Αντρέα Φερεόλ και Φιλίπ Νουαρέ στο «Μεγάλο Φαγοπότι» του Μάρκο Φερέρι (1973). Πού να έβλεπαν τα ελληνικά φαγοπότια τα Χριστούγεννα | Films 66
Απόψεις

Η βαρυστομαχιά των Χριστουγέννων

Πριν το γουρούνι βρει την θέση του στο τραπέζι, προσγειώνεται και το μοσχάρι. Αυτό είναι μέσα σε μια μαύρη σάλτσα γεμάτη κρεμμύδια, κόκκους πιπεριού και άλλα καρυκεύματα. Και δίπλα του έρχεται το ρύζι με τους σπόρους από ρόδια, καθότι το μοσχάρι πάει με ρύζι όχι με ψητές πατάτες
Δημήτρης Ευθυμάκης

Δεν αντιλέγω, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πρέπει να ‘ναι πλούσιο. Από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού, η γιορτινή από την καθημερινή τάβλα σε τούτο διέφεραν: η πρώτη είναι επιδεικτικά στρωμένη καλώντας τους συνδαιτυμόνες σ’ ένα ξέσπασμα κατανάλωσης τροφής και ποτού, η δεύτερη είναι επιφορτισμένη απλώς με την ικανοποίηση των αναγκών της καθημερινής επιβίωσης. Αλλά πόσο πλούσιο διάολε;

Πρώτα έρχεται η σούπα. Κοτόσουπα αυγοκομμένη με τον παλιό καλό τρόπο. Μαζί με την σούπα προσγειώνονται στο τραπέζι και τα βρασμένα μπούτια του κοτόπουλου. Μετά την σούπα, αποχωρούν τα βαθιά πιάτα για να κάνουν την εμφάνιση τους τα άδεια ρηχά που βρίσκονται από κάτω. Καταφθάνει το ψητό χοιρινό σε δυο πιατέλες, με την γλυκειά σάλτσα του σε χωριστά σερβίτσια. Eρχεται κι ένα ταψί πατάτες που συνοδεύουν το χοιρινό.

Πριν το γουρούνι βρει την θέση του στο τραπέζι, προσγειώνεται και το μοσχάρι. Αυτό είναι μέσα σε μια μαύρη σάλτσα γεμάτη κρεμμύδια, κόκκους πιπεριού και άλλα καρυκεύματα. Και δίπλα του έρχεται το ρύζι με τους σπόρους από ρόδια, καθότι το μοσχάρι πάει με ρύζι όχι με ψητές πατάτες. Παραλλήλως, κάπου εμφανίζεται και μια τηγανιά σβησμένη με κρασί. Το διπλό μακρύ τραπέζι αρχίζει να αναστενάζει, η δωδεκάδα των συνδαιτυμόνων όλο τακτοποιεί μπας και καταφέρει να βολέψει στην επιφάνεια πιάτα, πιατάκια, σουπιέρες, σαλατιέρες, ψωμιέρες, μακρουλά, τετράγωνα  και στρογγυλά σερβίτσια κάθε είδους.

Καθότι πέραν των κρεάτων και των συνοδευτικών τους, από νωρίς είχαν πάρει την θέση τους ένα σουφλέ που έφερε μια από τις ξαδέρφες (να μην έρθει με άδεια χέρια), μια χορτόπιτα που έφτιαξε η σπιτονοικοκυρά (μην και σκεφτούν πως δεν είχε ποικιλία), τρεις διαφορετικές σαλάτες (λάχανο-ντομάτα, μαρούλι-λάχανο-καρότο και μια με σπανάκι-ρόκα-ρόδι-ξερά σύκα), ένα λουκάνικο που έφτιαξε ο νοικοκύρης (για να βάλει κι αυτός την πινελιά του), ένα τζατζίκι, μια τυροκαυτερή και ένα-δυο ακόμα που είμαι σίγουρος ότι τα είδα όμως είναι αδύνατο να τα θυμηθώ.

Τα πιάτα αρχίζουν να κρέμονται επικίνδυνα από τα μπαλκόνια του τραπεζιού, το ένα καβαλάει το άλλο σαν λαθροεραστές, μόλις μετακινηθεί κάποιο κατ’ ευθείαν η θέση του καταλαμβάνεται, οι πρώτες σάλτσες κυλούν πάνω στο τραπεζομάντηλο, τα ποτήρια αρχίζουν να χάνουν επικίνδυνα την ισορροπία τους μέσα στις συνεχείς μετακινήσεις του χάους που υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Καθότι υπάρχουν ποτηράκια του τσίπουρου (για την αρχή πριν ξεκινήσει το κυρίως φαγητό), του κρασιού, του νερού, παρέα με μπουκάλια κόκκινου κρασιού, άσπρου κρασιού, αναψυκτικών (για τα παιδιά και για όσους τα αναμειγνύουν), κανατάκια με τσιπουράκι και μια κανάτα με νερό.

Αφήνω κατά μέρος τις φέτες του ψωμιού (άσπρο και μαύρο για τις διαιτούμενες κυρίες και τους διαβητικούς), τα αλάτια, τα πιπέρια, τις μουστάρδες και τα εκατοντάδες κουταλομαχαιροπίρουνα που στριμώχνονται στις χαραμάδες. Άσε τις μεγάλες κουτάλες και τις πιρούνες που εξυπηρετούν τις πιατέλες και πηγαινοέρχονται από την ανατολή στην δύση τους για να μην εμποδίζουν τον πιο κοντινό τους να φάει. Τώρα θυμήθηκα αυτό που μου διέφευγε προηγουμένως, ήταν δυο πιάτα με γραβιέρες, χαλούμι ψητό με κάστανα και φέτα.

Κι αφού φάμε και πιούμε, απομακρύνονται κάποια απ’ αυτά, έρχονται καινούρια πιατάκια με κουταλάκια για να υποδεχτούμε τα γλυκά. Μια καρυδόπιτα (της άλλης ξαδέρφης), ένα ρολό μαρμελάδας (από την σπιτονοικοκυρά), ένα μιλφέιγ Κωνσταντινίδη (από τον φιγουρατζή της παρέας) κι ένα κέικ (από την γιαγιά του τραπεζιού). Και μετά έρχονται τα λικεράκια σε κολονάτα ποτηράκια, μαστίχες και πικραμύγδαλα, ένα γερμανικό που κανένας δεν μπορεί να προφέρει και ένα λικέρ λεμόνι που δεν πίνεται κι ας το ονομάζουν  λεμοντσέλο.

Κατά τη μιάμιση σηκωνόμαστε από το τραπέζι τρεκλίζοντας για να φύγουμε, καθότι την επομένη το μεσημέρι (ανήμερα Χριστουγέννων γαρ) θα επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό σε άλλο σπίτι. Επίσης την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στο σπίτι του εορτάζοντος Μανόλη, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ανήμερα ασφαλώς. Ενδέχεται και στο ενδιάμεσο Σαββατοκύριακο να επαναληφθεί εκτάκτως, κάποιο παρεάκι θα κάνουμε για ένα φαγητάκι. Σηκωνόμαστε από το τραπέζι με τις κοιλιές προτεταμένες, χαιρετιόμαστε, φιλιόμαστε και πριν φύγουμε, στεκόμαστε στην εξώπορτα και κάνουμε την συνήθη ευχή: Και του χρόνου με υγεία.

Εμένα μου λες; Αμ δεν το βλέπω…