Στην αρχή της εβδομάδας έλαβα τηλεφώνημα από την Aegean ότι το όνομά μου είναι στη λίστα που εγκρίθηκε για επαναπατρισμό στην Ελλάδα από την Κύπρο. Ημουν εκεί από τις 3 Μαρτίου με σκοπό να μείνω 2-3 εβδομάδες, αλλά λίγες μέρες μετά, μόλις καταγράφηκαν εκεί τα πρώτα κρούσματα μπήκα σε καραντίνα, μαζί με «όσους ήρθαν από την Ελλάδα το τελευταίο 15θήμερο».
Ακολούθησε, στις 25 Μαρτίου, το πρώτο και πιο δραματικό διάγγελμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, που μας προέτρεψε με πολύ αυστηρό τόνο να κλειστούμε όλοι «στα καταφύγια» μας, αλλιώς θα υποστούμε σοβαρές συνέπειες.
Εμεινα εκεί, οχυρωμένος, μέχρι την Πέμπτη 14 Μαΐου που επέστρεψα στη πατρίδα, και σας γράφω τώρα, Παρασκευή 15, από το νέο μου καταφύγιο, το ξενοδοχείο «Stanley» στο Μεταξουργείο, εν αναμονή ενός τηλεφωνήματος, που θα με πληροφορήσει εάν ήταν αρνητικό το τεστ που έκανα χθες φτάνοντας στο «Ελ. Βενιζέλος», οπότε πάω σπίτι μου για τρίτη καραντίνα των 14 ημέρων, ή αν ήταν θετικό, οπότε μένω εδώ μέχρι νεωτέρας και ο Θεός βοηθός!
Θέλω όμως να σας διηγηθώ την ωραία περιπέτεια της επιστροφής μου στην πατρίδα:
Στο αεροδρόμιο της Λάρνακας έφτασα, όπως με συμβούλευσαν από την Aegean, τρεις ώρες πριν από την προγραμματισμένη για τις 5μμ αναχώρηση της πτήσης για Αθήνα. Ήδη, η ουρά ήταν τεράστια, αφού στεκόμασταν ο ένας πίσω από τον άλλον με ενδιάμεση απόσταση 2 μέτρων, εκτός από εκείνους που δεν ταξίδευαν μόνοι, που στέκονταν μαζί, παρέα.
Μάσκες φορούσαν πολλοί, αλλά όχι όλοι. Ημασταν λίγο περισσότεροι από 100. Έλληνες υπήκοοι που ήθελαν και είχαν σοβαρό λόγο να επιστρέψουν, αλλά και μερικοί κύπριοι φοιτητές, κυρίως της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, που επρόκειτο να αρχίσουν κλινική εργασία και εξετάσεις. Κάποιοι λίγοι θα συνέχιζαν το ταξίδι τους στη Θεσσαλονίκη και αλλού, όμως με οδικά μέσα.
Πήγαινες πρώτα σε έναν γκισέ για να πληρώσεις το εισιτήριό σου, περίπου €180, και μετά για τσεκ-ιν και παράδοση αποσκευών, που έγινε από υπαλλήλους εταιρείας handling. Περάσαμε και από την ασφάλεια άνετα και προχωρήσαμε στην αναμονή, στο gate. Το αεροδρόμιο έρημο. Όλα κλειστά. Λες και σταμάτησε ο χρόνος στις αρχές Μαρτίου. Μια διαφήμιση έλεγε «Επενδύστε στην αγορά ακινήτων, και πάρτε υπηκοότητα». Το μόνο που λειτουργούσε ήταν ένα αυτόματο μηχάνημα για νερό – €1 το μικρό μπουκαλάκι. Άμα βρεις νερό στην έρημο, το χρυσοπληρώνεις.
Με καθυστέρηση μιας ώρας, που οφειλόταν στην σχολαστική απολύμανση και προετοιμασία του αεροσκάφους, μεταφερθήκαμε για επιβίβαση σε δύο φουρνιές και να μην συνωστισθούμε σε ένα λεωφορείο. Μπαίνοντας στο αεροπλάνο, οι αεροσυνοδοί μας είπαν να πάρουμε νερό, μάσκα και γάντια, και να τα φοράμε υποχρεωτικά. Όσοι δεν φορούσαν ήδη, έπρεπε να τα βάλουν πριν προχωρήσουν στις θέσεις τους.
Μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της πτήσης χρειάστηκε η αεροσυνοδός να επιπλήξει κάποιον, και ευγενικά να ανακοινώσει από τα μεγάφωνα ότι απαγορεύεται να βγάλουμε τη μάσκα, παρά μόνο για να πιούμε λίγο νερό!
Καθίσαμε αραιά, κανένας δεν είχε άλλον επιβάτη στο διπλανό του κάθισμα. Όλοι ήταν χαρούμενοι που επέστρεφαν, κι ας ήξεραν ότι η περιπέτειά μας δεν τελειώνει με την άφιξη στο Βενιζέλος. Αντίθετα, εκεί αρχίζει.
Το πλήρωμα υποδειγματικό, με ενδυμασία που θύμιζε περισσότερο μονάδα αυξημένης φροντίδας, αλλά πίσω από τη μάσκα και τα ιατρικά γυαλιά διέκρινες τη γνωστή ευγένεια και χαμόγελο. Ο καπετάνιος μας καλωσόρισε «σ’ αυτήν την ειδική πτήση», και η υπεύθυνη καμπίνας μας ζήτησε συγγνώμη που δεν θα μπορέσουν να μας περιποιηθούν όπως πρέπει.
Η πτήση ήταν τέλεια. Ο καιρός πεντακάθαρος. Ό,τι έβλεπες από κάτω, μια ζωγραφιά. Μας είπαν ότι στην Αθήνα μας περιμένουν 40άρια το τριήμερο. Και τι να τα κάνουμε, σκέφτηκα, μέσα στην καραντίνα μας;
Προσγειωθήκαμε σε μίαν Αθήνα που δεν φανταζόμασταν ότι υπήρχε. Από ψηλά, και όσο κατεβαίναμε, όμορφη και πυκνή όπως πάντα, αλλά μόνο που τη χαϊδεύει όλη εκείνη η θαλασσογραμμή από Σούνιο μέχρι Πειραιά, σου φτάνει. Άνθρωπο δεν έβλεπες όμως. Και κίνηση ελάχιστη.
Μου έκανε εντύπωση το χειροκρότημα, όταν μας είπαν «καλωσορίσατε, ευχαριστούμε που πετάξατε μαζί μας, ελπίζουμε την άλλη φορά να σας περιποιηθούμε σωστά, και να προσέχετε τους εαυτούς σας». Στην αρχή ξαφνιάστηκα – πάνε χρόνια από τότε που χειροκροτούσαμε στις προσγειώσεις. Αλλά ασυναίσθητα έκανα και εγώ το ίδιο.
Σε αυτήν την κρίση, το χειροκρότημα είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία μας. Ο τρόπος να πούμε «ευχαριστώ» και «θα τα καταφέρουμε». Μας βγάζει έναν εαυτό, κυρίως απέναντι στους άλλους, δίπλα μας ή μακριά, που ίσως τώρα ανακαλύπτουμε ότι πρέπει να αγαπήσουμε πιο πολύ.
Όπως ανεβήκαμε διατεταγμένα, κατά τις οδηγίες, στο αεροπλάνο, έτσι και κατεβήκαμε. Αυτή τη φορά σε φυσούνα, όπου μας περίμεναν αστυνομικοί, πολύ ευγενικοί, με τις μάσκες τους, που μας συμβούλευσαν να μην βγάλουμε τις δικές μας και να τους ακολουθήσουμε. Σε μια αίθουσα ειδική, δείξαμε διαβατήρια-ταυτότητες και παραδώσαμε συμπληρωμένο ένα «Έντυπο Ενημέρωσης» της Πολιτικής Προστασίας, όπου αναφέραμε την διεύθυνση που θα μέναμε υπό καραντίνα, τηλέφωνα σταθερά και κινητά, και πρόσωπο για να επικοινωνήσουν μαζί του σε περίπτωση που δεν μας βρίσκουν.
Στη συνέχεια συμπληρώσαμε ένα άλλο χαρτάκι, μόνο με τα προσωπικά μας στοιχεία και προωθηθήκαμε, στον ίδιο χώρο παρακάτω, για να μας κάνουν το τεστ. Από το στόμα μας πήραν το δείγμα – στη Κύπρο όπου το έκανα, ήταν από την μύτη, πιο επώδυνο.
Έτσι, φτάσαμε στον χώρο παραλαβής αποσκευών, με μόνους αφιχθέντες εμάς! Ήταν ήδη όλες στον ιμάντα, και μόλις τις πήραμε δυο αστυνομικοί μας συνόδεψαν σε μια πλαϊνή έξοδο, συστήνοντάς μας συνεχώς, και πολύ ευγενικά, να τηρούμε όλοι και πάντα αποστάσεις από τους υπόλοιπους.
Βγαίνοντας έξω, αναπνέοντας πρώτη φορά αττικό αέρα, πολύ ζεστό είναι αλήθεια, μας περίμεναν 4-5 πούλμαν. Πάλι με την σειρά, επιβιβαστήκαμε. Ο οδηγός μας ενημέρωσε ότι θα πάμε στο ξενοδοχείο Stanley στην Πλατεία Καραϊσκάκη, και μας παρακάλεσε, ακόμα και αν ήμασταν με οικογένεια ή φίλους, να καθίσουμε αραιά, θέση παρά θέση, και να μη βγάλουμε μάσκες και γάντια.
Μόνο όταν ξεκινήσαμε, άρχισα να καταλαβαίνω το μέγεθος του κακού. Το αεροδρόμιο που άφησα στις αρχές Μαρτίου, ήταν έρημο και σκοτεινό. Ούτε ένα αυτοκίνητο στα συνήθως γεμάτα πάρκινγκ. Το ξενοδοχείο Σοφιτέλ δίχως ένα φως. Η Αττική Οδός με πολύ λίγα αυτοκίνητα, στα διόδια σχεδόν τίποτα. Φτάσαμε στον προορισμό μας σε περίπου 20 λεπτά.
Στο ξενοδοχείο μάς περίμεναν και μάς υποδέχτηκαν άνθρωποι από την Πολιτική Προστασία, με τις διακριτικές στολές τους. Χαμογελαστοί και αυτοί. Δεν κατεβήκαμε αμέσως, διότι έπρεπε να βγάλουν όλες τις αποσκευές, και να τις παρατάξουν στη σειρά, ώστε με ευκολία και χωρίς να αγγίξουμε άλλες να παραλάβουμε τις δικές μας.
Οι άνθρωποι της Πολιτικής Προστασίας μας καλωσόρισαν ευγενικά, και μας εξήγησαν την επόμενη διαδικασία. Θα μπαίνουμε ένας-ένας, θα προχωράμε στη ρεσεψιόν όπου είναι 4 υπάλληλοι, θα λέμε μόνο το όνομά μας, θα μας δώσουν κλειδί και θα πάμε στα δωμάτιά μας, απ’ όπου θα βγούμε μόνο όταν, μετά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, μας πάρουν τηλέφωνο και μας πουν ότι είναι αρνητικό το τεστ, οπότε πάμε σπίτια μας, ή ότι είναι θετικό, οπότε μένουμε εκεί.
Με το που είπα «Μιχαηλίδης», αμέσως κοίταξαν μια λίστα στο κομπιούτερ, είδαν τον αριθμό δωματίου και μου έδωσαν το κλειδί.
Από το πρώτο μου καταφύγιο εν Ελλάδι σας γράφω τώρα. Μεσημέρι Παρασκευής, εν αναμονή της ετυμηγορίας. Πριν λίγο κτύπησε για τρίτη φορά από το βράδυ της Πέμπτης η πόρτα, και ανοίγοντας βρήκα έξω από αυτήν χάρτινη σακούλα με το φαγητό μου. Ευγενέστατο και πολύ επαγγελματικό το προσωπικό και εδώ.
Είναι πολύ σαφές σε μένα ότι για να δουλέψει όλο αυτό το logistics, έχει γίνει συστηματική δουλειά, σωστή κεντρικά. Κι αυτό μου φέρνει μεγάλη ανακούφιση για τη συνέχεια της περιπέτειάς μου, όποτε με το καλό βγω έξω.
ΥΓ, Σάββατο πρωί: Το τηλεφώνημα από την ρεσεψιόν ήρθε τελικά αργά το απόγευμα της Παρασκευής, και ενώ είχαν αρχίσει να με ζώνουν άσχημες σκέψεις. «Είσαστε καθαρός, μπορείτε να φύγετε», άκουσα μια γυναικεία φωνή. Ένα λεπτό! «Είστε σίγουροι;». Αμέσως, μου αράδιασε μερικά από τα στοιχεία που είχα συμπληρώσει. Όσα περισσότερα άκουγα, τόσο χαμογέλαγα. Και νομίζω πως ακόμα χαμογελάω τώρα, στο ελληνικό μου πια καταφύγιο! Όπου, επί του παρόντος, σύμφωνα με τις οδηγίες που μας έδωσαν, άρχισα να θερμομετριέμαι δύο φορές την ημέρα, έχω απολυμάνει ό,τι έφερα μαζί μου, έκανα την πρώτη μου παραγγελία από το μπακάλικο-μανάβικο της γειτονιάς, και καλωσόρισα σήμερα το πρωί το πρώτο τηλεφώνημα για να ελέγξουν ότι είμαι εκεί που πρέπει!