Noμίζω πως την πιο ουσιαστική κουβέντα ολόκληρης της περασμένης εβδομάδας την έκανα με έναν οδηγό ταξί στην τύρβη της Κηφισίας. Οκτώμισι το βράδυ, χωρίς προαστιακό και με τα λεωφορεία ακριβοθώρητα, άνοιξα την κίτρινη πόρτα και περίμενα ότι θα έχανα τουλάχιστον μισή ώρα από τη ζωή μου.
Στην αρχή μια μικρή ανταλλαγή σχολίων για το χάος της καθημερινότητας στην Αθήνα. Κάπως, όμως, το έφερε η κουβέντα και αρχίσαμε να μιλάμε για τους μπαμπάδες μας, τους χαμένους μπαμπάδες μας, τυχεροί και οι δύο που τους χάσαμε υπερήλικες, μια μελαγχολία, βέβαια, σε πιάνει, ειδικά τέτοια εποχή, ναι, μάλλον γιατί πλησιάζει και για τους δυο μας η επέτειος της απώλειας.
Βγαίνοντας από το ταξί ένιωθα πιο ανάλαφρη. Μισή ώρα με έναν άγνωστο άνθρωπο και ήταν ίσως περισσότερη μεστή από όσες είχα μέρες τώρα με οικείους, φίλους ή συνεργάτες. Ισως γιατί είχαμε χρόνο. Γιατί και εγώ δεν έπιασα το κινητό. Ισως γιατί καμια φορά θέλει τρόπο το να πιάνεις κουβέντα. Θυμήθηκα εκείνο τον τίτλο από ένα άρθρο στον Economist που μου είχε κάνει εντύπωση επί καραντίνας: «Τhe vital art of talking to strangers» (Η ζωτική τέχνη τού να μιλάς με ξένους).
Δεν είναι ιδέα μου. Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Personality and Social Psychology κατέδειξε πόσο ευεργετική είναι η αλληλεπίδραση, ακόμα και με ανθρώπους που γνωρίζουμε ελάχιστα. Επίσης, έτερη μελέτη τονίζει ότι έστω και μία μόνο ουσιαστική κουβέντα την ημέρα (κατά προτίμηση δια ζώσης) βοηθάει στην καλή ψυχική υγεία, μειώνοντας τα επίπεδα άγχους.
Λίγα ψίχουλα προσοχής σού γυρεύω
Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος να επικοινωνείς με τους άλλους (ακόμα και αν αυτοί είναι άγνωστοι) έχει τη δική του μυσταγωγία. Ομως όλα και όλοι συμβάλλουν στο να χαθεί.
Αλήθεια, σκεφτείτε το. To να σου απευθύνεται κάποιος και να έχεις την αμέριστη προσοχή του συνιστά σήμερα την πιο extravagant πολυτέλεια. Ακόμα περισσότερο, το να σε ακούει κάποιος αψηφώντας τις ατελείωτες διασπάσεις που τον περιτριγυρίζουν –sms στο κινητό, σκοτούρες, apps, ειδoποιήσεις από το Google calendar, σκουντιές από τα σόσιαλ ή από τα τιγκαρισμένα ενοίκους Αirbnb πεζοδρόμια– είναι σαν να απολαμβάνεις τις ανέσεις ιδιωτικού τζετ στα 40.000 πόδια.
«Δεν είναι μόνο ότι ο κόσμος είναι αγενής», μου λέει ο σερβιτόρος σε πολυσύχναστο καφέ του κέντρου. «Είναι ότι πας να πάρεις παραγγελία και ο άλλος είναι σαν χαμένος. Κοιτάζει το κινητό, σου πετάει “έναν φρέντο σκέτο” χωρίς καν να σε κοιτάζει. Είναι προφανώς “αλλού”, δεν μπορείς να ανταλλάξεις δυο κουβέντες. Tα ίδια και όταν πας για να σε πληρώσει. Καμία επαφή. Από την Covid και μετά η κατάσταση έγινε χειρότερη».
Το καταλαβαίνεις από τις χαοτικές σιωπές στο τηλέφωνο/Zoom/Huddle (του Slack) ότι κανείς δεν είναι ακριβώς «εκεί» όταν μιλάτε. Ακόμα και εκείνο το παλιό αδιάκριτο νοτιοευρωπαϊκό βλέμμα π.χ. στον δρόμο ή στο λεωφορείο τελεί υπό εξαφάνιση. Ο απέναντι είτε παίζει στο τάμπλετ ένα παιχνίδι όπου βάζεις τα υλικά πάνω σε μια ζύμη πίτσας, είτε βλέπει στο κινητό το «Kaos» του Netflix ή το επεισόδιο της «Παραλίας» που έχασε χθες βράδυ.
Η αποψίλωση του small talk
To παλιό καλό «small talk» (συνήθως ανούσιες χαριτωμένες κουβέντες που ανταλλάσσεις με τους άλλους σε στιγμές αμηχανίας για να σπάσεις τον πάγο ή για να «σκοτώσεις» την ώρα) αποψιλώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Πρωτίστως γιατί τότε επλήγησαν ανεπανόρθωτα και οι λεγόμενοι «ασθενείς δεσμοί» («weak ties»), όρος που επινόησε το 1973 ο κοινωνιολόγος του Στάνφορντ, Μαρκ Γκρανοβέτερ. Είναι αυτοί που δεν συγκαταλέγονται σε όσους αποκαλούμε φίλους, ούτε καν στους «γνωστούς» μας.
Είναι όμως όλοι εκείνοι που μας βγάζουν από το περιχαρακωμένο «echo chamber» μας, μας αναγκάζουν να προπονήσουμε τις κοινωνικές μας δεξιότητες και γεφυρώνουν το χάσμα μας με τον έξω κόσμο: ο barista που σου μιλάει για τα χθεσινά γενέθλια της συντρόφου του, η κοπέλα στο αγαπημένο σου μαγαζί που σου λέει ποια παράσταση την ενθουσίασε φέτος, ο ντελιβεράς που σου εξηγεί γιατί έχει εκτιναχθεί η τιμή στο σουβλάκι, κ.τ.λ.
Στην πανδημία πολλοί από αυτούς τους δεσμούς χάθηκαν και δεν επανήλθαν ποτέ. Υστερα επεκτάθηκε η παντοκρατορία των «adult pacifiers» (οι «πιπίλες ενηλίκων»), όπως αριστουργηματικά έχει βαφτίσει τα κινητά η Σίρι Μέλουμαντ, επίκουρη καθηγήτρια Μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Και κάπως έτσι μπήκε σιγά σιγά η ταφόπλακα σε οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη λάιβ «περιφερειακή» επαφή μας.
Πώς να πιάσεις κουβέντα
Δεν είναι τυχαίο ότι τελευταία ο ξένος Τύπος βρίθει οδηγών και οδηγιών για πώς να πιάσεις εύκολα κουβέντα με τους άλλους γύρω σου. Τι είναι καλύτερο; Ενα ανέκδοτο; Ενα κομπλιμέντο; Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες –μάλλον «κριντζ»– ερωτήσεις που πρότεινε προσφάτως το περιοδικό Time: «Ποιο ήταν το καλύτερο κομμάτι της εβδομάδας σου μέχρι τώρα;» «Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα που έχει πει ποτέ κάποιος για σένα;» «Εχεις καμία πρόταση για βιβλίο, podcast ή τηλεοπτική σειρά; Θέλω να ξεκινήσω κάτι καινούργιο». «Θα ήθελες να μπορείς να ταξιδεύεις στον χρόνο ή να διαβάζεις το μυαλό των άλλων;»
Οπως και να το κάνουμε, κάποια θέματα είναι «τζιζ», π.χ. η πολιτική ή η θρησκεία. Σίγουρα αυτό που αρέσει σε όλους είναι να τους θέτεις «ανοιχτές» ερωτήσεις. Προσωπικώς δεν θα ξεχάσω ποτέ που έναν Δεκαπενταύγουστο συνάντησα εντελώς τυχαία κάπου στην Εύβοια τον δάσκαλό μου της ΣΤ’ Δημοτικού. «Είσαι ευτυχισμένη;» ήταν το πρώτο και μοναδικό που με ρώτησε, και μου κόπηκαν τα πόδια.
Κάποιοι, έγραφε προ καιρού η Τζο Ελισον στους Financial Times, είναι πιο χαρισματικοί στο να πιάνουν κουβέντα, κάποιοι λιγότερο, άλλοι θέλουν να προκαλέσουν θόρυβο και πάνε για «μετωπική». Η ίδια θυμάται μια φορά που σε κάποιο επαγγελματικό dinner βρέθηκε δίπλα στον γνωστό συμπατριώτη της συγγραφέα Μάρτιν Εϊμις (πέθανε πέρυσι).
Εκείνος πήγε να την προβοκάρει με ένα «Πάντα πίστευα ότι μπορείς να μάθεις όλα όσα θέλεις για κάποιον ρωτώντας τον μόνο πού στέκεται στο θέμα Ισραήλ-Παλαιστίνη». Ευτυχώς η ίδια είχε γρήγορα αντανακλαστικά: «Η μόνη αξιοπρεπής λύση ήταν να παραστήσω την ηλίθια».
Τελικά έχει σημασία να μη χαθεί η επικοινωνία με τον δίπλα. Και με τους πιο κοντινούς μας, αλλά και με όλες αυτές τις περιφερειακές σχέσεις που μας κρατούν συνδεδεμένους με τον έξω κόσμο. Αλλωστε και σε αυτήν εδώ τη χώρα έχουμε πια ένα θέμα για συζήτηση που κάποτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Αγγλων: τον καιρό.