Σάββατο βράδυ, τελευταία μέρα του Αυγούστου, οι ειδοποιήσεις στα κινητά των δημοσιογράφων αναβοσβήνουν από τον Guardian, με έναν τίτλο κάπως εξωπραγματικό, έστω μη αναμενόμενο: ο Μητσοτάκης θα ζητήσει από τον Μπόρις Τζόνσον να δανείσει στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα για τον εορτασμό του 1821, με αντάλλαγμα σημαντικές αρχαιότητες που δεν έχουν ξαναβγεί από την Ελλάδα. Και η αρχική έκπληξη ήρθε να συναντήσει το «μα, με τον τόσο αμφιλεγόμενο Μπόρις θα κλείσει την συμφωνία; Και δη τώρα, με την περιπέτεια της Βουλής και λίγο πριν από το Brexit;».
Θα μπορούσε ίσως η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μπόρις Τζόνσον, όταν συνάντησε την Μελίνα Μερκούρη στην Οξφόρδη, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας, να πυροδότησε αυτή τη σκέψη στο μυαλό του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί αυτή η εικόνα έκρυβε πολλά από πίσω: ο ίδιος ο Τζόνσον είχε καλέσει στην Οξφόρδη την Μελίνα το 1986 να μιλήσει για την ανάγκη επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η εικόνα αυτή μαρτυρά πως ο Τζόνσον λατρεύει την αρχαία Ελλάδα. Κάθε τόσο αναφέρεται σε κείμενα αρχαιοελληνικά, έχει κάνει Κλασικές Σπουδές στην Οξφόρδη, έχει σε ανύποπτο χρόνο δηλώσει ότι το να περπατάς μέσα στην αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου με τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι σαν να βλέπεις μπροστά σου πώς διαμορφώθηκε η ίδια η ανθρωπότητα. Κάτι που τον κάνει _είπε _ να ανατριχιάζει.
Eχει όμως πει και ότι ο Ελγιν «ορθώς διέσωσε τα Γλυπτά». Ο Τζόνσον μπορεί να απαγγείλει από καρδιάς τους πρώτους 100 στίχους της Ιλιάδας στα αρχαία Ελληνικά και γνωρίζει καλά τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Πίνδαρο, τη Σαπφώ, τον Σοφοκλή, τον Περικλή – μάλιστα στην Ντάουνινγκ Στριτ έχει εγκαταστήσει μια προτομή του Περικλή… Αυτή η αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα, αποτελεί άραγε εγγύηση ότι θα κατανοήσει το αίτημα του έλληνα Πρωθυπουργού; Ή μαρτυρά ότι δεν επιθυμεί να χάσει η χώρα του τον μοναδικό πλούτο που διαθέτει; Με τη λογική του αποικιοκράτη; Ο άνθρωπος στο κάτω κάτω επιθυμεί ένα άτακτο, χωρίς συμφωνία, αποχωρισμό από τη μητέρα Ευρώπη…
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ανακοινώσει την απόφασή του μέσω μιας συνέντευξης σε βρετανική εφημερίδα (στον Observer, την κυριακάτικη έκδοση του ομίλου Guardian), ήταν τολμηρή. Δεν γνωρίζουμε αν δοκίμαζε τα νερά. Αναμένοντας με ενδιαφέρον πότε και βεβαίως αν θα προλάβει να συναντήσει τον Μπόρις Τζόνσον για να κάνει επίσημα την πρόταση, δεν μπορούμε να μην νιώσουμε προβληματισμό για το γεγονός ότι την στιγμή που υπάρχει τέτοια κατακραυγή για τον βρετανό πρωθυπουργό και τις επιλογές του, ο έλληνας Πρωθυπουργός του δίνει αυτή τη σημαντική «επιταγή». Τον σπρώχνει μπροστά στη σκηνή.
Σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα μετά την δήλωση Μητσοτάκη, δεν έχουμε δοκιμάσει τη θερμοκρασία του νερού στο Λονδίνο για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ως το πρωί της Δευτέρας δεν υπήρχαν αντιδράσεις, ούτε επίσημες, ούτε από κύκλους προσκείμενους στον Πρωθυπουργό ή στο Βρετανικό Μουσείο. Στην Ελλάδα μόνο σαστισμένοι παρακολουθούμε και προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την πρόταση αυτή που συνδέεται με το 1821. Και είναι η πρώτη φορά που η συζήτηση για πιθανό δανεισμό των Γλυπτών με αντάλλαγμα ελληνικές αρχαιότητες, δεν αποτελεί μια αιωρούμενη πρόταση, ασαφή. Εχει σαφές χρονοδιάγραμμα και κόνσεπτ.
Αλλά υπάρχει ένα τουλάχιστον σοβαρό ερωτηματικό: έστω ότι συνάπτεται μια δανειακή σύμβαση ορισμένου χρόνου (αορίστου εξαιρετικά απίθανο) και μας έρχονται τα Γλυπτά. Πώς θα αντιδρούσε όμως η ελληνική κοινή γνώμη την ημέρα που θα έπρεπε να τα συσκευάσουμε και να τα στείλουμε ξανά στο Λονδίνο;
Πρόκειται λοιπόν για μια κίνηση τολμηρή. Μια ζαριά προφανώς μελετημένη. Από το πάθος της Μελίνας που συγκινούσε αλλά δεν έφερε αποτέλεσμα, ως την υπολογισμένη, μαθηματική σκέψη του Μητσοτάκη για την ανταλλαγή. Και αν πετύχει; Θα είναι στην χρυσή συλλογή αυτών που θα έχει καταφέρει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Ιστορικά. Παγκοσμίως.
Τελικά ναι, αν δεν ρισκάρεις, δεν κερδίζεις. Και σε ένα παιχνίδι μάλιστα χωρίς ανταγωνισμό: όλοι οι προκάτοχοί σου έχουν παίξει και χάσει…