελάσει κάποιος κανείς τους ψηφοφόρους. «It’s the experience, stupid», αν παραφράζαμε τον Τζέιμς Κάρβιλ!