Τις τελευταίες εβδομάδες με διάφορες αφορμές έχει ανακύψει ξανά το θέμα της πιθανής σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ και της όσμωσης με το ΚΙΝΑΛ.
Πρόκειται για μία άτοπη, εκτός πολιτικού -και ιστορικού- τόπου και χρόνου συζήτηση, που δεν λαμβάνει υπόψιν ούτε τη μεγάλη εικόνα (ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία) ούτε τη μικρή (εγχώριες, βαθιές, εκατέρωθεν αντιστάσεις ανάμεσα στους εν δυνάμει συμμάχους) ούτε τα μεγάλα ερωτήματα του μέλλοντος.
Ας δούμε πρώτα τη μεγάλη εικόνα.
Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν υφίσταται. Ή, για να είμαι δίκαιος, υφίσταται κυρίως ως junior partner σε συμμαχικές κυβερνήσεις, π.χ. Γερμανία. Σημαντικός ρόλος, δεν το παραβλέπω, πυλώνας σταθερότητας, αλλά μέχρις εκεί.
Μη βαυκαλιζόμαστε, όμως, ότι υφίσταται σφυγμός.
Υπάρχουν τέσσερις μεγάλες αλλαγές-νέες προκλήσεις για την Κεντροαριστερά, που έχουν ανατρέψει το παραδοσιακό μοντέλο της Σοσιαλδημοκρατίας.
Το πρώτο είναι η ραγδαία εξάπλωση της πολυπολιτισμικότητας.
Η Σοσιαλδημοκρατία αναπτύχθηκε και απέδωσε σε εθνοτικά και πολιτισμικά ομοιογενείς κοινωνίες, με συγκεκριμένες δυνατότητες προσαρμογής και κάλυψης αναγκών για τους «εκτός» του συστήματος παραγωγής και φορολόγησης, ακόμα και στις πιο επιτυχημένες εκδοχές της (σκανδιναβικό μοντέλο).
Οι δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες σήμερα είναι πολύ πιο διαφοροποιημένες από ό,τι ήταν πριν από εξήντα χρόνια και οι συνθήκες που προκαλούν το προσφυγικό και το μεταναστευτικό κάνουν την κατάσταση πιο δύσκολη.
Η προθυμία πλέον μεταφοράς πόρων από μία εθνοτική ομάδα σε μία άλλη, που εισέρχεται με άμεσες ανάγκες και ισότιμες απαιτήσεις, έχει ατονήσει ή, στη χειρότερη, έχει εξελιχθεί σε παράγοντα αντίδρασης, επηρεαζόμενη και από τις διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες κάθε χώρας.
Η δεύτερη πρόκληση είναι το τέλος του φορντισμού.
Σήμερα βλέπουμε πολύ πιο ετερογενείς μορφές εργασίας, όσον αφορά τις δεξιότητες και τα καθήκοντά των εργαζομένων, με επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και γεωγραφικά διάσπαρτων μονάδων. Η ομοιογενής απασχόληση σε ένα μόνο μέρος, οι εργάτες του εργοστασίου, η παραδοσιακή ομάδα-στόχος της Σοσιαλδημοκρατίας, μεταλλάσσεται.
Η τρίτη πρόκληση είναι η δημογραφική αλλαγή.
Η Σοσιαλδημοκρατία ήταν πολύ επιτυχής με τη χρήση του pay as you go συστήματος (διανεμητικό σύστημα) στις χώρες όπου ο πληθυσμός αυξανόταν και ο ενεργός πληθυσμός σε ηλικία εργασίας ήταν μεγάλος.
Πολλοί άνθρωποι εργάζονταν και μετέφεραν εισόδημα στους συνταξιούχους, με την προσδοκία ότι η ίδια συμφωνία θα ισχύει και για εκείνους όταν θα έβγαιναν στη σύνταξη. Αλλά όταν ο πληθυσμός είναι σε πτώση και υπάρχουν πάρα πολλοί συνταξιούχοι σε σύγκριση με τους εργαζόμενους, η διατήρηση της ακεραιότητας του διανεμητικού συστήματος είναι πιο δύσκολη.
Εδώ χρειάζονται δύσκολες απαντήσεις εκ μέρους της Σοσιαλδημοκρατίας σε ερωτήματα όπως η μείωση των συντάξεων, η αύξηση του χρόνου απασχόλησης, κ.λπ.
Η τέταρτη πρόκληση – η αλλαγή
Είναι η πλήρης απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, είτε ως χρηματιστηριακό προϊόν είτε ως επενδυτικός μοχλός στην πραγματική οικονομία, μέσα και από την ανεμπόδιστη διάχυση της τεχνολογίας αιχμής σε όλο τον πλανήτη.
Η Σοσιαλδημοκρατία λειτουργούσε καλύτερα σε πιο κλειστές οικονομίες, με ισχυρή τη βαρύτητα του κράτους τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και κεφαλαίων, κυρίως μέσα από το κρατικό τραπεζικό σύστημα.
Το κεφάλαιο ήταν γενικώς «κλειδωμένο» σε εθνικό επίπεδο και εξαρτιόταν περισσότερο από την κρατική πρωτοβουλία και λιγότερο από την ιδιωτική. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει πια.
Το κεφάλαιο είναι πολύ πιο κινητικό και εάν επιβαρυνθεί με βαριά φορολογία για να παρέχει τα απαραίτητα κονδύλια για τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, θα φύγει είτε σε ανταγωνιστικούς προορισμούς είτε σε… φορολογικούς παραδείσους.
Πέρα όμως, από τις θεωρίες των πολιτικών επιστημών, υπάρχει η βιωματική εμπειρία που διαλύει κάθε ρομαντισμό της «ταμπέλας».
Σήμερα, όσο και αν κάποιοι υπερσυναισθηματικοί αρνούνται να το αποδεχθούν, έχει πάψει να ισχύει, τουλάχιστον για τις νεότερες γενιές, ο κλασικός διαχωρισμός ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά.
Το 1989 πέφτει το Τείχος του Βερολίνου και το 1991 καταρρέουν η Σοβιετική Ενωση και τα άλλα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελειώνει.
Οι ιδεολογικές διαφορές ατονούν έτσι όπως τις γνωρίσαμε για πολλές δεκαετίες. Από τότε έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια.
Επομένως, οι σημερινοί σαραντάρηδες ούτε μνήμες από τις παλιές διαχωριστικές γραμμές έχουν ούτε η έννοια του αριστερού ή του δεξιού είναι καθοριστική για την πολιτική και εκλογική τους προτίμηση.
Θα λέγαμε πως αυτό που περισσότερο χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτικού χάρτη είναι οι διαχωριστικές αποτυπώσεις ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση, στο «ανοικτό» και στο «κλειστό» στη διακυβέρνηση, στον ρεαλισμό και στον λαϊκισμό στον πολιτικό λόγο, στο «νέο» και στο «παλιό» σε επίπεδο πολιτικής νοοτροπίας, κουλτούρας και αντίληψης των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων και αναγκών.
Σήμερα οι ψηφοφόροι, μέχρι 45 ετών, δηλαδή το μισό εκλογικό σώμα, δεν ψηφίζουν με βάση τις παλιές αντιθέσεις και τους ξεπερασμένους διαχωρισμούς.
Η υπό εξέλιξη πρωτοβουλία δημιουργίας ενός νέου ενιαίου φορέα στον χώρο του προοδευτικού Κέντρου, αλλά και κάθε πιθανό νέο κόμμα που θέλει να αφήσει το αποτύπωμά του και όχι μόνο να συσπειρώσει έναν μικρό αριθμό περιχαρακωμένων στα χαρακώματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, θα έχει μέλλον αν προσπεράσει τις ιδεολογικές ταμπέλες και προσανατολιστεί στα επιχειρήματα, στον τεκμηριωμένο και κοστολογημένο προγραμματικό λόγο.
Πάμε τώρα στη μικρή, εγχώρια εικόνα
Κατ’ αρχάς, στη χώρα μας έχει συντελεστεί τα χρόνια της κρίσης μια βαθιά, υπόγεια και για αυτό μη εύκολα εντοπίσιμη από πολλούς ιδεολογική μεταβολή.
Σύμφωνα με την Public Issue, οι διεργασίες που έχουν συντελεστεί στο πεδίο της ιδεολογίας τα τελευταία οκτώ χρόνια (2009-2017) αποτυπώνονται ευκρινώς στο Διάγραμμα 1, όπου καταγράφεται η σημερινή κοινωνική αποδοχή βασικών πολιτικών αξιών, και στο Διάγραμμα 2, όπου καταγράφονται οι διαχρονικές μεταβολές.
Με βάση τα διαθέσιμα συγκριτικά εμπειρικά δεδομένα των ερευνών της PI, προκύπτει ότι οι αξίες της «Δεξιάς» και του «Νεοφιλευθερισμού» ενώ αρχικά αποδυναμώθηκαν με την άνοδο της Αριστεράς και την ανάληψη της διακυβέρνησης από αυτήν, μετά την πτώση της βγαίνουν ενισχυμένες, ενώ η θετική άποψη για τον «ιδιωτικό τομέα» κυριολεκτικά απογειώνεται.
Μεταξύ 2009 και 2017, δηλαδή ύστερα από τα 8 χρόνια Μνημονίων, την εντυπωσιακότερη αύξηση της κοινωνικής αποδοχής καταγράφουν τρεις πολιτικές αξίες: ο «ιδιωτικός τομέας»,+18% η «Δεξιά», +12% και ο «Νεοφιλελευθερισμός»(!), +8%.
Η πολιτική αξία της «Δεξιάς» όχι μόνο έχει ενισχυθεί εντός της εποχής του Μνημονίου, αλλά έχει καταστεί πλέον, κοινωνικά, περισσότερο αποδεκτή από την αξία της «Αριστεράς» (34%, έναντι 30% της Αριστεράς).
Στην τελευταία έρευνα της διαΝΕΟσις, το ποσοστό των ερωτώμενων που λέει ότι του «ταιριάζει» η «Σοσιαλδημοκρατία» γνωρίζει μια σχετική, πλην όμως αισθητή πτώση: από το 19,7% (το 2016) περνά τώρα στο 13,4% (το ποσοστό των οπαδών/ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι 17,9%), την ίδια στιγμή που επίσης μια μετωνυμική της απόδοση ως «Κεντροαριστερά» γνωρίζει επίσης μικρή πτώση (από 14,9% πέφτει στο 13,6%), ενώ ο χώρος του «Κέντρου» σημειώνει αισθητή άνοδο: από 24,1% περνά στο 30,9%.
Ο χάρτης των πολιτικών ιδεολογιών από τις οποίες εμφορείται σήμερα το κοινωνικό σώμα στην Ελλάδα, μπορεί να αναπαρασταθεί στατιστικά σε δύο άξονες (Πίνακας 3). Ο πρωτεύων (οριζόντιος) άξονας μπορεί να ερμηνευτεί ότι ορίζεται από την αντίθεση δημόσιου/ιδιωτικού. Αντίστοιχα, ο δευτερεύων (κάθετος) άξονας ότι ορίζεται από την παραδοσιακή πολιτική αντίθεση Δεξιάς/Αριστεράς που έχει υποβαθμιστεί.
Τα παραπάνω στοιχεία απαγορεύουν μια συζήτηση για το μέλλον της εγχώριας Σοσιαλδημοκρατίας; Κάθε άλλο. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε πού πατάμε και σε τι αναφερόμαστε.
ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ πολύ δύσκολα θα συνεργαστούν. Τα δυυο κόμματα είχαν, έχουν και θα έχουν σχέση ανταγωνιστική. Ειδικά για τον κόσμο και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που υπηρέτησαν σε θέσεις ευθύνης το διάστημα 2009 – 2012, είναι και ψυχικά αδύνατον να συνυπάρξουν με όσους τους προπηλάκιζαν χυδαία (υπάρχουν και εξαιρέσεις βέβαια, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα…).
Μήπως, άραγε, ήθελε ποτέ ειλικρινή συνεργασία με την Αριστερά το ΠΑΣΟΚ όταν μεσουρανούσε ή έκανε επιθέσεις φιλίας για να ενσωματώνει πρόθυμα στελέχη; Το ίδιο κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα που αυτός έχει το επάνω χέρι.
Η μόνη συζήτηση που έχει νόημα για το αύριο είναι η συζήτηση για προοδευτικές πολιτικές. Ούτε αριστερές ούτε δεξιές. Πώς θα επανακαθορίσουμε τις οικονομικές και πολιτικές έννοιες για να ευημερήσουμε σε κοινωνίες δικαιοσύνης και ισότητας στην εποχή της αυτοματοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης, του IoT, του blockchain κ.ο.κ.
Πάνω σε τέτοια ερωτήματα πρέπει να δομηθεί ο δημόσιος διάλογος και οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κομμάτων. Και έτσι ίσως αποκτήσει πάλι σφυγμό η Σοσιαλδημοκρατία.