| CreativeProtagon
Απόψεις

Η τουρκική στρατηγική στη Θράκη

Απεργάζεται κάποιο σενάριο πέμπτης φάλαγγας σε ελληνικό έδαφος; Ακραίο. Αυτά που θέλει η Αγκυρα είναι αφενός να διαθέτει έναν μόνιμο μηχανισμό επιρροής επί των τοπικών εξελίξεων, αφετέρου να παρενοχλεί την Αθήνα, θέτοντας ένα επιπλέον θέμα στη μακρά λίστα της διαπραγματευτικής ατζέντας της. Είναι σαν εγωιστικός αυτοσκοπός των Τούρκων...
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Ταξιδεύοντας στα πεδινά και τα ορεινά της Ροδόπης και την Ξάνθης δεν σου χρειάζεται πολύς χρόνος για να καταλάβεις ότι μάλλον βρίσκεσαι στο πιο ιδιόρρυθμο μέρος της Ευρώπης. Δεν είναι μόνο ότι εκεί, εν έτει 2023 και σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, εφαρμόζεται ακόμα η σαρία, ένα νομικό σύστημα βασισμένο στις αρχές του Ισλάμ. Ούτε ότι στη μεν Ροδόπη η πλειονότητα των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι, στη δε Ξάνθη το ποσοστό τους ξεπερνά το 45%.

Το περίεργο είναι ότι, ενώ το σύνοικο –όπως αποκαλείται– στοιχείο συμβιώνει αρμονικά, τουλάχιστον στον αστικό ιστό, η πολιτική πραγματικότητα διαμορφώνεται με βάση το ετερόκλητο κράμα συνθηκών και συγκυριών που καθορίζονται αφενός από τη διαχρονική πορεία των διακρατικών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, αφετέρου από τη βαθιά πολιτισμική διαφορετικότητα, όχι απλώς μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλά ανάμεσα σε αυτούς και τις υπόλοιπες δύο συνιστώσες της μειονότητας: τους Ρομά και τους Πομάκους. Το περίπλοκο εθνικό, κοινωνικό και θρησκευτικό ψηφιδωτό της Θράκης, εκτός από γοητευτικό, μπορεί να γίνει και επικίνδυνο.

Με αφετηρία τη δεκαετία του 1950, μεταξύ Θράκης, Τουρκίας και Κύπρου είχε δημιουργηθεί ένα αλληλεπιδραστικό τρίγωνο με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις. Τα τουρκικά αντίποινα στις δυναμικές προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων για την Ενωση του νησιού με την Ελλάδα περιλάμβαναν τη μεθοδική, βίαιη και αιματηρή εκδίωξη των Ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης. Κατ’ επέκταση, η ελληνική διοίκηση τιμωρούσε ατύπως τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, περιορίζοντας δραστικά τα δικαιώματά της. Μετά τη θέσπιση του νόμου Μητσοτάκη, το 1991, περί ισονομίας και ισοπολιτείας, τα πράγματα βελτιώθηκαν, αλλά ακόμα είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν.

Εκτός, λοιπόν, από την εθνική και τη θρησκευτική συγγένεια με τη μειονότητα, η Αγκυρα βρήκε στη Θράκη εύφορο έδαφος για να καλλιεργήσει την επιρροή της στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ροδόπης και της Ξάνθης. Κάπως έτσι φτάσαμε σήμερα, όταν και με αφορμή τις εθνικές εκλογές του 2023 το μυστικό στα πέριξ και τους γνωρίζοντες την περιοχή κοινοποιήθηκε στο πανελλήνιο: Το τουρκικό προξενείο επηρεάζει σημαντικό τμήμα της μειονότητας και είναι σε θέση να κατευθύνει μέρος της μειονοτικής ψήφου σε βαθμό τέτοιο που να συμβάλει τα μέγιστα στην εκλογή βουλευτών και στους δύο νομούς της Θράκης.

Με άλλα λόγια: Αν είσαι μουσουλμάνος υποψήφιος στη Ροδόπη και στην Ξάνθη εκλέγεσαι μόνο αν έχεις την «έγκριση» του προξενείου. Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ότι χωρίς την τουρκική επιρροή οι υποψηφιότητες είναι σαν την παλίρροια και την άμπωτη: από ευνοούμενος και από τα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου μπορεί να βρεθείς στο περιθώριο της Θράκης.

Το μεγάλο ερώτημα είναι τι ακριβώς θέλει η Τουρκία στη Θράκη. Αλλιώς διατυπωμένο: Απεργάζεται κάποιο σενάριο πέμπτης φάλαγγας σε ελληνικό έδαφος; Ακραίο. Αυτά που θέλει η Αγκυρα είναι, αφενός να διαθέτει έναν μόνιμο μηχανισμό επιρροής επί των τοπικών εξελίξεων, αφετέρου να παρενοχλεί την Αθήνα θέτοντας ένα επιπλέον θέμα στη μακρά λίστα της διαπραγματευτικής ατζέντας της.

Είναι σαν εγωιστικός αυτοσκοπός των Τούρκων να υποδεικνύουν την Ελλάδα στη Δύση ως χώρα που παραβιάζει τα ανθρώπινα και τα ατομικά δικαιώματα στη Θράκη, αρνούμενη να αποδεχτεί τον όρο «τουρκικός» στον προσδιορισμό τόσο της ίδια της μειονότητας όσο και των διαφόρων συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Οπως η Ευρώπη και οι ΗΠΑ κατηγορούν την Αγκυρα για σειρά παραβιάσεων του Κράτους Δικαίου στο εσωτερικό, έτσι και η Αγκυρα κατηγορεί την Αθήνα ότι εδώ και χρόνια αρνείται να εφαρμόσει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

«Οπλο» του προξενείου στη Θράκη, εκτός από το χρήμα, είναι η τουρκική ταυτότητα. Δυστυχώς, όμως, η ταυτότητα δεν επιβάλλεται απλώς και μόνο από το προξενείο και τους συλλειτουργούς του. Σε μεγάλο μέρος της μειονότητας η τουρκική ταυτότητα, ένα ζήτημα με ισχυρές πολιτισμικές ρίζες, είναι εμπεδωμένη εδώ και δεκαετίες. Στους πληθυσμούς που παρακολουθούν μόνο τουρκική τηλεόραση, δηλαδή πρόγραμμα γεμάτο με εθνικιστικούς συμβολισμούς, τουρκοκεντρικά σημαινόμενα και ισλαμιστική κουλτούρα: από τις ειδήσεις και τις ενημερωτικές εκπομπές έως τα σίριαλ και τα τηλεπαιχνίδια. Στις οικογένειες που έχουν συγγενείς στην Τουρκία και που σπουδάζουν τα παιδιά τους στα τουρκικά πανεπιστήμια. Στην πολύ μικρή αλλά εξαιρετικά δυναμική επιχειρηματική και εμπορική τάξη που συναλλάσσεται με τις τουρκικές τράπεζες και επενδύει στην Τουρκία. Σε όλους όσοι επιλέγουν να περάσουν τις διακοπές και τον ελεύθερο χρόνο τους στην Τουρκία.

Οσο η πλειοψηφία της μειονότητας δεν αστικοποιείται, όσο παραμένει κάτω από τα όρια της φτώχειας, όσο δεν μιλάει καλά ελληνικά, όσο παραμένει εγκλωβισμένη στο σχεδόν προνεωτερικό πλαίσιο, τόσο πιο ευεπίφορη θα είναι στις διαθέσεις του τουρκικού προξενείου, τόσο πιο εύκολα θα περνάει η προπαγάνδα της τουρκικής ταυτότητας. Αρκεί κανείς να αναζητήσει τον αριθμό των μικτών γάμων στην περιοχή και θα απογοητευθεί από τους πενιχρούς αριθμούς. Πώς, λοιπόν, θα αφήσει πίσω του το μειονοτικό «στίγμα», άρα και την τουρκική ταυτότητα;

«Γιατί να ενοχλεί η τουρκική σημαία στη Θράκη; Γιατί να ενοχλεί που εγώ νιώθω και Τουρκάλα και Ελληνίδα; Η ταυτότητα ενός ανθρώπου δεν αλλάζει, δεν αφαιρείται, αλλά είναι δυνατόν σήμερα να μιλάμε για ταυτότητες;» συνηθίζει να αναρωτιέται με επίπλαστη αφέλεια η πρόεδρος του Κόμματος Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ) Τσιγδέμ Ασάφογλου. Το ΚΙΕΦ είναι το μειονοτικό κόμμα, ιδρυθέν από τον περίφημο Αχμέτ Σαδίκ, που στις δύο τελευταίες ευρωεκλογές πρώτευσε σε Ροδόπη και Ξάνθη και το οποίο λειτουργεί ως ο πλέον δυναμικός βραχίονας του προξενείου, ειδικά στα ταυτοτικά ζητήματα.

Αν το ΚΙΕΦ έχει συγκεντρώσει στους κόλπους του την πλειοψηφία των λεγόμενων «τουρκογενών», η Αγκυρα σαν οδοστρωτήρας επιχειρεί να επιβάλει την τουρκική ταυτότητα και στους Πομάκους, αλλά και στους Ρομά. Αμφότεροι, κατά γενική ομολογία, ουδεμία πολιτισμική σχέση έχουν με την Τουρκία – έχουν όμως ανάγκη τα κονδύλια της Diyanet, της πανίσχυρης Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, η οποία επηρεάζει τις μουσουλμανικές μειονότητες σε όλα τα Βαλκάνια.

Στη Θράκη δεν πρόκειται ποτέ να ακούσετε δημοσίως τον εκάστοτε πρόξενο να λέει «ψηφίστε τον τάδε». Δεν χρειάζεται. Αρκεί η από κοινού παρουσία του με συγκεκριμένους υποψηφίους σε κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι για παράδειγμα το ιφτάρ, εν μέσω του Ραμαζανίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις το φαίνεσθαι εμπεριέχει το μήνυμα. Από κοντά και το δίκτυο των ψευδομουφτήδων, των ιεροδιδασκάλων, των δασκάλων στα μειονοτικά σχολεία, των συλλόγων και των οργανώσεων, κεντρικά σχεδιασμένο από το προξενεί για να δείξει ποιοι είναι κάθε φορά οι εκλεκτοί – αυτοί που θα προωθήσουν τα συμφέροντα της κοινότητας.

Οπως λένε άνθρωποι που ασχολούνται εδώ και δεκαετίες με τη Θράκη, δεν έχει σημασία το κόμμα με το οποίο θα εκλεγούν οι μειονοτικοί βουλευτές. Φτάνει να υπάρχουν μουσουλμάνοι στο κοινοβούλιο και, κυρίως, να περιβάλλονται με τις ευλογίες του προξενείου. Σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, χθες ήταν το ΠΑΣΟΚ, σε μερικά χρόνια μπορεί να είναι η Νέα Δημοκρατία.

Στην εν λόγω συγκυρία, το κεντρικό κράτος στην Αγκυρα κρίνει ίσως ότι θα ήταν προσφορότερο να ταλαιπωρήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς αφενός αυτός είναι ο κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, αφετέρου έως και λίγους πριν με αυτόν είχε ο Ερντογάν τις πλέον δυσχερείς σχέσεις. Εξ ου και η προώθηση του Φερχάτ Οζγκιούρ στη Ροδόπη και του Χουσεΐν Ζεϊμπέκ στην Ξάνθη.

Εως πρότινος Ελλάδα και Τουρκία είχαν και έναν κοινό στόχο στη Θράκη – εκκινώντας, φυσικά, από παντελώς διαφορετικές θέσεις και θέλοντας να επιτύχουν παντελώς διαφορετικούς στόχους. Επεδίωκαν την απομόνωση της μειονότητας. Η Ελλάδα για να την πιέζει. Η Τουρκία για να την ελέγχει ευκολότερα δια της ριζοσπαστικοποίησής της.

Η Ελλάδα προτιμούσε να αναδεικνύει και να στηρίζει θεσμικά αμιγώς τη θρησκευτική διάσταση της μειονότητας, διότι αφενός θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα απέκλειε την εισροή του τουρκικού εθνικισμού στη Θράκη, αφετέρου για να αιτιολογήσει το επιχείρημα ότι ο μουφτής, ο οποίος με τη σαρία είναι και δικαστής, δεν μπορεί να εκλέγεται, ειδικά όταν η εκλογή γίνεται δια χειρός ενός ελεγχόμενου και αποτελουμένου μόνο από άνδρες σώμα. Κατέστησε, όμως, με αυτόν τον τρόπο τη μειονότητα ένα μαζικό οπισθοδρομικό μόρφωμα, το οποίο πλέον δύσκολα αλλάζει χαρακτήρα και συνήθειες.

Με αφορμή την τρέχουσα προεκλογική αντιπαράθεση για τη Θράκη ανοίγει πεδίον δόξης λαμπρό για την ελληνική Πολιτεία: Θα κάνει, από την 26η Ιουνίου και μετά, αυτά που πρέπει, έτσι ώστε σε βάθος δεκαετιών να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα; Είναι παραπάνω από αμφίβολο.