Υπήρξαν αδιαμφισβήτητα ταλέντα, αστέρια επί Γης. Οι φωνητικές τους χορδές, οι συνθετικές τους ικανότητες, μας χάρισαν νότες που «έντυσαν» τις στιγμές μας – καλές ή κακές. Τους είδαμε σε μεγάλες οθόνες, μέσα σε σκοτεινές αίθουσες, να κρατούν στις πλάτες τους την πεμπτουσία του σινεμά. Εκαναν μυθικές καριέρες, έβγαλαν αμέτρητα χρήματα, αλλά η θνησιμότητα του καθενός δεν εξαγοράζεται. Ετσι, ήρθε το 2016 και έφυγαν από αυτή τη ζωή αφήνοντας έργο Τέχνης πίσω τους, ως διαθήκη σε εμάς που μείναμε πίσω να τους θρηνούμε.
Αλήθεια, για ποιον λόγο οδυρόμαστε για ανθρώπους που, ίσως, δεν συναντήσαμε ποτέ μας και που σίγουρα δεν γνωρίζαμε, δεν ήταν άτομα του περιβάλλοντός μας; Μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα -όπως ο Guardian, για παράδειγμα, σε βασικό του άρθρο- προσπαθούν να αναλύσουν αυτό το φαινόμενο, όπως και γιατί τόσοι και τόσοι διάσημοι πέθαναν μέσα στο 2016.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο: για ποιον λόγο αυτή τη χρονιά βιώσαμε τόσο «βαρύ θανατικό»;
Αν ρίξουμε μια ματιά στα στατιστικά, θα διαπιστώσουμε πως υπάρχει μια σαφής ανοδική τάση στις απώλειες των διασήμων, καθώς αυτοί οι θάνατοι, το 2012, ήταν μόλις 5 -μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου- ενώ στο ίδιο διάστημα του 2016 έφτασαν τους 24. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί συνέβη αυτό;», έχει να κάνει με τον κύκλο της ζωής, που καμιά διασημότητα δεν μπορεί να του πάει κόντρα. Οι σταρ που έγιναν διάσημοι στη δεκαετία του ‘60 εισέρχονται, πλέον, στη δεκαετία των ’70 και είναι φυσιολογικό να πεθαίνουν, αναλογικά και με τη ζωή που έκαναν – βλέπε αμέτρητες καταχρήσεις. Οι περισσότεροι από αυτούς που τώρα πεθαίνουν ανήκαν στη γενιά του «baby-boom», γεννήθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1964, όταν υπήρξε μια τεράστια αύξηση του πληθυσμού. Περισσότερα μωρά στη γενιά του baby-boom συνεπάγονταν περισσότερους διάσημους στη συνέχεια – απλά Μαθηματικά. Τώρα, αυτά τα διάσημα πρώην βρέφη, είναι μεταξύ 52 και 70. Και πεθαίνουν. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια θα υπάρξουν κι άλλοι διάσημοι που θα πατήσουν τα 80 χρόνια της ζωής τους και είναι πολύ πιθανό να πεθάνουν, ενώ δεν μπορούμε να υπολογίσουμε και τις δυσάρεστες εκπλήξεις – να πεθάνουν, δηλαδή, νωρίτερα από ό,τι θα «έπρεπε».
Για ποιον λόγο θρηνούμε διασημότητες που ούτε καν έχουμε δει από κοντά;
Ενας πολύς βασικός λόγος που ενεργοποιεί τους δακρυγόνους αδένες μας, είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα τελευταία, περίπου, δέκα χρόνια που τα σόσιαλ μίντια έχουν κατακλύσει την ενημέρωση και την επικοινωνία μας, υπάρχει ένα μεγαλύτερο κύμα συγκίνησης που εκφράζεται με πολλές αναρτήσεις στα προφίλ μας, οι οποίες σε ωθούν στο να συμπάσχεις κι εσύ στη γενικευμένη θλίψη. Πριν από αυτό, υπήρχαν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης – τηλεόραση, εφημερίδες, περιοδικά. Εβλεπες κάποιον να πεθαίνει, στεναχωριόσουν, το συζητούσες με τον στενό οικογενειακό ή φιλικό σου κύκλο, κλαίγατε, αλλά μέχρι εκεί. Τώρα, εάν κάποιος διάσημος φύγει από τη ζωή, όποια ώρα και αν μπεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα δεις κάποιο ποστ που θα αφορά τον εκλιπόντα/την εκλιπούσα.
Κάνοντας αντίστροφη ανάγνωση, ένας άλλος λόγος που στεναχωριόμαστε τόσο πολύ με τους σταρ που πέθαναν, είναι ότι οι περισσότεροι μεγαλώσαμε χωρίς σόσιαλ μίντια, αλλά με παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, σινεμά και MTV. Εκεί η θέαση θύμιζε θρησκευτική τελετουργία, όλα έμοιαζαν μαγικά στα μάτια μας και άπιαστα και τους προσδώσαμε μυθικές διαστάσεις. Ετσι, αντίστοιχα, όταν πέθαναν, ο θάνατός τους ήταν εξίσου τεράστιος στο μυαλό μας, όσο και η ζωή τους.
Τα τελευταία χρόνια που η οικονομική κρίση σαν τσουνάμι έπνιξε τις ζωές πολλών ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι θάνατοι διασήμων είναι μια «ευκαιρία», άλλος ένας τρόπος για να εκφραστεί η θλίψη, να προσωποποιηθεί. Να γίνει μια σύγχρονη τραγωδία που δεν υπάρχει «από μηχανής» κάθαρση, αφού ο θεός, η θεά, δεν υπάρχει, πια, ανάμεσά μας. Τραβάς οικονομικά ζόρια, πεθαίνει κάποιος, σου είναι πιο εύκολο να κλάψεις.
Ενας άλλος λόγος, πολύ σημαντικός, είναι ότι πιθανώς δακρύζουμε για τους ανθρώπους που πέθαναν ενώ πριν από χρόνια «έχτισαν» τα παιδικά μας χρόνια, την εφηβεία μας, τότε που όλα στα μάτια μας φαίνονταν πιο όμορφα, τότε που νιώθαμε ότι όλη η ζωή είναι μπροστά μας. Αυτοί οι άνθρωποι που, πια, είναι ψυχές, έβαλαν νότες και στίχους στην καψούρα μας, μας έκαναν να νιώθουμε ότι γνωριζόμαστε, ότι ήμασταν φιλαράκια και μαζί περάσαμε μια στραβή καμπή της ζωής μας. Με τον θάνατό τους νιώσαμε ότι πεθαίνει για πάντα ένα κομμάτι από τη ζήση μας, ένα μέρος της εφηβείας μας.
Τελικά, αυτό που δεν μπορείς να χωνέψεις, με κανένα ανθρακούχο, είναι ότι αυτός ο άνθρωπος που θαύμαζες, που μεγάλωνες μαζί του, που είχε δώσει στην Τέχνη τροφή για να ρίξεις στη συναισθηματική σου κοιλιά, εκείνος που ως σταρ ήταν στα μάτια σου άφθαρτος και αθάνατος, τώρα είναι νεκρός. Ετσι, ενδόμυχα και υποσυνείδητα, συνειδητοποιείς ότι αφού πέθανε αυτός/αυτή, ο/η ημίθεος/ημίθεα -ή εντελώς θεά/θεός- όλοι περαστικοί είμαστε από τούτον τον παλιόκοσμο. Ισως, λοιπόν, με το που μαθαίνουμε ότι κάποιος σταρ κατοικοεδρεύει, πλέον, σε αιώνιους λειμώνες, κλαίμε και επειδή συνειδητοποιούμε τη φθαρτότητα της ύπαρξής μας, τη δική μας θνησιμότητα. «Αν αυτός/ή, με τόσα λεφτά, δεν μπόρεσε να γίνει σωματικά καλά ή να νικήσει τη Λερναία Υδρα της κατάθλιψης, φαντάσου εγώ».
Μην τρελαίνεσαι, κανείς μας δεν ξέρει πότε θα πεθάνει. Μέχρι να συμβεί αυτό κράτα μέσα σου όσα πήρες από εκείνους τους διάσημους που χάθηκαν και θυμήσου τις στιγμές τους που σε έκαναν να νιώσεις. Το «να ζήσεις, να τους θυμάσαι», λοιπόν, δεν είναι άλλο ένα κλισέ, μια κυνική αλήθεια, αλλά από τις πιο μεγάλες διατυπώσεις με βάθος και συναισθηματισμό που μπορείς να έχεις σε αυτή τη ζωή.