Ο Λάκης Λαζόπουλος (αριστερά) υπερέχει σαφώς στο κωμικό αποτέλεσμα που προσφέρει έναντι, για παράδειγμα, του Νίκου Μουτσινά (δεξιά) | YouTube/ ALPHA / MEGA / CreativeProtagon
Απόψεις

Η υπερτιμημένη σάτιρα του αναψυκτηρίου

Οι λόγοι που η σάτιρα στην τηλεόραση έχει ξεπέσει τόσο είναι προφανείς. Ο φόβος για ένα πραγματικά κοφτερό σχόλιο, ένα σχόλιο που δεν θα χαϊδέψει κανενός το αφτί αλλά θα το ταράξει, θέτει τους κανόνες και καθορίζει το αποτέλεσμα. Το ζητούμενο είναι να μην ενοχλήσουμε και να μην ενοχληθούμε, κινδυνεύοντας να χάσουμε τα κεκτημένα μας
Λίλα Σταμπούλογλου

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που θα σε κάνει να κάτσεις μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσεις Νίκο Μουτσινά ή Λάκη Λαζόπουλο σήμερα. Για να σχολιάσεις το θέαμα στα κοινωνικά δίκτυα, προσδοκώντας ίσως σε μερικά εύστοχα σχόλια που θα σου δώσουν likes; Ναι, αυτός θα ήταν ένας λόγος για να περάσεις δύο ώρες μπροστά στην οθόνη βλέποντας ένα πρόγραμμα που δεν φέρει καμία πρωτοτυπία και καμιά φρεσκάδα σκέψης, και εκβιάζει το γέλιο με πράγματα που έχεις δει και ακούσει δεκάδες φορές πριν τα δεις και εκεί, ακόμα μία.

Οι πρεμιέρες αυτών των δύο σόου έδωσαν στην εβδομάδα που μας πέρασε τον τόνο του χιούμορ και της σάτιρας, όπως αποτυπώνεται στην ελληνική τηλεόραση. Μασημένη τροφή, λίγα τραγούδια, μερικοί καλεσμένοι και ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο κοινότοπο, χλιαρό και επιφανειακό, εκλαϊκευμένο και λαϊκίστικο στο μεγαλύτερο ποσοστό του, κάποιες φορές σωστό στη βάση του αλλά σίγουρα προσανατολισμένο να πατήσει περισσότερο πάνω στο θυμικό του ακροατηρίου παρά να γαργαλίσει τη βαθύτερη σκέψη και κρίση του.

Ο Λάκης Λαζόπουλος υπερέχει σαφώς στο κωμικό αποτέλεσμα που προσφέρει. Πατώντας μεν σε ένα γνώριμο μονοπάτι, που ξέρεις πώς πάει γιατί έχεις δει το έργο «Αλ Τσαντίρι» δεκάδες φορές, τουλάχιστον διαπιστώνεις ότι κατέχει την τέχνη της ατάκας. Τίποτα καινούργιο στη σύλληψη για να σε ενθουσιάσει (εκτός ίσως από τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης σε μιμήσεις γνωστών προσώπων), υπάρχουν όμως μέσα στη ροή του σόου του σημεία που γελάς, σημεία όπου καταλαβαίνεις την ικανότητα αυτού του ανθρώπου να στέκεται πάνω σε μια σκηνή με ένα μικρόφωνο, όπως ξέρει να κάνει ένας κωμικός του stand-up.

Εκείνο, όμως, που σου μένει ως επίγευση από όλα τα προγράμματα που βαφτίζονται σατιρικά στην ελληνική τηλεόραση τελευταία, από τον Μουτσινά και τον Λαζόπουλο μέχρι τους Ράδιο Αρβύλα, είναι ότι δεν έχουν τίποτα καινούργιο να προσφέρουν. Μπορεί να διαφέρουν στα σημεία, αλλά ο παρονομαστής είναι ίδιος. Είναι χιουμοριστικά θεάματα που πατούν ηθελημένα στο καλούπι του αναψυκτηρίου και μοιάζουν να μη θέλουν να ανανεωθούν προς μια σύγχρονη κατεύθυνση. Σαν τους γέρους που έχουν μια άποψη για το πώς πρέπει να γίνει κάτι και δεν αλλάζουν με τίποτα τακτική και συνήθεια.

Οι λόγοι που η σάτιρα στην τηλεόραση έχει ξεπέσει τόσο είναι προφανείς. Ο φόβος για ένα πραγματικά κοφτερό σχόλιο, ένα σχόλιο που δεν θα χαϊδέψει κανενός το αφτί αλλά θα το ταράξει, θέτει τους κανόνες και καθορίζει το αποτέλεσμα. Το ζητούμενο είναι να μην ενοχλήσουμε και να μην ενοχληθούμε, κινδυνεύοντας να χάσουμε τα κεκτημένα μας, δηλαδή τη θέση μας μπροστά στην κάμερα και τη δυνατότητα να κάνουμε αυτό που η σύγχρονη τηλεόραση, η οποία μας πληρώνει, μας επιτρέπει: ένα παλιακό χιούμορ και μια επιδερμική σάτιρα.

Θα ανάψουμε τους προβολείς, θα βάλουμε πίσω μας φόντο ένα φανταχτερό σκηνικό, θα φέρουμε μουσικούς και διάσημους, θα ανασύρουμε αστεία βίντεο από το διαδίκτυο, θα σχολιάσουμε τα τηλεοπτικά προγράμματα των άλλων θρέφοντας λίγο ακόμα την αυτοαναφορικότητα του κουτιού που μας φιλοξενεί, και ενδιάμεσα θα βάλουμε και λίγη κοινωνία και πολιτική, με τον πιο ανώδυνο για εμάς τρόπο.

Φυσικά και θα λαϊκίσουμε όπου μπορούμε, γιατί ξέρουμε ότι έτσι θα κάνουμε γκελ σε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων, που θα αναφωνήσουν από τον καναπέ τους «πες τα μεγάλε!» και θα μας εκθειάσουν στα διαδικτυακά και συνοικιακά καφενεία μόνο και μόνο γιατί επιβεβαιώσαμε την επιπόλαιη, αβαθή και ανεπεξέργαστη σκέψη τους.

Συζητώντας με έναν φίλο περί τέχνης και δημιουργίας, λέγαμε ότι πρέπει να παρακινούν τον αποδέκτη τους να ανέβει επίπεδα, αντί να πέφτουν συνεχώς στο δικό του. Αν συμφωνήσουμε ότι η τέχνη της σάτιρας δημιουργεί τέτοιες σκάλες ανάβασης, φυτεύοντας μέσα σου σπόρους που μπορούν να καλλιεργήσουν τη σκέψη και να ανανεώσουν την αντίληψή σου απέναντι στα πράγματα, η τηλεοπτική εκδοχή της κάνει το ακριβώς αντίθετο. Σε σπρώχνει μαζί της να κατέβεις επίπεδα, σε ένα σύμπαν κοινοτοπίας και σαχλαμάρας που δεν έχει τίποτα να πει και τίποτα να δώσει. Αλλά με έναν μαγικό τρόπο κρατιέται ακόμα ζωντανό, σαν μούμια, και οι πρωταγωνιστές του υπερτιμώνται και χρυσοπληρώνονται.