Παρότι η ύλη έχει συσσωρευτεί και παρότι τα πάθη των ενηλίκων τείνουν, πλέον, να συρρικνωθούν στις οικονομικές τους αναγωγές, η νεότητα – έστω και θυσιασμένη στο βωμό των σκοπιμοτήτων – δεν θα πάψει να επιστρέφει σε συμβολικές ρήξεις και αδιέξοδα. Αυτές οι ηλικίες, που πάντα κάτι έχεις να αποδείξεις, και που ο έρωτας σε παρακινεί να εμφανίζεσαι καλύτερος ή χειρότερος – πάντως, πιο ενδιαφέρων από όσο θα είσαι απ΄ όταν θα έχεις βρει τον εαυτό σου – θα αναμοχλεύουν, ως και την ύστατη στιγμή της νεότητας, μύθους.
Νεαροί φίλοι λοιπόν, μου άνοιξαν πάλι – με αφορμή τις δηλώσεις του Μητσιά για τον πατριωτισμό και την υπευθυνότητα του Σαμαρά – την κουβέντα για τον προοδευτισμό του Χατζιδάκι, εκφράζοντας την απόλυτα εύλογη απορία τους για το πόσο – ακόμα και κορυφαίοι του τραγουδιού – αδυνατούν είτε να απαγκιστρωθούν από πολιτικά πάθη, είτε παρασύρονται από την όσμωσή τους με το σύστημα σε μια εντελώς στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας. Αφού, λοιπόν, συμφώνησα μαζί τους ότι η κουμπαριά εξακολουθεί να είναι το αφροδίσιο νόσημα με τα περισσότερα κρούσματα στη χώρα, προσπάθησα να τους αποσαφηνίσω την έννοια “προοδευτικότητα” με τα δεδομένα της εποχής που έδρασαν οι ήρωές τους, εν προκειμένω ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος.
Αν γυρνούσαμε εξήντα χρόνια πίσω, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να δούμε τη λογική όσων σήμερα μας φαίνονται παράδοξα.
Στο Ζόναρς, μια φορά, Αριστεροί δεν συχνάζανε, ούτε στο πατάρι του Λουμίδη. Όσο και να ακούγεται περίεργο όλη αυτή η παρέα μεγάλων καλλιτεχνών ήταν Δεξιοί, δεν ήταν ασφαλώς ΧIΤΕΣ, ούτε τους προστάτευε το παρακράτος, αλλά ήταν Δεξιοί, γιατί εκεί τους οδηγούσε η αστική τους καλλιέργεια, οι διασυνδέσεις τους, αλλά και τα παραπτώματα και οι δογματισμοί της άλλης πλευράς. Θα πρέπει να πούμε εδώ ότι ούτε ο Λόρκα, παρότι μυθικά τον έχει προσεταιριστεί η Αριστερά, υπήρξε Αριστερός, δεν ήταν ασφαλώς φρανκικός – όπως ο φίλος και, για κάποιο διάστημα, εραστής του Νταλί – αλλά ούτε και Αριστερός. Οι δικοί μας Χατζιδάκις, Γκάτσος, Ελύτης, Τσαρούχης και πολλοί άλλοι σημαντικοί πέριξ αυτών, ήταν Δεξιοί με τον αρτίστικο τρόπο της εποχής τους και της άρνησής τους, κυρίως, να είναι Αριστεροί. Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη των ανθρώπων αυτών στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν θα θεωρούνταν αστική και εκφυλισμένη, αυτό πάλι πού το πας; Tην ίδια στιγμή, βέβαια, τεράστιοι Αριστεροί Έλληνες καλλιτέχνες της άλλης πλευράς υπόφεραν εξευτελισμούς και διώξεις και, φυσικά, περίμεναν τη μεταπολίτευση για να αναγνωριστούν πανελλήνια – και πάλι ανάλογα με το ρεύμα της Αριστεράς που υπηρέτησαν – κάποιοι παρέμειναν εσαεί αφανείς στο ευρύ κοινό. Με το ΠΑΣΟΚ – είναι γνωστό σε όσους τα ζήσανε, αλλά φαίνεται τα κρατήσαν μυστικό από τα παιδιά τους – συνέβη, κυρίως, στις καλύτερες οικογένειες: Δεξιοί και παλικάρια, γίναμε μαλλιά-κουβάρια, δηλαδή, για να λέμε του ανοιχτομάτη το δίκιο, όχι οι καραδεξιοί, ούτε οι καρααριστεροί. Μερικές χιλιάδες χουντικοί και Δεξιοί αξιωματικοί και κρατικοί λειτουργοί πασοκοποιήθηκαν, και χιλιάδες Αριστεροί του λόγγου πασοκοποιήθηκαν βάσει της συναίνεσης του χρήματος και της εξαγοράς μέσω καρέκλας. Η χώρα γνώρισε πραγματικά τη σοβαρότερη ενωτική περίοδο, πέρα από τους πράσινους ήλιους και άλογα και τα «Δεν συνομιλούμε με αποστάτες», του ασυγχώρητου γέρου της λαμογιοκρατίας.
Από τους λίγους Δεξιούς που δεν εξαγοράστηκαν ήταν ο Χατζιδάκις, ο οποίος δήλωνε αναρχικός της εξουσίας, όσο μπορεί να στέκει και πολιτικά κάτι ανάλογο. Και λέω “όσο μπορεί να στέκει”, όχι για να αμφισβητηθεί το ανοιχτόμυαλο του Χατζιδάκι, ούτε η ικανότητά του να περιθάλπει παραβατικούς και αιρετικούς και να ζει κάποιες αποχρώσεις της φαντασίωσης μιας αντιεξουσιαστικότητας που διαχέεται χαριστικά μέσα στις ίδιες τις εξουσιαστικές δομές. Νομίζω κάθε σοβαρός στοχαστής ξέρει τα όρια αυτής της ελευθεριότητας και εξυπακούεται ότι ο Χατζιδάκις θα είχε το ίδιο χοντρό πρόβλημα με τους χρυσαυγίτες σήμερα, όσο είχε με τους τσαμπουκαλεμένους και αγριεμένους Αυριανιστές τότε, που επίσης δέρναν αλλά είχαν και το αφροδισιακό ότι συνουσιάζονταν κιόλας με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Το τελευταίο όμως ήταν εκτός των αισθητικών δεσμεύσεων του Χατζιδάκι, ο οποίος αρνιόταν στους συνδικαλιστές την καλλιτεχνική αίγλη και την ηδονική φρικίαση που αναγνώριζε στους εσατζήδες του Τσαρούχη φερ΄ ειπείν.
Κλείνοντας με τις πολιτικές απόψεις του ίδιου του Γκάτσου, αν ο μεγάλος στιχουργός ζούσε σήμερα, σίγουρα θα θεωρούνταν εθνικιστής από πολλούς αναρχο-τσαρουχικούς. Ο Γκάτσος, λοιπόν, που και βλάχικα ενέθετε ατόφια στους στίχους του και πολλές ντοπιολαλιές, είχε το μέγα προσόν να μη δημοσιοποιείται ο ίδιος πέρα από τα έργα του, κάτι αδιανόητο για τις μέρες μας, επίσης ήταν άκρως πατριώτης σε βαθμό εθνικοφροσύνης, οπότε αν σε περίπτωση που ζούσε και άνοιγε το στόμα του δίκην μιας γεροντικής νόσου, πολύ φοβούμαι ότι θα είχαμε στο πολιτισμικό μας αποχωρητήριο ακόμα μια σοβαρή αφορμή να εκδηλωθούν οι διχογνωμίες μας, ίσως όχι τόσο θεαματική, όσο στην περίπτωση του Θεοδωράκη αλλά, ενδεχομένως, σε μεγαλύτερο βαθος.
Να μην ερμηνεύουμε, λοιπόν, τα μεγέθη, ούτε να τα συρρικνώνουμε στα μέτρα μας, αλλά ούτε να αρνούμαστε να μπούμε στην παράδοξη περιοχή τους. Αυτό το τελευταίο μάλιστα είναι μια πολύ καλή άσκηση και όχι μόνο για καλλιτέχνες και πέριξ αυτών, αλλά για όλους μας. Θα βοηθούσε να αποκτήσει η σκέψη μας όχι απλά προοπτική, αλλά πρισματικότητα. Αλλά υπάρχουν δυο σοβαροί λόγοι που αντιστεκόμαστε στη σκέψη, ό ένας είναι ότι φοβόμαστε να διαρρήξουμε τα πλαίσιά μας που με τόσες τραυματικές εμπειρίες καταφέραμε να αποκτήσουμε και ο άλλος μήπως συναντηθούμε με μας τους ίδιους σε τόπους, χρόνους και με ανθρώπους που δεν θα θέλαμε να το ξέρει κανείς.
*Ο Ισαάκ Σούσης είναι στιχουργός.