| CreativeProtagon
Απόψεις

Ημέρα (επανεξέτασης) Μνήμης Ολοκαυτώματος

«Οτιδήποτε κοιτάς κατάματα δεν σημαίνει ότι μπορεί να αλλάξει, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει μέχρι να το κοιτάξεις κατάματα». Αν μία κοινωνία δεν αποστρέψει το βλέμμα της από το παρελθόν, μπορεί και να αλλάξει προς το καλύτερο το μέλλον της. Ένας τόπος μνήμης δεν είναι απλά μία ταμπέλα υπενθύμισης, είναι ένας καθρέφτης  
Νίκος Καραμαλέγκος

«Οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στην Ιστορία και η Ιστορία παγιδευμένη στους ανθρώπους» έχει γράψει σε κάποιο δοκίμιό του ο αφροαμερικανός συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντουιν. Η μνήμη είναι ένα βάρος για ομάδες ανθρώπων που η ιστορία τούς έχει σημαδέψει ανεξίτηλα, ένα βάρος όμως που συνήθως δεν αρνούνται να σηκώσουν. Από την άλλη, όσοι είχαν την τύχη μιας συγκριτικά περισσότερο γενναιόδωρης αντιμετώπισης της Ιστορίας, τοποθετούν τη μοίρα των πρώτων εκτός της δικής τους συλλογικής μνήμης, παρόλο που μπορεί να συμπορεύονταν σαν μέλη ενός ευρύτερου συνόλου. 

Η 27η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως η Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Η ίδια ημέρα έχει καθιερωθεί από το 2005 με απόφαση της Βουλής και στην Ελλάδα ως «Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος». Η σημασία μία τέτοιας ημέρας για τα θύματα και τους απογόνους τους, όπως και για όλους τους Εβραίους, είναι αυτονόητη. Αλλά για όσους δεν είναι Εβραίοι, τι μπορεί να σημαίνει μία τέτοια ημέρα; Για τι είδους στοχασμό είναι ευκαιρία; Συνήθως οι φωτογραφίες της συγκεκριμένης περιόδου προκαλούν σε αυτούς οίκτο για τα θύματα και αποτροπιασμό για τους θύτες. Θα ήταν ενδιαφέρον όμως εάν το κάδρο της φωτογραφίας εκτός από τα θύματα και τους θύτες είχε και τους εξωτερικούς παρατηρητές. Τι σκέψεις και τι συναισθήματα θα μπορούσαμε να διακρίναμε αν βλέπαμε τους ανθρώπους που παρατηρούσαν χωρίς να συμμετέχουν; Ποιο μυστικό θα βλέπαμε στα μάτια τους;

Και στα πλαίσια της ελληνικής πραγματικότητας, τι σκέφτονταν οι Ελληνες Χριστιανοί που δεν φαίνονται στη χαρακτηριστική φωτογραφία από την Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη, που απεικονίζει τους έλληνες εβραίους άνδρες να εξευτελίζονται από τις δυνάμεις κατοχής το Σάββατο 11 Ιουλίου 1942; Τι σκέφτονταν άραγε, για να πάμε και λίγα χρόνια αργότερα, οι Χριστιανοί όταν έβλεπαν τους Εβραίους που επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης να βρίσκουν τα σπίτια τους κατειλημμένα; Η συλλογική μας μνήμη έχει αρχειοθετήσει μεροληπτικά τα γεγονότα του παρελθόντος, ώστε να μην ανασύρονται εύκολα. 

Η αντίληψη για τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα είναι μάλλον αντιφατική. Ενώ το Ολοκαύτωμα προκαλεί ευρέως αποτροπιασμό, ο αντισημιτισμός στην ελληνική κοινωνία είναι διάχυτος, όπως δείχνουν συχνά έρευνες. Είναι σαν να «εκχωρούμε» το Ολοκαύτωμα σε κάτι ανοίκειο, σαν να το αποσυνδέουμε από τις αιτίες του. Αν όμως αποδίδεται σε τέρατα, είναι πιθανό σαν γεγονός να μετατραπεί σε θρίλερ που προκαλεί συναισθήματα και όχι σε Ιστορία που γεννά ερωτήματα.

Στη γερμανόφωνη λογοτεχνία, όπως είναι και αναμενόμενο, έχουν τεθεί τέτοια ερωτήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μία σχετικά πρόσφατη έκδοση στην Ελλάδα (Εκδόσεις Δώμα, Οκτώβριος 2020). Έχει τον τίτλο «Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη» και ήταν το πιο απρόσμενα ενδιαφέρον βιβλίο που διάβασα το τελευταίο διάστημα. Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο Γκρέγκορ Φον Ρετσόρι (1914-1998), γεννήθηκε σε μία γερμανόφωνη οικογένεια της Μπουκοβίνα στην Αυστροουγγαρία (σήμερα ανήκει στη Ρουμανία). Τα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου τα πέρασε στο Βουκουρέστι, στη Βιέννη και στο Βερολίνο, ζώντας και στη συνέχεια μεταφέροντας στο έργο του την αίσθηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της εποχής.

Ο τίτλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προκλητικός. Αλλά στη πραγματικότητα το προκλητικό είναι ότι δεν έχει κάτι το εμφανώς προκλητικό η αφήγηση. Δεν πρόκειται για μία εξομολόγηση προς άφεση αμαρτιών, δεν έχει στόχο την απολογιστική αυτοκριτική. Ο χαρακτηρισμός του αντισημίτη που περιλαμβάνει ο τίτλος δεν κυριαρχεί στις ιστορίες του βιβλίου αλλά τις συνοδεύει (πρόκειται για πέντε ιστορίες, στις οποίες ο αφηγητής-συγγραφέας περιγράφει ισάριθμες φάσεις της ζωής του στις διάφορες πόλεις από στις οποίες έζησε). Ο αντισημιτισμός του αφηγητή και της κοινωνίας στην οποία ανήκει είναι πάντα παρόν στις ιστορίες, χωρίς να αξιολογείται, να αιτιολογείται, πολύ περισσότερο να δικαιολογείται. Ο αφηγητής παρατηρεί παρεμπιπτόντως την Ιστορία να επιταχύνεται δίπλα στη προσωπική του κάθε φορά, σημαντική για τον ίδιο, ιστορία. Ο αντισημιτισμός είναι μία αξιακά ουδέτερη ιδιότητα που την αναγνωρίζει πάνω του, δεν τον καθορίζει και δεν να τον εμποδίζει να συναναστρέφεται Εβραίους, ακόμα και να παντρευτεί Εβραία. 

«Πάντως οι άνθρωποι του δικού μας φυράματος, οι άνθρωποι με παιδεία και αγωγή, δεν χρειαζόμασταν τέτοια βαρύγδουπα επιχειρήματα για να βλέπουμε τους Εβραίους σαν ανθρώπους δευτέρας διαλογής. Ήταν πολύ απλό: δεν μας αρέσανε — ή τέλος πάντων μας άρεσαν λιγότερο απ’ ότι οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Κι αυτό ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο και το να σ’ αρέσουν τα σκυλιά περισσότερο από τις γάτες ή οι μέλισσες περισσότερο από τους κοριούς». Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου συμπυκνώνει μία ιδέα που προκαλεί σάστισμα. Το «ήταν πολύ απλό» είναι μία απλή φράση που υποδεικνύει ότι το  Ολοκαύτωμα ήταν ο επίλογος. Οι φαινομενικά ανώδυνες και ανεπαίσθητες αντιλήψεις ήταν ο πρόλογος.

Στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιες «απλές» ιδέες. Δεν αξιολογούνται και δεν συνδέονται με τα γεγονότα του παρελθόντος. Το πεδίο αναζήτησης είναι μεγάλο και η επέτειος από την Ελληνική Επανάσταση έδειξε ότι υπάρχει θέληση και ενδιαφέρον για να επανεξεταστούν αδιαμφισβήτητες έως τώρα αντιλήψεις για την ιστορία. Η Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος είναι μία ευκαιρία. Όπως και το  Πάρκο Μνήμης, που ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης διαβεβαίωσε ότι θα δημιουργηθεί στην Πλατεία Ελευθερίας (μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι εργασίες με την άδεια της δημοτικής αρχής για τη μετατροπή σε πάρκινγκ).

Πάλι ο  Τζέιμς Μπόλντουιν είχε γράψει: «Οτιδήποτε κοιτάς κατάματα δεν σημαίνει ότι μπορεί να αλλάξει, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει μέχρι να  το κοιτάξεις κατάματα». Αν μία κοινωνία δεν αποστρέψει το βλέμμα της από το παρελθόν, μπορεί και να αλλάξει προς το καλύτερο το μέλλον της. Ένας τόπος μνήμης δεν είναι απλά μία ταμπέλα υπενθύμισης, είναι ένας καθρέφτης.