Η δόση του στεγαστικού ήταν 900 ευρώ τον μήνα. Εξυπηρετήθηκε ανελλιπώς επί δέκα χρόνια, μέχρι που η κρίση στρίμωξε άσχημα αυτόν που το πήρε. Συνέχισε να το πληρώνει ως το 2016, οπότε πήγε μόνος του στην τράπεζα και ζήτησε έναν διακανονισμό για χαμηλότερη δόση, αφού τα εισοδήματά του είχαν πέσει στο ένα τρίτο. Τους είπε «πληρώνω κανονικά ως τώρα, αλλά στο μέλλον δεν θα τα καταφέρω, ας συμφωνήσουμε στα 400 ευρώ που μπορώ να δίνω». Η απάντηση της τράπεζας ήταν «όσο το δάνειο εξυπηρετείται, διακανονισμός δεν υπάρχει».
Τους ξανάπε «δεν θέλω να κοκκινίσει το δάνειο», πλην εκείνοι ήταν ανένδοτοι. Δάνειο που πληρώνεται, δεν διακανονίζεται. Τελεία και παύλα. Ομως, με βάση το κουτσουρεμένο εισόδημά του, ο δανειολήπτης ήταν αδύνατο να πληρώνει 900 ευρώ τον μήνα. Πήγε σε δικηγόρο, ο οποίος ήταν σαφής. «Κοκκίνισέ το, αλλιώς διακανονισμός δεν υπάρχει. Μην πληρώσεις δύο δόσεις, θα σε πρήξουν για λίγο οι εισπρακτικές και μετά θα κάνουμε αίτημα διακανονισμού και θα τα τακτοποιήσουμε». Δεν το ήθελε, αλλά υποχρεωτικά το έκανε.
Οταν, μετά από τρεις μήνες απλήρωτων δόσεων, ο ιδιοκτήτης με τον δικηγόρο πήγαν στην τράπεζα με τα χαρτιά του ακινήτου και της πετσοκομμένης μισθοδοσίας ανά χείρας, πήραν άλλη ψυχρολουσία. «Διακανονισμός δεν μπορεί να γίνει, διότι τα δικά σας εισοδήματα πράγματι μειώθηκαν, αλλά τα εισοδήματα του εγγυητή παραμένουν αμετάβλητα. Να πληρώνει τη δόση ο εγγυητής». Ο ιδιοκτήτης τρελάθηκε. Ο εγγυητής ήταν συγγενικό του πρόσωπο που με καλή πίστη έβαλε υπογραφή, δεν μπορούσε όμως να του ζητήσει να πληρώνει 900 ευρώ τον μήνα για το δικό του σπίτι.
Επί έναν ολόκληρο χρόνο συνεχίστηκε αυτό το «διακανονίστε-δεν διακανονίζουμε», με τις απλήρωτες δόσεις να τρέχουν. Ο ιδιοκτήτης άρχισε να συνειδητοποιεί ότι θα χάσει το σπίτι στα καλά καθούμενα. Στο μεταξύ, τόσο αυτός όσο και ο εγγυητής είχαν μπει στον Τειρεσία. Εβαλε λιτούς και δεμένους, κατάφερε να προσεγγίσει ένα ανώτατο στέλεχος της τράπεζας, μέσω του οποίου έγινε εφικτό να εγκριθεί «κατά απόλυτη παρέκκλιση» μια πενταετής μείωση δόσης στα 500 ευρώ μηνιαίως, με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής.
Στους έξι μήνες πάνω, ενημερώθηκε ότι χρωστάει στην τράπεζα άλλα 3.000 ευρώ (έξι δόσεις δηλαδή), διότι με τον διακανονισμό που έγινε έπρεπε να πληρωθεί ξανά από την αρχή όλος ο φάκελος του δανείου, δηλαδή δικηγόροι, μηχανικοί, συμβολαιογράφοι, άλλα έξοδα κλπ. Ολα είχαν γίνει με μια απλή υπογραφή, κανένας μηχανικός δεν εμφανίστηκε, πλην έτσι έλεγαν τα ψιλά γράμματα. Πλήρωσε τα κερατιάτικα και συνέχισε να δίνει τα 500 μηνιαίως δίχως την παραμικρή καθυστέρηση. Το fund που στο μεταξύ είχε αγοράσει το δάνειο του, επειδή ήταν συνεπής, όταν έληξε η πρώτη πενταετία, του ανανέωσε το ίδιο ποσό για ακόμα πέντε χρόνια δίχως –ομολογουμένως– να του δημιουργήσει πρόβλημα.
Το δάνειο συνεχίζει έως σήμερα να πληρώνεται κανονικά (έβδομος χρόνος), όμως από το καλοκαίρι οι δόσεις άρχισαν να ανεβαίνουν λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Το αρχικά 500 ευρώ έγιναν 520, μετά 544, στη συνέχεια 563 και αυτό τον μήνα είναι 588 ευρώ. Το αρχικό επιτόκιο ήταν 2,62% και σήμερα είναι 4,32%. Οπως πάει το πράγμα, σε δύο μήνες η δόση ενδεχομένως να προσεγγίσει τα 650 ευρώ. Η διαφορά είναι τεράστια πλέον, δυσβάσταχτη. Ο ιδιοκτήτης είχε ζητήσει 400 τον μήνα, του έβαλαν 500, τα πληρώνει ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού, αλλά πάνω από 600 είναι αδύνατο να δίνει.
Αν όμως δεν πληρώνει έστω μία δόση, τότε όλος ο διακανονισμός καταπέφτει και το ποσό επιστρέφει στα αρχικά 900 ευρώ, που πλέον, με τα νέα επιτόκια, θα είναι 1.100-1.200. Η κυβέρνηση δεν πολυσκέφτεται να υποβοηθήσει αυτή τη συνομοταξία συνεπών ανθρώπων, αλλά κατευθύνει το χρήμα που μπορεί να διαθέσει για ανακούφιση των πολιτών. Δεν κρίνω αν έχει δίκιο ή άδικο, πάντως λίαν συντόμως ο άνθρωπος αυτός θα ξαναβρεθεί κόκκινος, με τις εισπρακτικές να του χτυπάνε μέρα-νύχτα το τηλέφωνο. Και φυσικά, θα χάσει τελικά το σπίτι και όσα πλήρωσε ως τώρα.
Αυτή ήταν η μικρή, ασήμαντη αλλά και θλιβερή ιστορία ενός έντιμου και συνεπούς δανειολήπτη. Καλημέρα σας. Ή μήπως καληνύχτα σας;