Τον τελευταίο καιρό διαβάζουμε παραλληλισμούς της κατάστασης μας με της Γερμανίας στα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ. Και πράγματι υπάρχουν πολλά κοινά: τώρα, όπως και τότε, βλέπουμε τους σπασμούς μιας δημοκρατίας που δεν βρήκε τρόπο να υπάρξει αποτελεσματικά, συσσωρεύοντας προβλήματα αντί να τα λύνει, πράγμα που οδήγησε σταδιακά —και υπό την επήρεια, τότε και τώρα, διεθνών συγκυριών— στην οικονομική κρίση, με την συνεπακόλουθη κοινωνική αναστάτωση και την άνοδο των άκρων, που κάνει τις εκλογές μας, της 6ης Μαΐου 2012, να εγκυμονούν εφιαλτικά σενάρια τρόμου.
Θέλω όμως εδώ να κάνω έναν παραλληλισμό που δεν έχει γίνει, όχι τόσο των τελευταίων ετών της γερμανικής δημοκρατίας όσο αυτών που ακολούθησαν, που μεσολάβησαν δηλαδή από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, μέχρι την έναρξη του φοβερού πολέμου που αυτός οραματίστηκε και προκάλεσε. Γιατί αυτό που βρίσκω εντελώς αντίστοιχο με τα τωρινά δικά μας είναι η πλήρης ανικανότητα και η ατολμία των πολιτικών: τότε των πολιτικών του δημοκρατικού Δυτικού κόσμου, και τώρα των ελλήνων πολιτικών, να καταλάβουν επί χρόνια ολόκληρα τι ακριβώς συνέβαινε, να δουν δηλαδή και να προειδοποιήσουν έγκαιρα για την κρίση που ερχόταν και να κάνουν κάτι, τότε και τώρα, για να την αποτρέψουν. Γιατί με ικανότερους και πιο τολμηρούς ευρωπαίους πολιτικούς, η τραγωδία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου κι η υποδούλωση της Ευρώπης, πρώτα στον Χίτλερ, και μετά στον Στάλιν, θα είχε αποφευχθεί. Όπως, αντίστοιχα, με ικανότερους και πιο τολμηρούς έλληνες πολιτικούς, θα είχε αποφευχθεί και η τωρινή κατάντια μας και η επαπειλούμενη ολική καταστροφή.
Tον ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική έπαιζε ακόμη στη δεκαετία του 1930 η πανίσχυρη βρετανική αυτοκρατορία, οπότε οι πολιτικοί της έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στην απραξία της Δύσης. Πολύ λίγοι ανάμεσά τους ήταν φιλοναζιστές, που γνώριζαν τις προθέσεις του Χίτλερ και ψεύδονταν στους πολίτες συνειδητά. Οι υπόλοιποι όμως, οι συντριπτικά περισσότεροι, πήραν τις καταστροφικές τους αποφάσεις οδηγημένοι από το συνδυασμό ατολμίας και αφροσύνης που χαρακτηρίζει τους μεσαίους ανθρώπους όταν βρίσκονται μπροστά σε τερατώδη φαινόμενα, που οι διαστάσεις τους τούς ξεπερνούν. Προεξάρχων ανάμεσα τους ήταν ο Νέβιλ Τσάμπερλεν, πρωθυπουργός της Βρετανίας μέχρι το Μάιο του 1940, στο διάστημα δηλαδή που εκδηλώθηκαν πιο ξεκάθαρα τα βάρβαρα σχέδια του Χίτλερ. Ο Τσάμπερλεν ήταν η ηγετική μορφή στην πολιτική του κατευνασμού (appeasement) που οδήγησε στον πόλεμο. Οι υποστηρικτές της δεν αντέδρασαν στα χρόνια που ο Χίτλερ ανέπτυσσε το τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμού της Γερμανίας, παραβαίνοντας κατάφωρα τη Συνθήκη των Βερσαλιών, αποδίδοντας αφελώς τα κίνητρά του σε αγνό πατριωτισμό. Κι ούτε αντέδρασαν όταν οι Ναζί εισέβαλλαν στις Χώρες του Ρήνου το 1936, και «ενοποίησαν» με το έτσι θέλω τη Γερμανία με την Αυστρία, το 1938. Η κορωνίδα της πολιτικής του κατευνασμού ήταν η υπογραφή της Συνθήκης του Μονάχου, που αποδέχθηκε την αυθαίρετη προσάρτηση από τη Γερμανία μέρους της Τσεχοσλοβακίας, με το επιχείρημα, για μια ακόμη φορά, «ας αφήσουμε τον Χίτλερ να πάρει αυτά, να μη ζητάει περισσότερα».
Για πολλούς λεγόμενους «προοδευτικούς ανθρώπους» εκείνα τα χρόνια, όχι μόνο στη Βρετανία αλλά για τις άλλες δυτικές δημοκρατίες, ο Τσάμπερλεν ήταν σύμβολο ειρήνης, ο πολιτικός που αγωνιζόταν για να σωθεί ο κόσμος από την επικράτηση κάποιων (δυτικών) πολεμοχαρών, το δίχως άλλο ενεργούμενα των «κακών καπιταλιστών», που ορμώμενοι από ανίερα συμφέροντα ήθελαν να εξοπλίσουν τις χώρες τους ώστε να αντιμετωπίσουν τον Χίτλερ με σκληρά μέτρα, που θα οδηγούσαν την ανθρωπότητα σε έναν τελείως αποτρέψιμο, όπως νόμιζαν οι κατευναστές, πόλεμο. Οι πολιτικοί της Βρετανίας αλλά και των άλλων δυτικών χωρών, ακολουθούσαν με χαρά την αγαθή καθοδήγηση του Τσάμπερλεν.
Η μόνη παραφωνία στη χαρά τους προερχόταν από τις προειδοποιήσεις, ενός πάλαι ποτέ ισχυρού βρετανού πολιτικού, πλην τώρα παροπλισμένου, απλού βουλευτή. Αυτός θεωρείτο πια ένας γραφικός τύπος, φωνακλάς και ενοχλητικός. Θα λέγαμε ακριβέστερα: ένα ψώνιο. Είχε αλλάξει στο παρελθόν δυο φορές κόμμα, είχε δημιουργήσει προστριβές στα όποια υπουργεία είχε αναλάβει, και τώρα, αντί να κάτσει ήσυχα σπιτάκι του, ενοχλούσε με άρθρα και ομιλίες, ότι τάχα η εικόνα του Χίτλερ που αποδεχόταν η Δύση, ως ακίνδυνου ιδεαλιστή πατριώτη, ήταν τραγικά λανθασμένη. Αυτός, το ψώνιο, είχε πει το 1930, πριν καν ο Χίτλερ επικρατήσει, ότι ήταν πεπεισμένος ότι «με πρώτη ευκαιρία θα κατέφευγε στα όπλα». Κι όταν ο Χίτλερ πήρε την εξουσία, τον κατήγγελε συνεχώς για την καταστρατήγηση της Συνθήκης των Βερσαλιών, και πίεζε τη βρετανική κυβέρνηση να αναπτύξει την αεροπορία και το στρατό της, γιατί, όπως έλεγε το ψώνιο το 1934, «η διατήρηση της ειρήνης εξαρτάται από την ανάπτυξη ένοπλων εμποδίων σε όποιον την επιβουλεύεται». Το 1936, το ψώνιο προσπάθησε να πείσει τους ηγέτες των Συντηρητικών να ακούσουν τις προειδοποιήσεις του• μάταια. Λίγο μετά είπε: «Η κυβέρνησή μας επιδίδεται στα παράδοξα: αποφασίζει μόνο να είναι αναποφάσιστη, είναι πανίσχυρη στην ανισχυρότητά της, ανυποχώρητη στην υποχωρητικότητά της και υποστηρίζει με σθένος την αδυναμία της». Όταν ο Τσάμπερλεν υπέγραψε τη Συνθήκη του Μονάχου, το ψώνιο είπε στη Βουλή: «Σας δόθηκε η επιλογή ανάμεσα στον πόλεμο και την ατίμωση. Διαλέξατε την ατίμωση, και θα την πληρώσετε με πόλεμο.»
Είχε δίκιο βέβαια: το φθινόπωρο του 1939 ο Χίτλερ εισέβαλλε στην Πολωνία, και η Δύση επιτέλους κατάλαβε. Αλλά ήταν αργά. Σε λίγους μήνες είχαν πέσει, μια μετά την άλλη, όλες σχεδόν οι ελεύθερες δυτικές χώρες—όσες δεν είχαν ήδη συμμαχήσει με τον Χίτλερ. Και τώρα πια, βλέποντας ξαφνικά την καταστροφή, οι πολίτες της Ευρώπης αναρωτήθηκαν: «Μα καλά, εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι, κοιτούσαμε τόσον καιρό τις ζωές μας, τις δουλειές μας. Εσείς, οι πολιτικοί, που είχατε καθήκον να μας κυβερνήσετε με φρόνηση, δε βλέπατε; Κι αν βλέπατε, γιατί δε μιλάγατε; Κι αν δε βλέπατε, πάλι, ποιές είναι οι ευθύνες σας;» Απελπισμένοι, οι πολίτες της Βρετανίας, του τελευταίου οχυρού της ελευθερίας δεν ήξεραν σε ποιον να στραφούν. Ποιος θα αντιμετώπιζε το φοβερό πρόβλημα; Οι ψεύτες, οι άτολμοι και οι άφρονες πολιτικοί, που τους οδηγούσαν τόσα χρόνια ανέμελοι στον γκρεμό;
Υπάρχουν τρομερές αντιστοιχίες της κατάστασης αυτής με την Ελλάδα στην εποχή μας. Επί δεκαετίες ολόκληρες, οι πολιτικοί μας μάς οδηγούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του—οι πολιτικοί των μεγάλων κομμάτων παρέχοντας και ενδίδοντας, και των μικρών, μαζί με τις συντεχνίες και τα ατομικά συμφέροντα, πιέζοντας για όλο και μεγαλύτερες παροχές και ενδοτικότητα—στην καταστροφή. Περιχαρείς, ανυποψίαστοι, άλλοτε ψεύτες, άλλοτε, κλέφτες, όλοι τους όμως άτολμοι και όλοι άφρονες, οι πολιτικοί μας έχουν τη μερίδα του λέοντος της ευθύνης που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Κι εμείς τους ακούγαμε και χαιρόμαστε όταν μας έταζαν κι άλλη υπέροχη (αλλά ψεύτικη) ευμάρεια, που όσο μεγάλωνε, όσο κοντύτερα δηλαδή μας έφτανε στο γκρεμό, τόσο πιο υπέροχη μας φαίνονταν. Δεν ήταν δουλειά μας να ξέρουμε τι γινόταν. Δική τους ήταν. «Για να είναι έτσι ανέμελοι, έτσι χαρούμενοι, κάτι θα ξέρουν», λέγαμε. Και χαιρόμασταν κι εμείς.
Είχαμε και εμείς βέβαια την παραφωνία μας στη γενική χαρά. Είχαμε κι εμείς ένα πολιτικό, ουσιαστικά παροπλισμένο, προχωρημένο στα χρόνια, που είχε αλλάξει δυο φορές κόμμα, που ακριβώς σαν το βρετανό αντίστοιχό του είχε προκαλέσει συγκρούσεις κι αντιπάθειες όποτε ήταν υπουργός, γιατί επέμενε πάντα πεισματάρικα στην άποψή του. Αυτός ο γραφικός πολιτικός, το δικό μας ψώνιο, ήταν που έλεγε, από το βήμα της Βουλής, το 1996, μέσα στη γενική χαρά: «Πάνω από μια δεκαετία η χώρα κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, χωρίς η ελληνική οικονομία να ξεφεύγει από τον επικίνδυνο φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης. Τι φταίει; Τι εμποδίζει την ανάπτυξη; Φταίει ότι ρίξαμε άπειρους πόρους και άφθονη πίστη στην ικανότητα του κράτους να λύσει τα προβλήματα.» (Πώς να μην τον πούμε ψώνιο τον άνθρωπο, που αμφισβητούσε το βασικότερο μύθο μας;) Λίγους μήνες αργότερα, το δικό μας ψώνιο σχολίαζε: «Ο χαρακτήρας και το μέγεθος του κράτους είναι αυτά που μας έκαναν να γίνουμε έτσι. Το κράτος είναι βαθύτατα διεφθαρμένο σε όλες του τις βαθμίδες, εκτός ελέγχου. Κανείς δεν θέλει να τα βάλει μαζί του γιατί όλοι έχουν δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης.» Και συμπλήρωνε, το ψώνιο, με ανατριχιαστική διορατικότητα: «Δεν πρέπει να περιμένουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση να έλθει να μας επιβάλει τα αναγκαία μέτρα. Πρέπει από τώρα να το κάνουμε μόνοι μας. Για να επιτύχουμε καλύτερες ανταγωνιστικές συνθήκες πρέπει να μειώσουμε το κόστος λειτουργίας σε όλες τις κρατικές λειτουργίες.»
Τότε ο γραφικός αυτός πολιτικός ήταν στη Νέα Δημοκρατία, την οποία όμως κατέκρινε: «Το κόμμα μου είναι δυστυχώς της λογικής των μικρών βημάτων, αλλά δε γίνεται πια με μικρά σταδιακά βήματα. Μόνο με ρήξεις θα προχωρήσουμε.» Και κρίνοντας λίγο αργότερα το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, το ψώνιο μας έλεγε: «Η ανάγκη περιορισμού της σπατάλης και της κλοπής στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν θα γίνει με ευχές αλλά με συγκεκριμένα μέτρα. Για παράδειγμα, συζητήθηκε πρόσφατα στη Βουλή η καθιέρωση του συνταγολογίου. Ερώτησα τους αρμόδιους υπουργούς αν μπορούν να πληροφορήσουν τη Βουλή τι ξόδεψαν για φάρμακα το 1996 πέντε μεγάλα νοσοκομεία. Μου είπαν ότι η ερώτησή μου είναι αφελής, γιατί κανένας δε γνωρίζει (προφανώς, συμπληρώνω, διότι κανένας δεν θέλει να γνωρίζει). Αν όμως δεν είναι γνωστή η δαπάνη, πώς θα διαπιστωθεί η μείωσή της;» (Σας θυμίζει τίποτε;)
Πέντε χρόνια αργότερα, το 2002, επί δεύτερης τετραετίας Σημίτη, το ψώνιο προειδοποιούσε: «Τρία είναι τα βασικά προβλήματά μας: Η παιδεία διολισθαίνει συνεχώς προς χαμηλότερα επίπεδα, η δημόσια διοίκηση βρίσκεται σε πλήρη διάλυση, η οικονομία χάνει συνεχώς την ικανότητα της να ανταγωνιστεί. Δεν πάει άλλο. Αν η επόμενη κυβέρνηση συνεχίσει την παρελκυστική τακτική της απερχόμενης, το 2005 και μετά τα προβλήματα θα γίνουν εκρηκτικά και η ελληνική κοινωνία, απροετοίμαστη όπως είναι, θα συγκρουστεί με το αδιέξοδο που, ο πολιτικός κόσμος όρθωσε μπροστά της.» Και δε δίστασε να επαναλάβει το ίδιο στα τέλη του «υπέροχου» για όλους εμάς 2004, ενώ κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία και όλοι ήμασταν πανευτυχείς που παίρναμε ποδοσφαιρικά κύπελλα και (ντοπαρισμένα, όπως απεδείχθη) μετάλλια: «Εδώ και χρόνια επαναλαμβάνω μονότονα και σε όλο υψηλότερους τόνους ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες μας, η διάλυση της Δημόσιας Διοίκησης, και η συνεχής μείωση της ανταγωνιστικότητας».
Όταν η Μεγάλη Βρετανία έφτασε στο μη περαιτέρω, στο χείλος του γκρεμού, το Μάιο του 1940, ξέρετε τι έκανε; Άφησε πίσω της τους ψεύτες, τους άτολμους και τους άφρονες, και γύρισε στο μόνο άνθρωπο που μπορούσε να εμπιστευθεί: αυτόν που της έλεγε τόσα χρόνια την αλήθεια, χωρίς κανείς να τον ακούει. Το ψώνιο. Δηλαδή, το σοφό και γενναίο πολιτικό που τους προειδοποιούσε, χρόνια ολόκληρα, για τον Χίτλερ και τις προθέσεις του και για τους φοβερούς κινδύνους που διέτρεχαν. Το ψώνιο εκείνο, το βρετανικό, το έλεγαν Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Το δικό μας ψώνιο, δηλαδή το δικό μας σοφό και γενναίο πολιτικό, που μας προειδοποιεί εδώ και δεκαετίες για την κατάσταση όπου οδηγούμασταν με μαθηματική βεβαιότητα—αλλά που μόνο εκείνος, ανάμεσα στους πολιτικούς μας έβλεπε—το λένε Στέφανο Μάνο. Τώρα που η Ελλάδα έφτασε στο μη περαιτέρω, τι θα κάνουμε; Θα αναθέσουμε άραγε, όπως φαίνεται ότι ετοιμαζόμαστε, τη λύση των προβλημάτων μας στους ψεύτες, τους άτολμους και τους άφρονες; Ή μήπως θα τολμήσουμε σαν τους Βρετανούς, το 1940…