Ο Αντρέα Μποτσέλι στη μνημειώδη εμφάνισή του έξω από τον καθεδρικό ναό του πληττόμενου από τον κορονοϊό Μιλάνου | REUTERS/Alex Fraser
Απόψεις

«Ημουν τυφλός, μα τώρα βλέπω»

Ο διάσημος ιταλός τενόρος Αντρέα Μποτσέλι έδωσε ίσως την πιο μεγαλειώδη, μοναχική «συναυλία» που έχει γίνει ποτέ, «αγκαλιάζοντας την παλλόμενη καρδιά της πληγωμένης Γης μας»
Χρήστος Μιχαηλίδης

Ενας τραγουδιστής μόνος του, μέσα σε έναν έρημο, επιβλητικό καθεδρικό ναό, τον Ντουόμο του Μιλάνου, συνοδευόμενος μόνο από έναν μουσικό στο εκκλησιαστικό όργανο, καθήλωσε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Πέραν των 13 εκατ., ζωντανά, που έφτασαν τα 25 εκατ. στο YouTube, όπου έχει αναρτηθεί.

Κυριακή του Πάσχα των Καθολικών, ο ιταλός τενόρος Αντρέα Μποτσέλι, έχοντας αποδεχτεί πρόσκληση του δημάρχου της πόλης Τζιουζέπε Σάλα, έδωσε σε αυτό το Πάσχα της πανδημίας μια διάσταση διαφορετική απ’ ό,τι έχουμε ζήσει ως τώρα. Διάσταση οικουμενική, αλληλεγγύης και ελπίδας, στους πιο δύσκολους καιρούς που έχουν ζήσει οι περισσότερες γενιές των ζώντων ανθρώπων σήμερα.

Πριν εισέλθουμε στον ναό, εικόνες βουβές μάς μετέφεραν στις πιο βαριά πληγωμένες από τον κορονοϊό πόλεις της Ιταλίας. Το Μπέργκαμο, την Μπρέσια, την Πάβια, την Μπολόνια. Νέκρα.

Η εικόνα του, η φωνή του, άγγιξαν με τον πιο δυνατό τρόπο τα όποια μηνύματα αντλεί ο καθένας από την πίστη του, την περιπέτεια, αγωνία, ελπίδα του, μέσα σ’ αυτήν την καταιγίδα του πόνου, του φόβου και της ανησυχίας.

Τον έβλεπαν, ταυτόχρονα, εκατομμύρια άνθρωποι όπου Γης. Αυτός, κανέναν. Από μικρός που έχασε την όρασή του, ο κόσμος του ήταν μόνο μια αίσθηση. Αλλά αυτό το «μόνο», για εκείνον ήταν και παραμένει «πολύ». Το κατάφερε αυτό ο ίδιος. Το μεγάλωσε με τις ελάχιστες μνήμες που είχε από σκιώδες πρόσωπο, από τη γέννησή του το 1958, ως την οριστική απώλεια της όρασής του στα 12 του χρόνια.

Ομως, το μεγάλωσε κυρίως, αυτό το «μόνο», με την Τέχνη του – το δώρο της φωνής που του χάρισε ο Θεός. Κι όποιος πιστεύει πως δεν υπάρχει Θεός, ας δοκιμάσει να το πει στον Μποτσέλι και σε όσους νιώθουν την παρουσία Του εκεί όπου η λογική δεν μπορεί να δώσει εξήγηση.

«Τη μέρα που γιορτάζουμε την πίστη μας σε μια ζωή που θριαμβεύει, είναι τιμή μου που μπόρεσα να απαντήσω αμέσως “ναι” στην πρόσκληση της πόλης και του Duomo του Μιλάνου. Πιστεύω στη δύναμη της κοινής προσευχής. Πιστεύω στο χριστιανικό Πάσχα, ένα παγκόσμιο σύμβολο αναγέννησης που όλοι –ανεξάρτητα από το αν είναι πιστοί ή όχι– χρειαζόμαστε αυτήν την ώρα. Χάρη στη μουσική, που μεταδίδεται ζωντανά, φέρνοντας κοντά εκατομμύρια χέρια που ενώνονται σφικτά παντού στον κόσμο, εμείς θα αγκαλιάσουμε αυτήν την παλλόμενη καρδιά της τραυματισμένης Γη μας, αυτήν την υπέροχη διεθνή μετ’ εμποδίων προσπάθεια που δίνει νόημα στην ιταλική περηφάνια. Το γενναίο, ενεργό Μιλάνο και ολόκληρη η Ιταλία, θα ξαναγίνουν ένα νικητήριο μοντέλο, μια μηχανή αναγέννησης στην οποία όλοι ελπίζουμε. Θα το βιώσουμε αυτό το μυστήριο της γέννησης και αναγέννησης απόψε, εδώ στο Duomo, γιορτάζοντας το Πάσχα».

Αυτά ήταν τα λίγα λόγια που είπε εκεί, μόνος μέσα στον ναό, πριν αρχίσει να τραγουδά τους δοξαστικούς ύμνους που επέλεξε. Από το «Panis Angelicus» του Σεζάρ Φρανκ και το «Ave Maria» του Γκουνό, σε διασκευή από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μέχρι και το «Sancta Maria», διασκευασμένο στο Ιντερμέτζο από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Pitero Mascagni, και το «Domine Deus» του Τζοακίνο Ροσίνι.

Ακίνητος και μεγαλοπρεπής. Μέχρι που βγήκε από τον ναό, βαδίζοντας επάνω σε μια γραμμή, που σίγουρα την ένιωθε, ως το μικρόφωνο, έξω στη μέρα που ακόμα κρατούσε το λίγο φως της, τόσο, για να σβήσει μέσα σε αυτήν το παγκόσμιο «Amazing Grace» του Τζον Νιούτον.

 

Κι όσο ακουγόταν αυτό, βλέπαμε ζωντανές σκηνές από διάφορες πόλεις πληγωμένες. Ενα μόνο αυτοκίνητο να περνά δίπλα στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι. Δυο-τρία μπροστά από την Πλατεία του Τραφάλγκαρ στο Λονδίνο, όπου αργεί πιο πολύ να νυχτώσει. Κι όλη αυτή η συγκλονιστική μοναξιά να σβήνει μέσα στον ακροτελεύτιο στίχο του τραγουδιού: «Ημουν τυφλός, μα τώρα βλέπω».