Μακρόν, Μητσοτάκης, Σολτς: Ο «γαλλογερμανικός άξονας» βρίσκεται ενώπιον νέων προκλήσεων στη διαχείριση των οποίων είναι έτοιμη να συμμετάσχει και η Ελλάδα | CreativeProtagon /Reuters
Απόψεις

Η θέση της Ελλάδας στην αναδυόμενη νέα Ευρώπη

Σε μια στιγμή που η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας αλλάζει ριζικά, η χώρα μας έχει σαφή θέση στο νέο τοπίο. Η υιοθέτηση μιας κοινής προσέγγισης στην άσκηση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας που θα έχει στον πυρήνα της τα ευρωπαϊκά εδάφη και τις ευρωπαϊκές αξίες, αποτελεί για αυτήν το επιθυμητό πλαίσιο
Δημήτρης Τσιόδρας

«Αδύναμη Ευρώπη», «τι κάνει η Ευρώπη», «απούσα Ευρώπη», «αμήχανη Ευρώπη». Τίτλοι κι εκφράσεις που βλέπαμε κι ακούγαμε διαρκώς μαζί με ποικίλες αναλύσεις για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, οι οποίες κατέληγαν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: ότι η Ε.Ε. εμφανίζεται αμήχανη μπροστά σε κάθε μεγάλη κρίση ακόμη κι αν αφορά τη γειτονιά ή τα εδάφη της.

Παρότι η αμηχανία και ο δισταγμός ήταν πράγματι εμφανή στις συλλογικές ευρωπαϊκές αντιδράσεις, όσοι μιλούν για την Ευρώπη και έχουν κατά νου την  εικόνα αδύναμων κρατών, που παρακολουθούν αμήχανα το παγκόσμιο παιχνίδι, που παίζεται από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα, δεν έχουν αντιληφθεί τίποτα από την Ιστορία. Μένουν στην εικόνα της Ευρώπης των τελευταίων δεκαετιών ξεχνώντας ότι επί αιώνες η Ευρώπη ήταν το θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, ότι τα ευρωπαϊκά κράτη πολεμούσαν διαρκώς μεταξύ τους, ότι στα σύνορα Γαλλίας- Γερμανίας έχουν σκοτωθεί εκατομμύρια άνθρωποι πολεμώντας και ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν αιματοκυλίσει όλο τον πλανήτη. «Όλα τα προβλήματα στη διάρκεια της ζωής μου προέκυψαν από την Ευρώπη και λύθηκαν έξω από αυτήν» έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ.

Υστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους με εκατομμύρια νεκρούς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις (υπό τη σκέπη των ΗΠΑ) αποφάσισαν, αντί να πολεμούν διαρκώς μεταξύ τους να συνεργαστούν. Την ανάγκη αυτή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πέραν της εξαιρετικά πρόσφατης μνήμης της καταστροφής, επέτεινε η επέκταση της Ρωσίας, που είχε την Ανατολική Ευρώπη υπό τον έλεγχο της.

Το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική απειλή. Οι Ευρωπαίοι, από σκληροί πολεμιστές, μπήκαν κάτω από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα και τα ευρωπαϊκά κράτη από επιθετικές δυνάμεις (ιδίως η Γερμανία) έγιναν «καταναλωτές ασφάλειας». Μετά τη δημιουργία της  Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, παράλληλα με την ύπαρξη του ΝΑΤΟ, ξεκίνησε και η συζήτηση περί της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Ιδίως μετά τον πόλεμο στην Κορέα και υπό τον φόβο μιας ενδεχόμενη σοβιετικής επίθεσης στην Ευρώπη, άρχισε να συζητείται η ανάγκη ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος και κοινού στρατού. Μεγάλο αγκάθι και άλυτος γρίφος σε όλες τις συζητήσεις, ο ρόλος της Γερμανίας. Ουδείς επιθυμούσε τον επανεξοπλισμό της, λίγα χρόνια μετά την «παρέλαση» των γερμανικών μεραρχιών στα κέντρα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Η ομπρέλα των ΗΠΑ,  υπό τη σκεπή των οποίων λειτουργούσαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις,  παρείχε την απαραίτητη προστασία.

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την εξάλειψη της σοβιετικής απειλής, την ένταξη μεγάλου μέρους των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ,  την αλλαγή των  αμερικανικών προτεραιοτήτων που έχουν στραφεί στην Ασία και στην ανάσχεση της δύναμης της Κίνας θέτοντας την Ευρώπη σε δεύτερη μοίρα, το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας άρχισε να τίθεται σε νέα βάση. Πιο έντονα άρχισε να μιλάει για την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ο Εμανουέλ Μακρόν ενώ πολύ εμφατικά και από τους πρώτους που μίλησε γι’ αυτήν, είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λειτούργησε ως επιταχυντής. Από τη στιγμή που καθίσταται όλο και περισσότερο σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να παραμένουν «καταναλωτές ασφάλειας», πρέπει  να φροντίσουν οι ίδιες την άμυνά τους, έχοντας τις ΗΠΑ σε δεύτερη μοίρα.

Ιστορική από κάθε πλευρά είναι η αλλαγή του μεταπολεμικού δόγματος της Γερμανίας και η απόφαση να διατεθούν 100 δισ. για την άμυνα. Η απόφαση έγινε δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα. Παρότι η  Γερμανία, είναι η πιο ισχυρή οικονομικά δύναμη στην Ευρώπη, ουδείς θα ήθελε να τη δει να πρωταγωνιστεί σε στρατιωτικά θέματα. Η Γαλλία, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας που ήταν η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη και μπορούσε να λειτουργεί εξισορροπητικά, είναι η  χώρα που έχει όλες τος προϋποθέσεις να πρωταγωνιστήσει. Είναι πυρηνική δύναμη, έχει τον πιο ισχυρό στρατό και η ενίσχυση του ρόλου της δεν παραπέμπει σε αρνητικούς συνειρμούς. Οι όποιες πρωτοβουλίες δεν μπορούν να αναληφθούν δίχως τη συναίνεση της Γερμανίας, όπως γίνεται με όλα τα σημαντικά βήματα στην Ε.Ε. Ο περίφημος «γαλλογερμανικός άξονας» βρίσκεται ενώπιον νέων προκλήσεων.

Σε αυτό το νέο τοπίο, οι αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ελληνικής κυβέρνησης, αποπνέουν σαφήνεια, σοβαρότητα και αποφασιστικότητα. Η πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ακριβώς από αυτά τα στοιχεία διαπνεόταν. Η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο μέρος του δυτικού κόσμου, ο οποίος έχει αφετηριακό σημείο αναφοράς τον ελληνικό πολιτισμό. Ασκεί  πολυδιάστατη πολιτική, με δεδομένο όμως ότι είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και αποτελεί το  σύνορο της Ευρώπης με την Ανατολή.  Οι συμφωνίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι σχέσεις με την Κίνα ακόμη και με τη Ρωσία πριν από την εισβολή (ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συναντηθεί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο Σότσι και ο Νίκος Δένδιας με τον Σεργκέι Λαβρόφ στη Μόσχα), δείχνουν αυτόν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα. Που δεν στερείται όμως σαφούς πυξίδας.

Σε μια στιγμή που η ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας  αλλάζει ριζικά σε σχέση που αυτά που γνωρίζαμε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο αλλά και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και όλοι αντιλαμβάνονται τους κινδύνους του αναθεωρητισμού, η χώρα μας έχει σαφή θέση στο νέο τοπίο. Η υιοθέτηση μιας κοινής προσέγγισης στην άσκηση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας που θα έχει στον πυρήνα της τα ευρωπαϊκά εδάφη και τις ευρωπαϊκές αξίες, αποτελεί το επιθυμητό πλαίσιο για την Ελλάδα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη στρατηγική συμφωνία με τη Γαλλία, τη συνολικότερη παρουσία του στην Ευρώπη και διεθνώς έχει αναβαθμίσει τον ρόλο και την αξιοπιστία της χώρας.

Η νέα εποχή για την Ευρώπη ελπίζω να διαψεύσει την θέση του Hans Morgenthau ότι «όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι προετοιμασία, διεξαγωγή και ανάκαμψη από πολέμους» και οι δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας που έζησε η ήπειρός μας μετά τον πόλεμο να μην είναι απλώς ένα «φωτεινό παράθυρο». Η κοινή άμυνα που θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επίδοξους κατακτητές, είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για την ειρήνη. Ένας από τους πρωταγωνιστές της μεταπολεμικής εποχής στην Ευρώπη, ο βέλγος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Πολ Ανρί Σπάακ, είχε πει στις απαρχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης ότι «ο πραγματικός πατέρας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι ο Στάλιν», λόγω του φόβου που ενέπνεε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ισως σήμερα, 70 χρόνια μετά, πατέρας της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και επιταχυντής της ενοποίησης, αποδειχθεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν.


* Ο Δημήτρης Τσιόδρας είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού