Μετά από δέκα περίπου μήνες που είχε κάποια εσωτερικά προβλήματα να λύσει, το «ηθικό πλεονέκτημα» του ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε στη χώρα. Με άλλον αρχηγό αλλά με τα ίδια εργαλεία: τη λάσπη, την τοξικότητα και τη στοχοποίηση προσώπων.
Είναι ωστόσο πολύ περίεργο ότι η άλλη πλευρά, που επί χρόνια αρνείτο να ανοίξει διάλογο με τα κατώτερα πολιτικά ένστικτα και ανταμείφθηκε στην κάλπη, πέφτει ξαφνικά στη λούμπα. Δεν βουτάει αλλά πλησιάζει στο βούρκο και ζητάει τον λόγο. Με αφορμή το τελευταίο κύμα προσωπικών επιθέσεων (ξανά στη σύζυγο του πρωθυπουργού Μαρέβα Μητσοτάκη, σαν τη Μέρα της Μαρμότας), την ισοπέδωση για τους θεσμούς (Δικαιοσύνη) και τις αστειότητες για το αδιάβλητο των εκλογών, η ΝΔ τσιμπάει.
Και δεν είναι ότι δεν γνωρίζουν πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι. Η ίδια δουλειά γίνεται εδώ και 14 χρόνια. Και ο βούρκος είναι κάτι γνωστό ως πολιτική παράμετρος στη σύγχρονη πολτική πραγματικότητα. Σε προκαλεί, σε τσιγκλάει, περιμένει να αντιδράσεις συναισθηματικά. Για να βουτήξεις μέσα ώστε να γίνεις ένα με αυτόν. Γιατί ξέρει ο καημένος πως αν μείνει μοναχός του η αποφορά που αναδίδει (η μπόχα σε απλά ελληνικά) είναι απωθητική. Αρα ευνοεί αυτομάτως αυτούς που μένουν απέξω.
Τι στην ευχή τους έπιασε στο Μαξίμου και στη Νέα Δημοκρατία και προσπαθούν να βγάλουν άκρη με τον βούρκο; Εβγαλε κανείς ποτέ άκρη;
Ας κάνουμε μια αναδρομή.
Επί τέσσερα χρόνια, την περίοδο 2019-2023, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του (κάποια έχουν μετακινηθεί πλέον στη Νέα Αριστερά) στηρίχθηκε στην τοξικότητα και στις ακραίες εκφράσεις εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παράλληλα, λογαριασμοί των social media και στρατευμένα δημοσιεύματα άνοιγαν καμπάνιες κατασυκοφάντησης του εκάστοτε στόχου. Αλλοτε ήταν η σύζυγος του πρωθυπουργού, άλλοτε κάποιο από τα παιδιά του και κατά κανόνα οποιοσδήποτε εργαζόταν ή συνεργαζόταν με το Μαξίμου. Τότε, δεν βούτηξαν στον βόθρο από την πλευρά της ΝΔ. Αρνήθηκαν. Υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνουν τώρα, ενόψει ευρωεκλογών, κι ενώ κέρδισαν μόλις προ εννέα μηνών εθνικές εκλογές με 23 μονάδες διαφορά;
Τα θυμόμαστε όλοι. Δεν έγιναν δα και τόσο παλιά όλα αυτά. Η βασική θεματική ήταν ότι μας κυβερνούσε μια δράκα παιδεραστών που προμήθευε ανήλικα προσφυγόπουλα σε βιαστές (υπό το hashtag «#ΝΔ_Παιδεραστές»). Παράλληλα, έπεφταν καθημερινά κουβάδες με λάσπη στα κοινωνικά δίκτυα σε συνδυασμό με θεωρίες συνωμοσίας για τα εμβόλια και την πανδημία. Ενώ τον τελευταίο χρόνο πριν από τις εκλογές του 2023, όλο αυτό σχηματοποιήθηκε υπό το ακλόνητο… επιχείρημα «#Μητσοτάκη_γ@μιέσ@ι». Το οποίο ακόμη κι αν δεν κατασκευάστηκε από την Κουμουνδούρου (όπως πολλοί πιστεύουν) ήταν προφανές ότι στηριζόταν από τον διαδικτυακό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Εφτιαξε ή πριμοδότησε τότε (ή οποτεδήποτε) η κεντροδεξιά παράταξη σύνθημα τύπου «Τσίπρα_γ….»; Οχι φυσικά. Εφτιαξε ποτέ κατηγορητήριο για «ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο» μετά το Μάτι για οποιοδήποτε υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ; Τότε, γιατί τώρα ταράζονται όταν η Τζάκρη ανεμίζει ένα χαρτί και αρθρώνει πομπωδώς κατηγορίες για ό,τι μπορείς να φανταστείς; Δεν το περίμεναν; Τους είναι ξένο αυτό το κλίμα; Τόσα χρόνια δεν ήταν αρκετά για να καταλάβουν στην ΝΔ πώς παίζεται το παιχνίδι από την άλλη πλευρά;
Πώς αντιδρούσε μέχρι τώρα ο Μητσοτάκης σε ολα αυτά; Με ψυχραιμία και με εστίαση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων για τη μεσαία τάξη και τα πιο αδύναμα στρώματα. Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε με διαφορά τη μάχη στα social media αλλά έχασε με διαφορά το Κερατσίνι, τη Δραπετσώνα και το Πέραμα.
Μετά το αποτέλεσμα των δύο εθνικών εκλογών, ακολούθησαν εννέα περίπου μήνες κατά τους οποίους το φαινόμενο καταλάγιασε. Οι φορείς αυτού του κλίματος στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου με αφορμή τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ. Και με τον πρώην γραμματέα του κόμματος, Πάνο Σκουρλέτη, να προσφεύγει στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (2/11) θέτοντας ο ίδιος ζήτημα εξυγίανσης του δημόσιου λόγου. Προηγουμένως είχε δοκιμάσει λίγο από το δηλητήριο των «υπογείων» του Κουμουνδούρου (o ίδιος αναφέρθηκε σε αυτά), το οποίο εκτοξευόταν επί χρόνια προς τον κ. Μητσοτάκη και σε όσους τον περιέβαλαν.
Τι άλλαξε και επανήλθε τώρα η τοξικότητα μετά από εννέα μήνες ανάπαυλας; Οχι και πολλά. Ισως απλά πλησιάζουν κάλπες και δεν υπάρχει κάποια καλύτερη στρατηγική. Το κλίμα των τελευταίων ημερών δεν έχει δηλαδή καμία πρωτοτυπία και τίποτε το διαφορετικό σε σύγκριση με τους προηγούμενους κύκλους.
Την περασμένη δεκαετία, όσοι χρησιμοποιούσαν το εν λόγω εργαλείο εκμεταλλεύονταν τον πόνο και την απόγνωση από τα μέτρα λιτότητας. Το 2020 εκμεταλλεύονταν την ανασφάλεια και τον φόβο για την πανδημία, ενώ τώρα εργαλειοποιούν τον ανείπωτο πόνο των συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών. Οι οποίοι αναζητούν απαντήσεις για το πώς χάθηκαν τα παιδιά τους και με ευθύνη της κυβέρνησης (αρκεί η εικόνα της Εξεταστικής) σχημάτισαν την εντύπωση ότι επιχειρείται συγκάλυψη.
Η συνταγή της τοξικότητας λοιπόν είναι παλιά και δοκιμασμένη: αρχίζουμε με τον ανθρώπινο πόνο. Εμφανιζόμαστε ως οι άνθρωποι που τον αντιλαμβάνονται. Στη συνέχεια γενικεύουμε. Ολα σάπια και ύποπτα: ο πρωθυπουργός και η οικογένειά του, η κυβέρνηση, η Δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι —εξαιρούνται όσοι είναι μαζί μας, άρα με τον πόνο των ανθρώπων, όπως ήταν πχ. οι Γιώργος Τράγκας και Γιώργος Κουρής την περασμένη δεκαετία. Μετά από αυτά, για ασφάλεια και για να μην «κάτσει» το γλυκό, η συνταγή προβλέπει την αναφορά στις εκλογές. Που είναι πειραγμένες και αναξιόπιστες. Οπως όλοι και όλα. Αρα αν χάσουμε, αν ο κόσμος μας αποδοκιμάσει, τότε κάτι ύποπτο έχει συμβεί.
Είναι εξαιρετικά απλό όλο αυτό και συχνά πιάνει. Οχι μόνο στις ημέρες μας (στην εποχή του Διαδικτύου), ούτε μόνο εδώ (στην Ελλάδα). Υπάρχει από την αρχαιότητα (μας το λέει ο Αριστοφάνης) και αποδίδει σε όλο τον κόσμο (το απέδειξε ο Τραμπ). Το βασικό πλεονέκτημα είναι ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να εκτελέσει αυτή τη συνταγή: ούτε για τη χώρα, ούτε για το πολίτευμά της, ούτε για τους θεσμούς, ούτε για την πολιτική της ιστορία. Απόδειξη ο ουρανοκατέβατος Στέφανος Κασσελάκης.
Τι αλλάζει αυτή τη φορά; Οτι η άλλη πλευρά δείχνει να τσιμπάει. Ενώ πρόσφατα, πριν από έναν μόλις χρόνο, εστιάζοντας στην πολιτική και στα πραγματικά προβλήματα, η ΝΔ μετέτρεψε το 2023 το κλίμα αυτό σε πλεονέκτημα. Και πέτυχε τη μεγαλύτερη εκλογική νίκη στην ιστορία της Μεταπολίτευσης.