Διαβάζοντας ότι η διάθεση των εισιτήριων διαρκείας για την ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία των ιθυνόντων της ομάδας, δεν μπορούμε παρά να έχουμε ανάμεικτα συναισθήματα. Το γεγονός ότι για μία ακόμα φορά ένας τελικός μπάσκετ μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού έληξε με βία, δεν φαίνεται να πτοεί τους φιλάθλους. Άλλωστε δεν έχασε το μπάσκετ ή ο αθλητισμός, έχασε απλά ο Ολυμπιακός. Ή μήπως δεν είναι το τρόπαιο που μετράει και μένει στην ιστορία;
Οι φίλοι του μπάσκετ θα συμφωνήσουν ότι, ανεξάρτητα από το ποιος κέρδισε, οι ομάδες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού είναι πρότυπα πειθαρχημένης δουλειάς, μαχητικότητας και αγωνιστικότητας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία που επιδεικνύουν αυτές οι μεγάλες ομάδες είναι μερικά από τα ιδανικά που προάγει ο αθλητισμός ως αυτοσκοπό. Αυτοσκοπός δεν είναι άλλωστε η νίκη. Από την άποψη των ιδεωδών του αθλητισμού δεν έχει νόημα μία νίκη που είναι για παράδειγμα βασισμένη στο ντόπινγκ, μία νίκη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού για τους συναγωνιζομένους ή μία νίκη που φέρνει χάσμα ανάμεσα στους συναθλητές. Αντιθέτως, ο αθλητισμός είναι μία κοινωνική δραστηριότητα, ουσιαστικά ένα παιχνίδι, με χαμηλό διακύβευμα –δεν είναι δα ζήτημα ζωής και θανάτου- ακριβώς για να υποβιβαστεί η υπέρμετρη προσπάθεια για τη νίκη σε όφελος των ιδανικών της συμμετοχής, της μαχητικότητας και της συναδέλφωσης.
Ακόμα όμως και αν οι ομάδες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού διακρίνονται για τη μαχητικότητα και την αγωνιστικότητά τους, οι ίδιες ομάδες συχνά μας θυμίζουν ότι η νίκη με κάθε κόστος δείχνει πιο σημαντική από κάθε άλλο ιδανικό. Και το περίεργο είναι ότι δεν αναφερόμαστε τόσο στους ιδιοκτήτες των ομάδων ή στους παίκτες που ενδεχομένως αντλούν το εισόδημά τους από τους αγώνες, αλλά κυρίως στους οπαδούς που δεν έχουν να χάσουν ή να κερδίσουν πολλά πέρα από κάποιους πόντους για την αυτοεκτίμησή τους. Μία γρήγορη ματιά στις σελίδες της κοινωνικής δικτύωσης θα μας πείσει ότι η χαρά που αντλούν από την υποστήριξη συγκεκριμένων ομάδων πηγάζει κυρίως από τις διακρίσεις που επιτυγχάνουν, ενώ τίθενται σε δεύτερη μοίρα οι αξίες και τα ιδανικά που πρεσβεύουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως άνθρωποι έχουμε ανάγκη για αυτοεκτίμηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ακόμα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν εγγενή αξία και από εκεί θα έπρεπε να πηγάζει η αυτοεκτίμησή τους. Όμως, αυτού του είδους η αυτοεκτίμηση μάλλον χρειάζεται ένα μεγάλο βαθμό συνειδητοποίησης και αντί αυτής, αποζητάμε κάποιες καθημερινές νίκες: μία νίκη στα χαρτιά, ένα μπόνους στο χώρο εργασίας, μία ερωτική επιτυχία. Πολύ συχνά αποζητούμε αντίστοιχη ικανοποίηση και στις νίκες των ομάδων μας. Ίσως για αυτό το λόγο προστρέχουμε να κοροϊδέψουμε φίλους και εχθρούς για την ήττα της αγαπημένης τους ομάδας, ενώ οι ίδιοι αποφεύγουμε να απαντήσουμε στο τηλέφωνο όταν έχει ηττηθεί η δική μας. Σε αυτές τις περιπτώσεις προάγεται ή πλήγεται η προσωπική μας περηφάνια.
Ενώ όμως πληγώνεται η περηφάνια μας όταν χάνει η ομάδα μας, δε φαίνεται να λαβώνεται όταν παρατηρούμε βίαια έκτροπα στα στάδια. Γιατί αν ίσχυε αυτό, θα ντρεπόμαστε να δηλώσουμε οπαδοί των ομάδων που προάγουν τη βία. Θα σταματούσαμε να ασχολούμαστε με ομάδες που κηρύττουν τη βία ή προάγουν το ντόπινγκ –το οποίο είναι μάστιγα και στα ομαδικά αθλήματα. Θα παύαμε να αγοράζουμε εισιτήρια ή να δίνουμε αξία στις εκδηλώσεις που αδικούν τον αθλητισμό. Ακόμα κι αν σε κάποιο βαθμό υπάρχουν άνθρωποι που απέχουν από τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα εξαιτίας των φαινομένων που αντίκεινται στις θεμελιώδεις αξίες του αθλητισμού, η κίνηση αυτή δεν έχει αποκτήσει μαζικό χαρακτήρα.
Σίγουρα είναι πιο εύκολο να ταυτιστεί κανείς με μία ομάδα παρά με ένα ιδεώδες. Και σίγουρα κάθε επόμενη νίκη επισκιάζει το κάθε προηγούμενο βίαιο επεισόδιο ή την κάθε προηγούμενη πράξη που μας προσβάλλει ως θεατές, ως συμμετέχοντες και ως ανθρώπους. Tόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για αυτοεκτίμηση που είμαστε συχνά παραπάνω από πρόθυμοι να εθελοτυφλήσουμε στην παραβίαση των αθλητικών ιδεωδών για να υποστηρίξουμε -να συνεχίσουμε δηλαδή να ταυτιζόμαστε με- τις «επιτυχίες» της δικής μας ομάδας.
Όταν η αξία της ομάδας μετράται κυρίως με τον αριθμό των βραβείων που έχει στην τροπαιοθήκη της, γίνεται πιο σημαντικό να κερδίσει ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα παρά να διαφυλαχτεί η ειρήνη και η συναδέλφωση. Αν δεν ήταν πιο σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό τους, οι ομάδες αυτές δεν θα έπρεπε να κόβουν πια ούτε ένα εισιτήριο.
*Ο Αλέξης Αρβανίτης και η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού διδάσκουν ψυχολογία στο Οικονομικό Κολλέγιο Αθηνών.