Η υπόθεση γνωστή. Η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, σε μια εμφάνισή της στο θέατρο Παλλάς μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα τραγούδησε τον «Αδωνι» αφαιρώντας τη λέξη «χοντρή» από τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Ηταν μια συνειδητή απόφαση εκ μέρους της, με την οποία ήθελε να καταδικάσει το body shaming.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης, συνθέτης του τραγουδιού, μετά τον ντόρο που προκάλεσε η απόφαση της τραγουδίστριας, πήρε θέση υποστηρίζοντας ότι κάθε ερμηνευτής έχει δικαίωμα να πειράζει οτιδήποτε σε μια ζωντανή μετάδοση των τραγουδιών, και ότι για να το κάνει η Πρωτοψάλτη, προφανώς θεωρεί ότι κάτι φταίει. Ανέφερε, επίσης, ότι η χοντρή νευρική του τραγουδιού είναι υπαρκτό πρόσωπο, ότι το τραγούδι αυτό είναι σαράντα χρόνων και είναι αθώο.
Είναι λυπηρό να αναγκάζονται οι καλλιτέχνες να δικαιολογούν το έργο τους. Ειδικά όταν μιλάμε για κάτι που δημιουργήθηκε σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη συνθήκη, με πολύ διαφορετικά δεδομένα από αυτά που συγκροτούν τη δική μας πραγματικότητα. Και είναι κάπως αμήχανο, ένας καλλιτέχνης με του οποίου τη φωνή ντύθηκαν οι συγκεκριμένοι στίχοι και τραγουδήθηκαν από τόσο κόσμο, να τους αλλάζει.
Οι προθέσεις είναι καλές, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να πει στην Αλκηστη Πρωτοψάλτη ότι κάνει λάθος που θεωρεί τη λέξη «χοντρή» έναν άχαρο χαρακτηρισμό προς ανθρώπους που είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Οχι γιατί η λέξη αυτή καθεαυτή είναι κακή. Κανένα λεξικό δεν γράφει από δίπλα ότι πρόκειται για βρισιά ή προσβολή. Οι λέξεις, όμως, κουβαλούν και τα στερεότυπα της νοοτροπίας εκείνων που τις χρησιμοποιούν. Και εμείς τη χρησιμοποιούμε για να προσβάλλουμε, είναι ένα επίθετο που πληγώνει.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια παγκόσμια συζήτηση γύρω από την τάση να παρεμβαίνουμε σε παλαιότερα έργα τέχνης προκειμένου να αφαιρέσουμε από αυτά κάθε τι που στην εποχή μας φαίνεται υποτιμητικό, προσβλητικό και ενοχλητικά αναχρονιστικό. Διορθώνουμε, όμως, κάτι επί της ουσίας ή μήπως το μόνο που καταφέρνουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις είναι να δημιουργούν μια επιφανειακή αντίδραση και έναν εντυπωσιασμό; Εχω την αίσθηση ότι τελικά συμβαίνει το δεύτερο.
Σαφώς και ξέρουμε πια ότι το να πεις κάποιον χοντρό είναι άσχημο. Οταν, όμως, ο Πάνος Τζαβέλλας τραγουδούσε «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή», είχε στο μυαλό του μια ευτραφή κυρία του Ερυθρού Σταυρού που μοίραζε φαγητό στα λιπόσαρκα παιδάκια της Κατοχής. Οταν η ομάδα της ελληνικής ταινίας «Τον Αράπη κι αν τον Πλένεις» έβαφε το πρόσωπο του Κώστα Βουτσά μαύρο, δεν καταλάβαινε ότι έκανε την αμφιλεγόμενη πρακτική του «blackface», με την οποία παριστάνεται ένα μαύρο άτομο σαν καρικατούρα. Και όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας έγραφε τον «Αράπη τον ταμ ταμ ταμ», επίσης δεν καταλάβαινε την αρνητική χροιά της λέξης «αράπης». Αν ζούσε τώρα, ο Ζαμπέτας δεν θα χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη, όπως και η Λίνα Νικολακοπούλου πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιούσε τώρα τη λέξη «χοντρός» στους στίχους της.
Την Τέχνη πρέπει να την εξετάζουμε χωροχρονικά. Βεβαίως, μπορούμε να σχολιάσουμε πόσο λάθος ήταν κάποιες νόρμες τις οποίες βλέπουμε σε τραγούδια, ταινίες, θεάματα και αναγνώσματα του παρελθόντος. Αλλά αν αρχίσουμε να βάζουμε χέρι σε όσα μας ενοχλούν, θα έπρεπε να αλλάξουμε τη μισή καλλιτεχνική κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Το ζητούμενο είναι εμείς να προχωράμε μπροστά και να έχουμε την παιδεία να φιλτράρουμε το περασμένο, βλέποντάς το σε συνάρτηση με την εποχή όπου γεννήθηκε. Και να το απολαμβάνουμε χωρίς τύψεις, επειδή ακριβώς αντιλαμβανόμαστε τις διαφορές. Δεν έχει κανένα νόημα να το αλλάξουμε ή να το παραλλάξουμε εν είδει καταγγελίας για τα στερεότυπα του τότε. Αυτό μάλλον δείχνει τη δική μας ανασφάλεια απέναντι στα πράγματα του τώρα. Είναι σαν να τα βάζουμε με ένα κινητό της δεκαετίας του ’90 επειδή δεν είχε οθόνη αφής. Δεν είχε τότε, τι να κάνουμε;
Υ.Γ.: Στην ταινία «Το Ξύλο Βγήκε απ’ τον Παράδεισο» το εύρημα είναι το χαστούκι. Λάθος; Ναι. Να το αφαιρέσουμε; Θα πρέπει να σβήσουμε όλη την ταινία.