Μία φράση από βιβλίο του Ντίκενς που διάβασα μικρός και όταν κατάλαβα το νόημα της φρόντισα να μην ξεχάσω, είναι η φράση του κυρίου Ντικ, όταν συναντάει τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.
Ο μικρός Ντέιβιντ όταν μαθαίνει τον θάνατο της μητέρας του φεύγει από το Λονδίνο για να πάει με τα πόδια στο Ντόβερ, όπου μένει η τελευταία επιζούσα συγγενής του, η Μπέτσι Τρότγουντ. Η οποία δεν έχει ποτέ παντρευτεί, δεν είχε παιδιά και όταν τον βλέπει ρακένδυτο στην πόρτα δεν ξέρει τι να κάνει. Φωνάζει λοιπόν τον κύριο Ντικ που νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι και ο κόσμος τον θεωρεί τρελό, αλλά η ίδια ξέρει τη σοφία του. Τον ρωτάει «Τι θα κάνουμε με αυτό το παιδί;». Και ο κύριος Ντικ, αποδεικνύοντας τη σοφία του, απαντάει: «Να του πάρουμε ένα καινούργιο σακάκι». Το θυμάμαι πάντα όταν μετά από κάποια καταστροφή, σε ένα κυκεώνα κραυγών και θρήνων πάει να ξεχαστεί το προφανές: να αντιμετωπιστεί το αρχικό πρόβλημα.
Κάτι που συμβαίνει μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Οποιος παρακολουθεί τις συζητήσεις στα Κοινωνικά Μέσα αλλά και την αρθρογραφία μπορεί να διαβάσει μερικές ντουζίνες από μέτρα που η κυβέρνηση πρέπει να πάρει τώρα. Από το να αλλάξει τους τρόπους που αλλάζουν θέσεις οι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι να εξαρθρωθούν οι συμμορίες Ρομά που κλέβουν τα σύρματα στα συστήματα ασφαλείας. Και όλοι έχουν δίκιο. Και τίποτα δεν πρόκειται να γίνει αν όλοι μαζί απαιτούν αυτό που ζητάνε να γίνει τώρα.
Ποιο είναι το «σακάκι» της ιστορίας: σήμερα, για να μην πω χθες, οι σιδηρόδρομοι να επαναλειτουργήσουν έχοντας λάβει μέτρα ότι κάτι ανάλογο δεν θα ξανασυμβεί. Το τι και το πώς απαιτεί μεγάλη ειδίκευση για να έχει κάποιος γνώμη, αλλά είμαι βέβαιος ότι ο Γεραπετρίτης θα βρει κάποιους να τον βοηθήσουν. Μπορεί να απαξιώνουμε τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά μέσα τους έχουν ένα φιλότιμο που όταν χρειαστεί εκφράζεται έμπρακτα. Φάνηκε και στο δυστύχημα στα Τέμπη όταν τα συνεργεία διάσωσης ξεπέρασαν τα φυσικά τους όρια για να βοηθήσουν. Και όσο και αν οι εποχές έχουν αλλάξει οι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ κάτι θα διατηρούν από την εργατική περηφάνια που κάποτε είχαν τα ΣΕΚ και τα ΣΠΑΠ.
Το δεύτερο βήμα είναι να προφυλαχθεί το υλικό. Επειδή είναι δύσκολο να αστυνομευτούν εκατοντάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, όπως έχω γράψει στο παρελθόν για τους καταλύτες ο μόνος τρόπος για να χτυπηθεί αυτή η κατάρα είναι στα σημεία της πώλησης. Στα χυτήρια που αγοράζουν το μέταλλο, που λόγω του μεγέθους τους είναι εύκολο να εντοπιστούν. Θέμα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στο οποίο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.
Οταν τελειώσουν τα δύο «σακάκια» η κυβέρνηση μπορεί να πάει στα γενικά.
Με πρώτη τη λογική που γίνονται οι προσλήψεις στο Δημόσιο. Το Δημόσιο από εργοδότης έχει γίνει δουλειά. «Δουλεύω στο Δημόσιο. Και αν κάπου δεν με χρειάζονται ή δεν τα καταφέρνω να βρούνε κάπου να με στείλουνε».
Μετά πάμε στα υπόλοιπα. Στις πανεπιστημιακές αστυνομίες, στους δήμους και στις περιφέρειες που και μόνιμος να μην μπεις «μπες τώρα συμβασιούχος και κάποια στιγμή θα μονιμοποιηθείς». Σε αυτούς που νομίζουν ότι ήρθε η ευκαιρία να ανατραπεί το πολίτευμα και γράφουν τα ονόματα των υπουργών Συγκοινωνιών ή όλοι ίδιοι είναι, ελπίζοντας ότι θα ξανάρθει η εποχή των αγανακτισμένων. Και εδώ φαίνεται πόσο εύκολο είναι κάποιος να ξεφύγει, να πλατειάσει και να μην γίνει τίποτα.
Αλλά πρώτα το «σακάκι». Πρώτα σαν κυβέρνηση, θα γλείψεις τις πληγές σου που λένε και οι Αγγλοι, θα υπομείνεις την κριτική της αντιπολίτευσης, θα κοιτάξεις τι μπορείς να κάνεις άμεσα, γιατί για αυτό σε ψήφισαν. Και όταν όλα τελειώσουν μπορούμε να μιλάμε για το τον συνδικαλισμό και το πώς θα καταπολεμηθούν τα ρουσφέτια, που τα ακούω από την εποχή που υπουργός Συγκοινωνιών ήταν ο Δημήτρης Βρανόπουλος και είναι η δοκιμασμένη συνταγή για να μην γίνει τίποτα.