«Στο ταμείο είσαι ένα τίποτα. Υπάρχει πολλή κατάθλιψη σ’ αυτή τη δουλειά, σε αγνοούν οι πάντες: και οι μάνατζερ και οι πελάτες. Eπειτα από λίγο, πείθεσαι πως είσαι ένα τίποτα».
Ηταν πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, όταν το δήλωνε δημοσίως η γαλλίδα Αν Σαμ, επί σειρά ετών ταμίας σε γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ. Ανυποψίαστη ακόμη για τη μάχη εμπροσθοφυλακής που έμελλε στις κυρίες –ναι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, γυναίκες– των ταμείων στους καιρούς του κορονοϊού, η Σαμ αφηγείτο τον καημό της για μια από τις πιο άχαρες και κακοπληρωμένες δουλειές της σύγχρονης αγοράς. Απόφοιτη του Πανεπιστημίου της Ρεν, με πτυχίο Λογοτεχνίας (χωρίς να καταφέρει να βρει ανάλογη δουλειά), διέθετε τα εργαλεία που απαιτούνταν για να περιγράψει γλαφυρά τη δύσκολη καθημερινότητά της, ξεμπροστιάζοντας πολλούς από τους πελάτες, από όλους εμάς, και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε την ώρα της πληρωμής : κούραση, τενοντίτιδες, λουμπάγκο, επιτακτική ανάγκη για χαμόγελα, στωικότητα απέναντι σε αγενείς ατάκες, περιφρόνηση –με αποκορύφωμα εκείνη την ανεκδιήγητη μάνα, που ένα ωραίο πρωί έτεινε το δάχτυλο προς την εργαζόμενη, προς παραδειγματισμό της κόρης της– έπρεπε να διαβάζει τα μαθήματά της, αν δεν ήθελε να καταλήξει ταμίας.
Η Αν άνοιξε προσωπικό ιστολόγιο, blog υπό τον τίτλο «Τα βάσανα μιας ταμία», με εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, και μετά συνέγραψε βιβλίο που έκανε θραύση, με 19 επανεκδόσεις και περισσότερα από 100.000 αντίτυπα. Αλλαξε ζωή. Οι υπόλοιπες;
Ταμίες (και μαζί τους ντελιβεράδες, υπάλληλοι ταχυδρομείων, κούριερ, οδοκαθαριστές) σχηματίζουν τον κύριο κορμό του στρατεύματος που ανθίσταται στον φόβο, για να κρατήσει ζωντανή την καθημερινότητά μας, σε πόλεις παράλυτες από την απειλή, ενίοτε και πόλεις-φαντάσματα, σε 180 χώρες του πλανήτη – όσες μετρούν κρούσματα.
«Μια στιγμή, ξέχασα να τα ζυγίσω!», «Μα καλά, δεν έχετε ρέστα από 100ευρο;», «Οχι από αυτές τις σακούλες, από τις άλλες να μου δώσεις», «Περιμένουμε τόση ώρα! Δεν υπάρχει άλλος να κάνει ταμείο εδώ μέσα;». Κι ύστερα ήλθε ο ιός. Με κίνδυνο προφανή από την επαφή με τόσο κόσμο, τόσο που κάνει το οκτάωρο ασήκωτο. Μετρούν κι αυτές γονείς ηλικιωμένους, οικογένειες με ευάλωτα μέλη.
Με γάντια, μάσκες (όχι πάντα κατ’ απαίτηση του εργοδότη, ευτυχώς σε σούπερ μάρκετ-εξαιρέσεις) και κείνα τα ταμπελάκια με το όνομά τους στο μπούστο – το ξέχασες κιόλας!
Σχεδόν άοπλες, μα αήττητες απέναντι σε καταναλωτές χωρίς συνείδηση – με σαλιωμένα χαρτονομίσματα, ρυπαρές κάρτες, βήχα χωρίς αιδώ μπροστά στη μούρη. Σχεδόν αόρατες, μα χαλκέντερες μπροστά στον εχθρό του αγοραστικού πανικού. Με ανυπολόγιστη προσφορά στις συμμαχικές δυνάμεις. «Ευχαριστούμε και ευγνωμονούμε όλους αυτούς που θα ήθελαν να είναι σπίτι τους αλλά δεν μπορούν»: ο Νίκος Χαρδαλιάς, υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, τις «είδε» κι αυτές. Κι αν εφευρεθούν παράσημα, διάσημα, εύφημες μνείες και υποθήματα για τη συμβολή τους στη διατήρηση μιας κανονικότητας εν καιρώ πολέμου, είναι σίγουρο, θα τους τα απονείμει (χώρια στους ήρωες με τις λευκές τις μπλούζες).
Οχι, οι ταμίες των σούπερ μάρκετ δεν έχουν καιρό να γράψουν ημερολόγιο καραντίνας. Οι μέρες τους περνούν με τον μονότονο, επαναληπτικό ήχο του σκαναρίσματος προϊόντων. Αναχαιτίζοντας τη λαίλαπα του αντισηπτικού, μετρώντας ρολά χαρτιού υγείας, κάνοντας υποδείξεις σε όσους δεν τηρούν τις αποστάσεις ασφαλείας στην ουρά.
Ποιος να το περίμενε… Στον ολοκληρωτικό πόλεμο που ζούμε, εκπρόσωποι του μόχθου έγιναν πρόσωπα-κλειδιά, και μαχήτριες πολύτιμες του Covid-19. Κι όχι μόνο για εμάς, τους «πελάτες», για να μη μας λείψουν τυριά, σοκολάτες και μπαχάρια, αλλά και για τους εργοδότες τους. Τους βγάζουν ασπροπρόσωπους, καθώς (τα δικά τους) καταστήματα ηλεκτρονικών παραγγελιών καταρρέουν μπροστά στη ζήτηση, αποδεικνύονται αναιμικά στην κεραυνοβόλο συγκυρία. Σταθερή αξία τα χέρια στα ταμεία.
Αυτός άλλωστε δεν είναι αγώνας ταχύτητας, μοιάζει με μαραθώνιο κι αγώνα αντοχής. Με διεύρυνση ωραρίου και δουλειά τις Κυριακές. Με ρυθμούς που εξουθενώνουν και καταπονούν και ψυχολογικά όρια που υπάρχουν για να ξεπερνιούνται. Την επομένη φορά, που στα μπαλκόνια θα ακουστούν χειροκροτήματα, κάποια θα ‘ναι σίγουρα γι’ αυτές. «Ο κορονοϊός φέρνει μπαράζ προσλήψεων στα σούπερ μάρκετ», λένε οι τίτλοι. Πυκνό χειροκρότημα, να τους πιάνει όλους, όλες.
«On her their lives depend» (Από αυτήν εξαρτάται η ζωή τους) έγραφε κάποτε μια αφίσα του Μεγάλου Πολέμου, απεικονίζοντας μια γυναίκα να φοράει τον σκούφο της, έτοιμη να πιάσει βάρδια σε εργοστάσιο κατασκευής βαρέων πολυβόλων. Κάπως έτσι, διασταλτικά, με παράφραση και αίτημα επιείκειας για τον συνειρμό, «από αυτές εξαρτάται η ζωή μας».