O Παύλος Κοντογιαννίδης, εμβληματικός ως Μπαλούρδος-ταξιτζής στο θρυλικό πια «Bios + πολιτεία» του Νίκου Περάκη | ΣΤΕΦΙ ΙΙ/CreativeProtagon
Απόψεις

Ιστορίες με τους ταξιτζήδες της Αθήνας

Μόνο αν είσαι γυναίκα που δεν οδηγεί ξέρεις τι εστί «κίτρινη φυλή» στους δρόμους της πόλης. Με αφορμή την πρόσφατη δικαστική διαμάχη των «παραδοσιακών οδηγών» με την εταιρεία Beat, είπα να θυμηθώ τις καλύτερες στιγμές που έχω περάσει καθισμένη στο πίσω κάθισμα. Λες και τις ξέχασα ποτέ...
Αστερόπη Λαζαρίδου

-Ελεύθερος;;

-Οχι…Παντρεμένος…

Οποιος έχει πάρει έστω μία φορά στη ζωή του ταξί, γνωρίζει αυτό το κλασικό αστειάκι, που περικλείει όλη τη φιλοσοφία της σύντομης αλλά επεισοδιακής σχέσης που δημιουργείται ανάμεσα σε εσένα που ψάχνεις απεγνωσμένα έναν «ελεύθερο» οδηγό, και σε εκείνον, που καθισμένος στην πλεονεκτική θέση του οδηγού, μπορεί να σου κάνει πλάκα στη μέση του δρόμου.

Μόνο αν είσαι γυναίκα που δεν οδηγεί ξέρεις τι εστί «κίτρινη φυλή» στους δρόμους της πόλης. Με αφορμή την πρόσφατη δικαστική διαμάχη των «παραδοσιακών οδηγών» με την εταιρεία Taxibeat, είπα να θυμηθώ τις καλύτερες στιγμές που έχω περάσει καθισμένη στο πίσω κάθισμα. Λες και τις ξέχασα ποτέ…

Ας ξεκινήσω με το αυτονόητο, για να μην υπάρξουν (πολλές παρεξηγήσεις): εννοείται ότι όπως σε κάθε επάγγελμα, έτσι και στο συγκεκριμένο, υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί επαγγελματίες, εκείνοι που θα σε εξυπηρετήσουν κι εκείνοι που θα παίξουν με την υπομονή, τα νεύρα και ενίοτε, με την ίδια τη λογική σου.

Δεν ξέρω αν είμαι πολύ άτυχη, πάντως στην πλούσια καριέρα μου ως επιβάτης ταξί -στηρίζω δυναμικά τον κλάδο εδώ και τουλάχιστον μία εικοσαετία-, έχω δυστυχώς συναντήσει περισσότερους αγενείς, παρά ευγενείς ανθρώπους πίσω από το τιμόνι. Υπήρξαν κάποιοι που με έκαναν να γελάσω, να νιώσω καλύτερα λέγοντας τον πόνο μου σε έναν άγνωστο που απλά θα με πάει εκεί που πάω και δεν θα τον ξαναδώ, που μου έφτιαξαν το κέφι.

Υπήρξαν όμως και κάποιοι άλλοι, που μου έχουν μείνει αξέχαστοι για όλους τους λάθος λόγους. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν μπήκε το (τότε λεγόμενο) Taxibeat στη ζωή μας, θεώρησα ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη εφεύρεση μετά τον τροχό. Αυτομάτως ένιωσα μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς είχα σίγουρα να κάνω με πιο ευγενικά άτομα, είτε επειδή είναι έτσι από τη φύση τους, είτε επειδή φοβούνται την κακή μου online αξιολόγηση.

Ακολουθούν μερικά μόνο από τα ενσταντανέ του δρόμου, με κάποιους ταξιτζήδες  που έχω συναντήσει και δυστυχώς, με έκαναν να νιώθω μεγαλύτερη ανασφάλεια εντός, παρά εκτός αυτοκινήτου, ακόμη κι αν βρισκόμασταν σε ερημικό δρόμο και ήταν 4 τα ξημερώματα.

Εχουμε για παράδειγμα τα κρούσματα ρατσισμού. Ζώντας στα μαγευτικά Κάτω Πατήσια, ειδικά προ οικονομικής κρίσης, άκουγα πολύ συχνά τέτοιου είδους ανθρωπιστικά σχόλια από ταξιτζήδες που δυσανασχετούσαν με τη γειτονιά μου: «Εδώ μένεις; Μες στους κωλαραπάδες; Και με πας από τα βρωμόστενα; Δεν μπαίνω εκεί μέσα, θα σε αφήσω επί της Αχαρνών». (Ενώ ήταν αργά το βράδυ).

Εγώ από τη μεριά μου, καθώς δεν είμαι συνηθισμένη να μην απαντώ σε τέτοιες συμπεριφορές, είχα την εξής έτοιμη απάντηση: «Ωραία. Την επόμενη φορά να βάλεις απέξω ταμπέλα ότι πας μόνο Εκάλη». Σαστισμένοι από «το κοριτσάκι που βγάζει γλώσσα» στο πίσω κάθισμα, ανταπαντούσαν στο ανάλογο με το αρχικό τους ύφος: «Σου χουν πει ότι λες πολλά; / Εσύ με τέτοια γλώσσα δεν θα παντρευτείς ποτέ» και διάφορα άλλα, που θα μας τα κόψει η λογοκρισία αν τα γράψω.

Εχουμε και τους φιλάσθενους. «Μπορώ να ανοίξω το παράθυρο;» ρωτάω συχνά τον οδηγό καθισμένη πίσω. «Οχι. Θα κρυώσω». Κι εγώ θα σκάσω. Ή από τη ζέστη, ή από τη μπόχα. (Αλλη μεγάλη πληγή το ζήτημα της καθαριότητας σε ουκ ολίγα ταξί και ταξιτζήδες). Ακόμη αναπολώ εκείνο το ταξίδι στη Ρώμη, πίσω στο 2002, όταν οι ιταλοί οδηγοί ήταν λες και τους είχαν νοικιάσει από πρακτορείο μοντέλων. Ο ένας πιο ωραίος από τον άλλο, με κοστούμι και καλογυαλισμένα παπούτσια. Εδώ, είναι πολλές φορές που δεν ισχύουν ούτε τα στοιχειώδη: ένα αποσμητικό σώματος και ένα αποσμητικό χώρου.

Εχουμε και τους εχθρούς του χάρτη. Αυτοί μάλλον είναι τέρατα αυτοπεποίθησης, θεωρούν ότι ξέρουν την Αθήνα απέξω κι ανακατωτά. Ελα όμως που θα έρθει η στιγμή να πας σε μία οδό κάπου στου διαόλου τη μάνα, που δεν θα την έχει ποτέ ακούσει ο ταξιτζής που έτυχε να σταματήσει όταν εσύ σήκωσες ανίδεη το χέρι. Πλέον δεν την ξαναπατάω. Οταν πάω κάπου που δεν ξέρω πού ακριβώς είναι, ρωτάω πάντα προτού επιβιβαστώ: «Εχετε GPS;». Η καταφατική απάντηση ΔΕΝ μου αρκεί. Σκύβω το κεφάλι για να το δω και να τσεκάρω ότι το έχουν ανοιχτό.

Πόσες και πόσες φορές έχω χαθεί σε περιοχές όπως η Πεύκη και το Μαρούσι επειδή ο πονηρός οδηγός με είχε ξεγελάσει. Μπορεί να είχε GPS, αλλά είχε τη συσκευή κλεισμένη και σβησμένη μέσα στο ντουλάπι – «κάτι έχει, είναι ελαττωματικό, δεν μου το έχουν συνδέσει ακόμα». Και σα να μην έφτανε αυτό, δεν έχει ούτε τον πατροπαράδοτο χάρτινο χάρτη. Οταν αρχίσω να ωρύομαι, η απάντηση είναι πάνω κάτω η εξής: «Είσαι υστερική, τι κάνεις έτσι, θα ρωτήσουμε στο περίπτερο».

Α, να μην ξεχάσω και την ξεχωριστή υποομάδα, που ενώ έχει GPS συνδεδεμένο, είτε δεν μπορεί να προσανατολιστεί με τίποτα, είτε είναι ανορθόγραφος και δεν ξέρει πώς γράφεται η οδός που ζητάω. Κάποτε πάσχιζα να γράψω «Κοσμά Αιτωλού» κάνοντας ακροβατικά από το πίσω κάθισμα.

Κι αν αναρωτιέστε προς τι η εμμονή μου με το πίσω κάθισμα, είναι επειδή έχουμε και τους Καζανόβες της Ασφάλτου. Οπως τον ερωτύλο που επέμενε να με τραβήξει φωτογραφία κάνοντας λιγούρικα σχόλια του τύπου «πω πω κάτι ματάκια, πω πω κάτι χειλάκια;».

Μυστικό: έχω από άποψη παλιομοδίτικο κινητό, χωρίς καμία πρόσβαση στην τεχνολογία. Κάθε φορά όμως που είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου αργά το βράδυ, βάζω τους φίλους μου να μου καλέσουν Beat.

Οσο για τις φωτεινές εξαιρέσεις που έχω συναντήσει, ένας ήταν εκείνος που μου έμεινε πραγματικά αξέχαστος, λέγοντάς μου την εξής υπέροχη ατάκα, ένα βράδυ, αφού του είχα αφηγηθεί πώς είχα κινδυνεύσει κάποιο άλλο βράδυ, από κάποιον «συνάδελφό» του: «Εσύ τώρα, πήρες ένα φαγητό σε πακέτο μετά την έξοδό σου και πας στο σπίτι σου. Μένεις μόνη σου, άρα εγώ θα είμαι η τελευταία σου “καληνύχτα”. Εμείς οι ταξιτζήδες λέμε πολύ συχνά την τελευταία καληνύχτα σε τόσο κόσμο. Είναι μεγάλη τιμή αυτό. Οφείλουμε να το ξέρουμε».