Η οικονομική βάση μιας κοινωνίας και ενός κράτους είναι ένα πράγμα. Το νομικό και θεσμικό εποικοδόμημα της ίδιας κοινωνίας και κράτους είναι ένα δεύτερο πράγμα. Οτι αυτά τα δύο πρέπει να συμβαδίζουν, να έχουν αρμονική σχέση αναμεταξύ τους, να κουμπώνουν βρε αδερφέ, είναι το ευκταίο. Αλλά και το λογικό. Διότι αν η οικονομική βάση ενός κράτους βρίσκεται στο βάθος ενός λαγουμιού κάτω από τη γη και το νομικό εποικοδόμημα σεργιανίζει ανέμελο πάνω στο ολόγιομο φεγγάρι, δύσκολα αυτή η κοινωνία θα βρει ισορροπία και γαλήνη.
Να το πούμε πιο απλά, είτε για κράτος ομιλούμε, είτε για κοινωνική ομάδα, είτε για φυσικό πρόσωπο, αν τα όνειρα και τα σχέδιά σου δεν συμβαδίζουν με το πορτοφόλι σου, την πάτησες άσχημα. Στην καλύτερη περίπτωση φλερτάρεις με τον χαρακτηρισμό του τρελού του χωριού, στη χειρότερη ανήκεις σε μια ομάδα ή σε μια κοινωνία που είναι συλλογικά ανορθολογικές. Και ο ανορθολογισμός αργά ή γρήγορα σακατεύει, απογοητεύει, εξαθλιώνει, εξαγριώνει.
Κατά τούτο, το θέμα μου δεν είναι τόσο οι δικαστές όσο όλοι οι υπόλοιποι συνέλληνες που κοιτάζουν τους δικαστές και ξερογλείφονται. Δεν με νοιάζει αν οι συνταξιούχοι δικαστές καταφέρουν να επιστρέψουν στο καθεστώς που ίσχυε για τις συντάξεις τους προ του 2012, ούτε με κόφτει αν θα πάρουν και αναδρομικά δέκα χρόνων. Αυτό που με ενοχλεί θανάσιμα είναι η κοινωνική βεβαιότητα που γεννά η κίνησή τους, ότι μια οικονομική καταστροφή που προήλθε από εθνική χρεοκοπία μπορεί να εξαλειφθεί με μια δικαστική απόφαση.
Πρόκειται για θλιβερή συλλογική ονείρωξη. Οτι όσα πάθαμε, όσα πληρώσαμε και όσα χάσαμε στα δέκα χρόνια οικονομικής χρεοκοπίας μπορούν να αναπληρωθούν δια μιας με την επίκληση τριών νόμων και επτά διατάξεων. Πίσω από τους δικαστές που θεωρούν ότι με μια απόφαση του Ελεγκτικού τους Συνεδρίου ή του Μισθοδικείου τους θα πάρουν πίσω όσα απώλεσαν από το 2012, συντάσσονται άπαντες οι χαμένοι της δεκαετίας, απαιτώντας επίσης όλα τα απολεσθέντα τους. Εχουν δίκιο και οι υπόλοιποι να σκέφτονται έτσι. Οι δικαστές δεν είναι οι εκλεκτοί του Θεού, αν αναπληρώσουν αυτοί, τότε δικαιούνται να αναπληρώσουν όλοι.
Στα χρόνια της κρίσης χάθηκε από την ελληνική κοινωνία σωρευτικό εισόδημα 60 δισ. ευρώ. Η απαίτηση να αναπληρωθεί το ιλιγγιώδες αυτό ποσό με μια δικαστική απόφαση και μέσα σε ένα βράδυ δεν διαφέρει διόλου από την ανεμελιά της τριακονταετίας 1980-2010 και από την οργή του 2010-2020. Δεν διαφέρει από τις καταστροφικές αντιλήψεις που πρώτα έφεραν τη χρεοκοπία και μετά τη διατήρησαν επί δεκαετία. Οι δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν είναι σύννομες, άρτιες και καλομελετημένες, δεν γεννούν χρήμα. Το πολύ-πολύ να αλλάξουν τους όρους διαμοιρασμού του υπάρχοντος χρήματος υπέρ κάποιων, άρα εις βάρος κάποιων άλλων. Αλλά καινούργιο πλούτο δεν παράγουν.
Η ζημιά που κάνουν οι δικαστές αποφασίζοντας οι ίδιοι για το δικό τους πορτοφόλι είναι ότι ανοίγουν σε όλους τους υπόλοιπους έναν φαντασιακό δρόμο προς έναν παράδεισο που δεν υπάρχει. Παράδεισο-καρμπόν των παλιών καταστροφικών κλισέ «δεν κάνει για τίποτα, βρείτε κάπου να τον διορίσετε», «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», «όσο μεγαλύτερες αυξήσεις μας δώσατε, τόσο πιο πολλές μας χρωστάτε», «δανείσου, ξόδευε, έχει ο Θεός», «ένας νόμος κι ένα άρθρο θα λήξουν τη χρεοκοπία». Είναι μια άγαρμπη, απαράδεκτη επιστροφή προς τα πίσω, με πλήρη ευθύνη μερικών ανεύθυνων δικαστών.