Στην αρχή ήταν το Netflix (είχα ακούσει με τα αυτιά μου τον συνιδρυτή του Ριντ Χέιστινγκς να υπόσχεται: «Θα σας κλέψουμε τον ύπνο). Μετά ήρθε η πανδημία (με τα κουσούρια που άφησε), μετά η πολυκρίση και το κακό το συναπάντημα. Τώρα είναι ο καύσωνας –εκτιμάται ότι οι υψηλές θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με την υγρασία και τα χάσκοντα παράθυρα, αυξάνουν την αϋπνία κατά 20%– με τον «δείκτη δυσφορίας» (αυτό το άκουσα σε μετεωρολογικό δελτίο) να χτυπάει «κόκκινο».
Βάλε το στέγνωμα του λαιμού και το άνοιξε-κλείσε του ερ κοντίσιον στη διάρκεια της νύχτας, τα παιδιά όλων των ηλικιών (όταν υπάρχουν) που τώρα που δεν έχουν σχολείο πηλαλούν ολημερίς και ολοβραδίς στο προσκέφαλό σου, τους φίλους με τις live ανταποκρίσεις από την Πλατεία Νερού (Massive Attack, Duran Duran κ.ο.κ.), τις μνήμες και τα κρούσματα κορονοϊού που έχουν αρχίσει να αναδύονται και αυτό το καλοκαίρι· το λέει η Αριάνα Χάφνγκτον: «Ποτέ καφές μετά τις 2 το μεσημέρι»…
Αφού δεν κοιμάμαι που δεν κοιμάμαι, σκέφτηκα την περασμένη Πέμπτη, μήπως να περιμένω να ακούσω την ομιλία του Τραμπ στις 2 τα ξημερώματα, να ξενυστάξω τελείως; (ακόμα δεν ήξερα και για το παγκόσμιο μπλακ-άουτ που ξημέρωνε).
Ενώ εσύ κοιμόσουν
Η βιομηχανία κατά της ακοιμησιάς γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση (μέχρι το 2031 εκτιμάται ότι θα αγγίξει μόνο στις ΗΠΑ τα 6,4 δισ. δολάρια). Ολοι και όλα σε κάνουν να νιώθεις ένοχος και δυσλειτουρικός όταν δεν κοιμάσαι «σωστά», ενώ όλοι και όλα απέργαζονται καινούργιους τρόπους να σου ταράξουν τον ύπνο. Ωστόσο κάποιοι επιμένουν πως οι ώρες της αϋπνίας μπορεί να είναι ακόμα και ευεργετικές (εννοείται ότι δεν μιλάω εδώ για σοβαρές διαταραχές ύπνου και βαριά παθολογία).
Στο πρόσφατο βιβλίο της «Sleepless: Discovering the Power of the Night Self» η Βρετανίδα Αναμπελ Αμπς εξερευνά την απόκοσμη ελευθερία που αποκτάς όταν περιδιαβάζεις τον νυχτερινό κόσμο (κοινώς «βρυκολακιάζεις»). Μιλάει με εξ επαγγέλματος ή εκ φύσεως «νυχτοπούλια» (συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες κ.λπ.) και προσπαθεί μαζί τους να εξερευνήσει τη δύναμη της αγρύπνιας στην εξερεύνηση ενός άλλου εαυτού.
H Αμπς στο βιβλίο της απενοχοποιεί την αϋπνία. Επικαλείται, μεταξύ άλλων, τον γνωστό ιστορικό του ύπνου Ρότζερ Ικριτς (καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech), σύμφωνα με τον οποίο ο ύπνος όπως τον ξέρουμε είναι σχετικά πρόσφατα «εφεύρεση». Των δύο τελευταίων αιώνων δηλαδή. Ο ίδιος έχει ανακαλύψει σε πολλές πηγές –ανάμεσά τους και η «Οδύσσεια»!– στοιχεία για έναν άλλον ύπνο σε… δύο δόσεις. Μέχρι πάνω-κάτω τη Βιομηχανική Επανάσταση, λέει, οι άνθρωποι πήγαιναν στο κρεβάτι τους με το σούρουπο, ξυπνούσαν μέσα στην άγρια νύχτα, έκαναν δύο-τρεις δουλίτσες και μετά ξαναέπεφταν χαρούμενοι για νάνι.
Για την ίδια την Αμπς η έρευνα αυτή ξεκίνησε μετά από μια περίοδο πένθους, όταν η θλίψη για τον θάνατο του πατέρα της την έκανε και αφυπνιζόταν τη νύχτα. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να αποκομίζει τα οφέλη αυτού του παράλληλου κόσμου – όταν οι άλλοι ονειρεύονταν, ροχάλιζαν ή έτριζαν από τις σκοτούρες της μέρας τα δόντια τους. Ηταν ένα νέος είδος ελευθερίας: «Το σκοτάδι γύρω μου άρχισε να μετατρέπεται σε ένα χνουδωτό προστατευτικό κέλυφος, ένα απαλό δέρμα μέσα στο οποίο μπορούσα να χαθώ… Μου έδινε χώρο και μυστικότητα, ησυχία και ανωνυμία».
Κάτι δηλαδή που συγγενεύει τα μάλα με το περίφημο (και εξαιρετικά δυσπρόφερτο) «revenge bedtime procrastination» (σε ελεύθερη απόδοση: «η αναβλητικότητα που εκδικείται με τίμημα τον ύπνο»), για τo οποίo έχω γράψει ξανά σε αυτή τη στήλη.
Είναι, να διασαφηνίσω, η τάση να καθυστερείς εξωφρενικά την ώρα του ύπνου σου, προκειμένου να έχεις λίγη δική σου ποιοτική ζωή σε ώρες που κανείς και τίποτα δε είναι σε θέση σε ενοχλήσει. Σας θυμίζει κάτι; Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από ερευνητές το 2014 και η πρακτική φούντωσε στις καραντίνες.
Επειτα, σαν να καθιερώθηκε. Πιο επιρρεπείς σε αυτήν, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι γονείς με μικρά παιδιά, οι φοιτητές, οι έχοντες ιδιαίτερα απαιτητικές δουλειές, οι νυχτερινοί τύποι (ένεκα του βιολογικού ρολογιού τους) και όσοι αναβάλλουν τα πάντα εν γένει. Και εκείνοι, θα συμπληρώσω, που έχουν κουραστεί από την πολλή συνάφεια του κόσμου και θέλουν να ζουν τις ώρες που οι άλλοι είναι απόντες (το Atlantic τους αποκαλεί «nocturnals», δηλαδή «νυκτόβιους»).
Κορίτσι της νύχτας, τι άλλο να σου πω;
Δεν είναι τυχαίο ότι στο βιβλίο της, που είναι λίγο αυτοβιογραφία, λίγο ανθρωπολογική έρευνα και λίγο εκλαϊκευμένη επιστήμη, η Αμπς επικεντρώνεται στις γυναίκες. Γιατί, όπως αναφέρει, αυτές πάντα έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες, ακόμα και τη νύχτα.
Παίρνει, μάλιστα, συνέντευξη από την ξεναγό Καρολάιν Γουάιτμαν, που ειδικεύεται στις νυχτερινές περιπατητικές ξεναγήσεις στα Σάουθ Ντάουνς της νοτιοανατολικής Αγγλίας (βασική προϋπόθεση για να πάρεις μέρος σε αυτές είναι να φοράς ρούχα που δεν κάνουν θόρυβο, δεν θροΐζουν, κ.λπ.· οπότε, υποθέτω, ο ταφτάς είναι out of the question).
Αυτές οι βόλτες με φακούς κεφαλής μέσα στο άγριο σκοτάδι είναι ιδιαίτερα συναρπαστικές για τις γυναίκες που συμμετέχουν. Γιατί, όπως τονίζει η βρετανίδα ξεναγός, όπως και να το κάνουμε, εν έτει 2024 δεν συνηθίζουμε να περπατάμε άνετα έξω τέτοιες προχωρημένες ώρες, «τρέμουμε μήπως πέσουμε θύματα βιασμού ή δολοφονίας». Πού ο Κάρολος Ντίκενς, που όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί έκοβε μεταμεσονύχτιες βόλτες στο Λονδίνο. Για να πράξει ακριβώς το ίδιο η Γεωργία Σάνδη έπρεπε να ντυθεί άνδρας.
Οπως και να ‘χει, αν κρίνω από την ειδησεογραφία και τα σκευάσματα/βοηθήματα για «καλύτερο ύπνο» στις διαφημίσεις, η έλλειψη και η κακή ποιότητά του θα συνεχίσουν να μας ταλαιπωρούν. Τουλάχιστον ας μην έχουμε και ενοχές από πάνω.
Αν ο ύπνος δεν έρχεται πάντα ή την ώρα που «πρέπει», ας απολαύσουμε, αν μη τι άλλο, λίγο αυτόν τον χρόνο που οι διασπάσεις και οι προσδοκίες βρίσκονται στο «snooze».