Οταν το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου 2023 ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης έβγαινε από το γραφείο του Αλβανού πρωθυπουργού, ήταν φανερό ότι είχε προηγηθεί μια δύσκολη συνάντηση. Τότε, ο Φρέντι Μπελέρης συμπλήρωνε πέντε μήνες προφυλάκισης στο κατάστημα κράτησης του Δυρραχίου. Χθες, το Ειδικό Δικαστήριο κατά της Διαφθοράς (SPAK) καταδίκασε τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας σε δύο χρόνια κάθειρξη. Από την πρώτη στιγμή του δράματος, η απόφαση έμοιαζε προδιαγεγραμμένη.
Το ιδιότυπο μπρα ντε φερ μεταξύ Αθήνας και Τιράνων, συνολικής διάρκειας που πια αγγίζει τον ένα χρόνο, έβγαλε νικητή- τουλάχιστον προς ώρας- τον Έντι Ράμα, ο οποίος με συνεχείς παλινωδίες και κινούμενος στα όρια του εμπαιγμού έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, ελέγχει αυτή τη στιγμή το δήμο της Χειμάρρας, αγνοώντας το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Μαΐου.
Ο Μπελέρης εξελέγη δήμαρχος όντας κρατούμενος δύο ημερών με την κατηγορία εξαγοράς ψήφων. Η πρώτη αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να απαιτήσει την άμεση αποφυλάκιση του ελληνικής καταγωγής μειονοτικού, ώστε να αναλάβει τα καθήκοντά του. Παραλλήλως, εκφράστηκε στο ανώτατο επίπεδο, επανειλημμένως και δημοσίως, η απειλή ότι σε περίπτωση που ο Μπελέρης στερηθεί του νόμιμου δικαιώματός του να ορκιστεί, η Ελλάδα θα θέσει αναχώματα στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο, όμως, περνούσαν αναποτελεσματικά οι εβδομάδες, η Αθήνα άλλαξε γραμμή. Επόμενη απαίτηση ήταν η ορκωμοσία του Μπελέρη ακόμα και μέσα από τη φυλακή, ώστε ως δήμαρχος πλέον να ορίσει τον αντικαταστάτη έως ότου τελεσιδικήσει η υπόθεση. Ούτε αυτό επετεύχθη.
Εν τω μεταξύ, όσο εξελισσόταν η δίκη έρχονταν στην επιφάνεια το ένα μετά το άλλο τα διάτρητα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Ο ένας από τους τρεις μάρτυρες κατηγορίας, ο Αρσέν Ράμα, πρώην καταδικασθείς και γνωστός για εγκληματικές πράξεις στη Χειμάρρα, παραδέχθηκε ότι χρηματίστηκε για να καταθέσει εναντίον του Μπελέρη. Ο δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο αρμόδιος αστυνομικός της υπόθεσης, ο οποίος ενδιαμέσως προήχθη σε διευθυντής. Ο τρίτος, αδελφός του πρώτου, δεν εμφανίστηκε ποτέ στο δικαστήριο. Εκτοτε αγνοείται. Στα δε στοιχεία της δικογραφίας ο Αρσέν Ράμα εντοπίζεται την ώρα της υποτιθέμενης δωροδοκίας να είναι- βάσει του στίγματος του κινητού του- σε τρία διαφορετικά μέρη συγχρόνως. Σε κανένα από αυτά δεν εντοπίστηκε ο Μπελέρης.
Στις 21 Νοεμβρίου έφτασε στα Τίρανα ο υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου, ο οποίος αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Μπελέρη στις φυλακές έθεσε στο δημόσιο διάλογο ακόμα ένα επιχείρημα: Η παρεμπόδιση ανάληψης καθηκόντων του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας, εκτός από το κράτος δικαίου, αποτελεί ευθεία παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Μπελέρης ήταν ο μόνος δήμαρχος στην Ευρώπη που μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντά του. Δεν τα έχει αναλάβει ούτε μέχρι σήμερα.
Περίπου έναν μήνα μετά, με την ελληνική πίεση να εντείνεται και την αλβανική δικαιοσύνη να απορρίπτει το αίτημα ορκωμοσίας του Μπελέρη, αναγνωρίζοντας όμως εμμέσως ότι αυτός είναι ο νικητής των εκλογών, άρα και ο δήμαρχος Χειμάρρας, ο Έντι Ράμα φάνηκε να κάνει ένα μικρό βήμα προς τα πίσω. Παραδέχθηκε ότι ο Μπελέρης επικράτησε του τέως δημάρχου Γκέργκι Γκόρο, ο οποίος και όφειλε να παραιτηθεί. Ο Αλβανός πρωθυπουργός άφησε να διαρρεύσει ότι αναζητείται μεταβατικός δήμαρχος έως ότου τελεσιδικήσει η υπόθεση του Μπελέρη. Η Αθήνα, δια του Γιώργου Γεραπετρίτη, έθεσε τότε ως όρο ότι ο μεταβατικός δήμαρχος θα πρέπει να είναι μέλος της μειονότητας και κυρίως εκλεγμένος με την παράταξη του νικητή των εκλογών. Λίγες ώρες μετά και αφού οι επαφές (;) του Ράμα δεν είχαν αποτέλεσμα, ο Γκόρο διέψευσε ότι παραιτήθηκε. Έως σήμερα παραμένει στη θέση του. Έτσι, όχι μόνο ο Μπελέρης είναι ο μόνος δήμαρχος στην Ευρώπη που δεν έχει ορκιστεί, αλλά ο Γκόρος είναι ο μόνος ηττημένος δήμαρχος στην Ευρώπη που βρίσκεται ακόμα στη θέση του. Αν δεν είναι αυτός εμπαιγμός, τότε τι είναι;
Σε παράλληλο επίπεδο ήταν φανερό ότι η Αθήνα ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί. Από τη μία όφειλε να προστατεύσει τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Από την άλλη –και καθώς η κυβέρνηση είχε ήδη προχωρήσει εμπράκτως στην ανάσχεση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας– η Ελλάδα δεχόταν σφοδρές πιέσεις προκειμένου να παύσει να απειλεί με βέτο. Δεν ήταν μόνο το Βερολίνο. Όπως προκύπτει από διπλωματικές πηγές στα Τίρανα, ακόμα και χώρες όπως η Πολωνία εμφανίζονταν να απορούν για την επιμονή της Αθήνας σε μια «τέτοια υπόθεση».
Η πραγματικότητα είναι ότι ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ένωση έχει καταστεί υψηλή προτεραιότητα για τους Ευρωπαίους. Την ίδια ώρα, η Ουάσινγκτον θέλει τον Ράμα ως βασικό συνομιλητή στην ευρύτερη περιοχή. Όπως συνηθίζουν να λένε στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα «ο Ράμα μπορεί να είναι ιδιόρρυθμος, όμως όχι μόνο δεν βάζει φωτιές στα Βαλκάνια, αλλά κάνει το εντελώς αντίθετο: Τις σβήνει». Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε ουσιαστικά χωρίς συμμάχους και αρκετό σπαταλημένο διπλωματικό κεφάλαιο.
Αν, όμως, η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου είναι ένας εκ των βασικών πυλώνων για την ένταξη στην ΕΕ, τι ακριβώς συμβαίνει στην Αλβανία; Είναι δυνατόν μια εκ των δικαστών του Μπελέρη να έχει συλληφθεί για πλαστογράφηση και παρά το γεγονός αυτό να έχει οριστεί από την κυβέρνηση Ράμα μέλος του Ειδικού Δικαστηρίου κατά της Διαφθοράς; Και πέραν όσων αναφέρθηκαν παραπάνω για το κατηγορητήριο, τηρήθηκε για τον Μπελέρη το τεκμήριο της αθωότητας, ώστε να ορκιστεί έως ότου τελεσιδικήσει η υπόθεση; Υπήρξαν αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, με τον Έντι Ράμα να προεξοφλεί την ενοχή του Μπελέρη; Ακολουθήθηκε η αρχή της αναλογικότητας όταν για ένα αδίκημα δήθεν χρηματισμού με 340 ευρώ κάποιος κρατείται για 9 μήνες στη φυλακή;
Εδώ, όμως, προκύπτει ένα άλλο, σημαντικότερο ερώτημα. Τι έκανε η Αθήνα για να κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους εταίρους; Νομιμοποιούνται οι Βρυξέλλες και οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να ισχυρίζονται ότι το ζήτημα Μπελέρη είναι ζήτημα της αλβανικής δικαιοσύνης; Θα περίμενε κανείς από την ελληνική κυβέρνηση να κινήσει τη διαδικασία έστω για την έκδοση ενός ψηφίσματος από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο είναι γνωστό ότι ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα θέματα κράτους δικαίου μεταξύ των 27 ή των υπό ένταξη κρατών. Ή έστω να κληθεί κάποιος Ευρωπαίος αξιωματούχος να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη δίκη, προκειμένου να αντιληφθεί τι πραγματικά συμβαίνει εντός των τεσσάρων τειχών του SPAK, αλλά και συνολικότερα στις τάξεις της αλβανικής δικαιοσύνης.
Ολα δείχνουν ότι η δίκη Μπελέρη εδράζεται σε πολιτικά κίνητρα, με απώτερο στόχο την καθαίρεσή του από το αξίωμα του δημάρχου Χειμάρρας. «Το έγκλημά μου είναι ότι εμείς οι Χειμαρραίοι θέλουμε να είμαστε οι κύριοι της προγονικής μας γης. Το έγκλημά μου είναι ότι οι συμπατριώτες μου Χειμαρραίοι με εξέλεξαν Δήμαρχο ενάντια στα σχέδια του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα. Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ, αυτή είναι η Δικαιοσύνη που θέλετε για εμάς;». Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων μετά την καταδίκη του ο Μπελέρης, με μια κατά γενική ομολογία φλογερή ανακοίνωση. Στον αντίποδα το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών κράτησε και πάλι χαμηλά τους τόνους, κάνοντας μεν λόγο για προεξόφληση δικαστικών κρίσεων που δεν συνάδει με το κράτος δικαίου, προσβλέποντας δε σε δίκαιη δίκη στο δεύτερο βαθμό. Δηλαδή στο Εφετείο. Υπάρχει άραγε ένα στοιχείο που να αφήνει έστω να εννοηθεί ότι η διαδικασία έφεσης θα είναι δίκαιη;
Ουδείς γνωρίζει πότε θα συνεδριάσει το Εφετείο του Μπελέρη. Υπάρχει περιθώριο 30 ημερών για να καθαρογραφεί η υπόθεση και άλλων 15 ημέρων για να καταθέσει η υπεράσπιση τη σχετική προσφυγή. Έως τότε ο Γκόρο, ως υποχείριο του Ράμα, θα μπορεί απρόσκοπτα να υπογράφει τις αποφάσεις για την τουριστική ανάπλαση της Χειμάρρας, που σύμφωνα με τα μέλη της μειονότητας, περιλαμβάνει υφαρπαγή ελληνικών περιουσιών. Και όταν πια η υπόθεση τελεσιδικήσει σε δεύτερο βαθμό, τότε ο Ράμα θα καθαιρέσει τον Μπελέρη και θα προχωρήσει στη διεξαγωγή νέων εκλογών. Τι θα κάνει έως τότε η ελληνική κυβέρνηση; Κατά γενική ομολογία, αυτή τη στιγμή η Αθήνα, θέλοντας ή μη, είναι εγκλωβισμένη στην οδό του βέτο, σκληραίνοντας μάλιστα τη στάση της. Πώς θα αλλάξει όμως την αντίληψη που επικρατεί σε ΕΕ και ΗΠΑ για αυτά που συμβαίνουν στην Αλβανία; Και κυρίως, πόσο ακόμα διπλωματικό κεφάλαιο είναι ακόμα διατεθειμένη να ξοδέψει;