| SOOC/ CreativeProtagon
Απόψεις

Ηταν ένα κόμμα που το έλεγαν ΣΥΡΙΖΑ

Η επινόηση αποτυχημένων ονομάτων δεν αποτελεί μονοπώλιο του Κασσελάκη, αλλά το ΣΥ.Σ.Α μοιάζει με μια ύστατη προσπάθειά του να δείξει ότι επιχειρεί να «αναστήσει» το κόμμα. Ομως, το κόμμα που άρχισε έντονα να απασχολεί την ελληνική κοινωνία μετά το 2007, απογειώθηκε το 2012 και κυβέρνησε από το 2015 έως το 2019 μακριά από τις εξαγγελίες του, δεν υπάρχει πια
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Είναι αυτή η εβδομάδα η τελευταία εβδομάδα του ΣΥΡΙΖΑ; Μέχρι και το απόγευμα της Τρίτης, το ερώτημα αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα σχήμα λόγου, μια υπερβολή που θα είχε ως στόχο να τονίσει τη δραματική κατάσταση στο εσωτερικό του κόμματος που -μέχρι νεωτέρας- ασκεί καθήκοντα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πλέον όμως, η πιθανότητα να περάσει από την επικράτεια της μεταφοράς σε αυτήν της κυριολεξίας είναι υπαρκτή, δεδομένου ότι απολύτως κανείς δεν μπορεί να σιγουριά να πει τι θα είναι αυτό που θα εξέλθει στοιχειωδώς συμπαγές από την συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου.

Η πρόταση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγή ονόματος του κόμματος ήταν πιθανότατα μια επικοινωνιακή αποτυχία, η οποία αδυνατεί να κρύψει τη βιασύνη με την οποία πάρθηκε αυτή η απόφαση «επιθετικού μάρκετινγκ». Το όνομα «Συνασπισμός της Σύγχρονης Αριστεράς» αποτελεί και δεν αποτελεί ρήξη με τα θέσφατα του κόμματος, έτσι ώστε καταφέρνει να μοιάζει ταυτόχρονα και αμετροεπές και άτολμο, δεν κομίζει κάτι καινούργιο στα όσα έχει ως τώρα πει ο Στέφανος Κασσελάκης –και δεν φαίνεται να συναρπάζουν προς ώρας τους ψηφοφόρους– και επίσης, αποτυγχάνει σε κάτι πολύ βασικό: είναι ένα μακρύ όνομα το οποίο δεν παράγει κανένα αρκτικόλεξο που να στέκεται στον δημόσιο λόγο. Ήδη, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υποδέχτηκαν με αρκετή ειρωνεία την ιδέα ενός κόμματος που θα λέγεται «ΣΥ.Σ.Α».

Ωστόσο, η επινόηση αποτυχημένων ονομάτων δεν αποτελεί μονοπώλιο του Στ. Κασσελάκη. Ο προκάτοχός του, Αλέξης Τσίπρας, συνήθιζε επίσης να «παίζει» με το όνομα του κόμματος, με επιεικώς μέτρια αποτελέσματα, χωρίς αυτό να κοστίζει κάτι στην εκλογική επιρροή του. Πόσοι θυμούνται σήμερα ότι το κόμμα που έκανε το μεγάλο εκλογικό άλμα το 2012 λεγόταν «ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ», όπου «ΕΚΜ» το «Ενιαίο Κοινωνικό Μέτωπο»; Αυτό που διαφοροποιεί ελαφρώς την πρόταση του Κασσελάκη είναι ότι αυτή αποτελεί την ύστατη, ίσως, προσπάθεια του πρόεδρου του κόμματος να δείξει ότι επιχειρεί να «αναστήσει» ένα κόμμα, το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτικό βραδύποδα, εξαιτίας των δεσμεύσεων σε έναν άρρωστο μηχανισμό και μια δογματική ιδεολογία. Εντούτοις, δύο δεδομένα δυσκολεύουν αυτή την προσπάθεια: το πρώτο είναι ότι ο Κασσελάκης επαναλαμβάνει αυτόν τον στόχο σταθερά εδώ και έναν χρόνο χωρίς να προχωρά πέρα από την αναπαραγωγή διχασμών και διασπάσεων. Και, το δεύτερο, ότι αυτή η τελευταία απόπειρα μοιάζει πολύ με απονενοημένο διάβημα εν όψει της για πρώτη φορά ορατής πιθανότητας να χάσει το κόμμα.

Η Τρίτη ήταν έτσι κι αλλιώς μια πολύ δύσκολη μέρα για το στρατόπεδο Κασσελάκη, που έβαλε πολλά καθήκοντα μέσα στη μέρα και δεν διεκπεραίωσε τελικά κανένα. Η νέα προσπάθεια συμφιλίωσης με τον Παύλο Πολάκη, με δημόσιο μεσολαβητή τον Νίκο Παππά, όχι απλά απέτυχε αλλά οδηγεί πλέον σε μια δυσάρεστη εικόνα υπτίμησης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίζεται κάθε μέρα σαν να παρακαλά τον βουλευτή Χανίων να τον συγχωρέσει, με τον τελευταίο να παραμένει ανένδοτος και ενίοτε προσβλητικός. Η υπόθεση της διαγραφής Σπίρτζη, που είχε φτάσει στην Επιτροπή Δεοντολογίας, έδωσε την ευκαιρία στον πρώην υπουργό να εξαπολύσει νέες επιθέσεις περιφρόνησης προς το κόμμα. Ενώ ανάμεσα σε όλα αυτά, δεν υπήρξε καμία εξέλιξη στην υπόθεση του δανείου που θα ανακοινωνόταν την ίδια μέρα προκειμένου να πληρωθούν οι υποχρεώσεις στα κομματικά Μέσα, με άγνωστες συνέπειες.

Μετά από όλα αυτά είναι μάλλον προφανές, ότι το αρχικό ερώτημα, αν αυτή είναι η τελευταία εβδομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, τείνει να είναι ρητορικό. Το κόμμα αυτό έχει πάψει να υπάρχει καιm αν εξακολουθεί να μαίνεται μια μάχη για τη σφραγίδα, αυτή αφορά τα «έπιπλα» που τη συνοδεύουν: γραφεία, Μέσα και -κυρίως- την κρατική χρηματοδότηση, η οποία μέχρι τις επόμενες εκλογές θα αντιστοιχεί σε ένα κόμμα του 18%.

Το Σάββατο, στην Κεντρική Επιτροπή, θα έχουμε μια πρώτη εικόνα σχετικά με το ποιοι θα διεκδικήσουν αυτή τη σφραγίδα, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το –με απόσταση από το δεύτερο– πιο φθαρμένο brand name στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οι «87» του Τσίπρα είναι εντελώς βέβαιο ότι θα καταθέσουν πρόταση μομφής εναντίον του Κασσελάκη. Ο Παύλος Πολάκης έχει εκτεθεί ήδη πολύ εναντίον του, ώστε αρκετοί να θεωρούν ότι δεν μπορεί να κάνει πίσω –όμως ο βουλευτής Χανίων είναι επίσης και απρόβλεπτος. Οι συσχετισμοί στην Κεντρική Επιτροπή είναι κάπως μπερδεμένοι, όμως είναι πολύ πιθανό το άθροισμα των υποστηρικτών του Πολάκη με τους «87» (που υποστηρίζουν ότι είναι πάνω από 100), να αρκούσε για την ανατροπή του πρoέδρου. Ομως δεν είναι ένα πολιτικό άθροισμα. Αν μια συμμαχία αυτών των δύο πλευρών έστελνε τον ΣΥΡΙΖΑ σε εσωκομματική εκλογή, ο Πολάκης θα ήταν υποψήφιος και η πλευρά των «87» θα κατέβαζε άλλον –σε αυτή τη φάση μοιάζει αρκετά πιθανή μια υποψηφιότητα Φάμελου.

Θέλουν όλες αυτές οι πλευρές να δώσουν μια τέτοια μάχη; Το εκλογικό πάθημα της Νέας Αριστεράς βάζει τους «87» σε σκέψεις. Οι ψηφοφόροι δεν αγαπούν αυτούς που φεύγουν από τα κόμματα επειδή ηττήθηκαν στις εσωκομματικές εκλογές. Ποτέ στην Ιστορία μια τέτοια επιλογή δεν δικαιώθηκε. Ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Καμιά φορά είναι προτιμότερο να φύγεις πριν ηττηθείς. Στην ομάδα των υποστηρικτών του Τσίπρα δεν υπάρχει ομοφωνία πάνω σε αυτό το ζήτημα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που άρχισε έντονα να απασχολεί την ελληνική κοινωνία μετά το 2007, απογειώθηκε το 2012 με τον κόσμο στους δρόμους ενάντια στις μνημονιακές δανειακές συμβάσεις και κυβέρνησε από το 2015 έως το 2019 μακριά από τις εξαγγελίες του, δεν υπάρχει πια. Ανήκει στην Ιστορία. Οσοι τσακώνονται στο εσωτερικό του αυτή τη στιγμή, διεκδικούν καλύτερη θέση στην αφετηρία για κάτι άλλο. Αριστερό, κεντροαριστερό, λαϊκό, «ριζοσπαστικό» ή «σύγχρονο», αλλά πάντως άλλο από εκείνο το κόμμα που λεγόταν ΣΥΡΙΖΑ και πρωταγωνίστησε για 15 χρόνια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και σήμερα κανείς δεν το επικαλείται.