Σε έναν αποχαιρετιστήριο λόγο της στο Κοινοβούλιο στις 17 Ιουλίου η Τερέζα Μέι σκιαγράφησε μεταξύ των άλλων (και με φανερή πίκρα) μια ανησυχητική κατάσταση της Πολιτικής, κυρίως ως προς τους όρους και τους τρόπους διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου στη συγκυρία του Brexit.
Τόνισε λοιπόν μεταξύ άλλων την «ανικανότητα να συνδυάζονται αρχές με πραγματισμό ώστε να προκύπτουν συμβιβασμοί, όπου χρειάζεται», το ότι «αρκεί κάποιος να εκφράζει την άποψή του αρκετά δυνατά και συνεχώς, για να περάσει το δικό του», την υποχώρηση της «ικανότητας των μεν να διαφωνούν χωρίς να υποβαθμίζουν τις απόψεις των δε», την άνεση που παρέχει η τεχνολογία μέσω του διαδικτύου «να μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζουν το θυμό και τα άγχη τους χωρίς φίλτρα ή κάποια αίσθηση υπευθυνότητας».
Επίσης, ότι «γίνονται επιθετικοί ισχυρισμοί χωρίς σύνδεση με πραγματικά γεγονότα ή με την πολυπλοκότητα των σχετικών θεμάτων και σε ένα περιβάλλον όπου οι πιο ακραίες απόψεις τραβούν την περισσότερη προσοχή».
Ετσι, «αυτή η κατάπτωση της δημόσιας αντιπαράθεσης που σε μερικές περιπτώσεις φθάνει σε εγκληματικό επίπεδο διαβρώνει τις δημοκρατικές αξίες που θα έπρεπε όλοι να κρατήσουμε και απειλεί να συρρικνώσει το χώρο για ορθολογική αντιπαράθεση ανατρέποντας την αρχή της ελευθερίας του λόγου.
» Κι αυτό δεν δημιουργεί μόνο ένα δυσάρεστο περιβάλλον. Οι λέξεις έχουν συνέπειες. Και ο νοσηρός λόγος όταν δεν αντιμετωπίζεται αποτελεί το πρώτο βήμα μιας πορείας που οδηγεί σε νοσηρές δράσεις. Το πρώτο βήμα για έναν πολύ πιο σκοτεινό χώρο, όπου το μίσος και η προκατάληψη καθοδηγούν όχι μόνο ό,τι λένε οι άνθρωποι αλλά και ό, τι κάνουν».
Ο Χάμπερμας για τη σημασία και τα χαρακτηριστικά του πολιτικού διαλόγου
Αυτό το θέμα, ότι βασικό στοιχείο μιας δημοκρατίας, που λειτουργεί, προωθώντας αποτελεσματικά τα συμφέροντα και την ευημερία της κοινωνίας, είναι η έλλογη αντιπαράθεση επιχειρημάτων σε συνδυασμό με την ελευθερία του λόγου, ήρθε για εντελώς διαφορετικό λόγο στη δημοσιότητα στη Γερμανία στα μέσα του Ιουνίου.
Αιτία ήταν τα 90ά γενέθλια του θεωρούμενου ως σημαντικότερου εν ζωή γερμανού φιλόσοφου (από τη δεύτερη γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης), του Γιούργκεν Χάμπερμας, (στις 18 Ιουνίου) κύριο στοιχείο του έργου του οποίου αποτελούν ακριβώς αυτές οι έννοιες της δημοσιότητας και των συνθηκών του δημοκρατικού διαλόγου σε μία κοινωνία.
Πολλές εκδηλώσεις, ομιλία του ίδιου του Χάμπερμας στο πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φραγκφούρτης (του οποίου υπήρξε καθηγητής) μπροστά σε 3.000 φοιτητές και πλήθος αφιερωμάτων στον Τύπο, μεταξύ των οποίων ξεχώρισε το οκτασέλιδο αφιέρωμα της Zeit, με κεντρικό κείμενο από τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην πρόεδρο του SPD αντικαγκελάριο στην προηγούμενη κυβέρνηση Συνασπισμού με την Ανγκέλα Μέρκελ, ανέδειξαν το έργο και την προσωπικότητα του τιμώμενου.
Οι αναφορές εστίαζαν στην μαχητική παρουσία του Χάμπερμας όχι μόνο στον χώρο της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας, αλλά και της πολιτικής τόσο της Γερμανικής, όσο και της Ευρωπαϊκής, τονίζοντας την αναγνώριση της ασυγκράτητης δύναμης της δημοσιότητας και την εμπιστοσύνη του στο Λόγο, συνεχίζοντας στο δρόμο του (ανολοκλήρωτου) Διαφωτισμού, που άνοιξε ο Κάντ με το περίφημο κείμενό του «Was ist Auklaerung» (τι είναι ο Διαφωτισμός).
Τα δύο κύρια σημεία του έργου του (όσο μπορεί κανείς να αναφερθεί αφαιρετικά σε μια διανοητική παραγωγή χιλιάδων σελίδων) είναι η ανάδειξη της σημασίας της δημόσιας σφαίρας, που παρουσιάστηκε το 1961 στο βιβλίο του «ο δομικός μετασχηματισμός της δημοσιότητας» και της επικοινωνιακής δράσης στο πλαίσιο της πολιτικής πράξης, που παρουσιάστηκε το 1981 στο βιβλίο του «η θεωρία της επικοινωνιακής δράσης». Στο έργο αυτό o Χάμπερμας θεωρεί πως ο διάλογος, εφ’ όσον πραγματοποιείται σε πλαίσιο δημοκρατίας, δημοσιότητας και εκπαίδευσης, με βάση κάποια συγκεκριμένα κριτήρια, μπορεί να λειτουργήσει ως όργανο προσέγγισης της αλήθειας.
Ετσι, οι πολύπλοκες σύγχρονες κοινωνίες μπορούν να διαμορφώσουν μία έλλογη ταυτότητα, αν παρέχουν σε όλα τα μέλη τους ισότητα ευκαιριών για τη συμμετοχή τους στον πολιτικό διάλογο, ο οποίος πρέπει ιδανικά να είναι απαλλαγμένος από εξωτερική ισχύ, ανταγωνισμούς, άλλες υπόγειες σχέσεις εξάρτησης ή συμφέροντα και ρητορική, μαζί με την προθυμία να παραδεχθεί κανείς όταν κάνει λάθος και να μην υποστηρίζεται μία θέση ως απόρροια ιδεολογικής ταυτότητας, ώστε η έκβαση του διαλόγου να εξαρτάται μόνο από τα επιχειρήματα και να υπερισχύει το καλύτερο.
Επίσης η ελευθερία του λόγου απαιτεί καλλιεργημένους πολίτες, όπως πίστευε χαρακτηριστικά και ο φιλελεύθερος Τζον Στιούαρτ Μιλλ. Εχουμε λοιπόν εδώ τη διάσταση ενός «επικοινωνιακού Λόγου» και τα κριτήρια που θέτει ο Χάμπερμας ώστε να υπερισχύει το καλύτερο επιχείρημα συγκροτούν ένα είδος Ηθικής του (επικοινωνιακού) Λόγου.
Ιδανικός διάλογος και πολιτική πραγματικότητα
Αντιπαρέβαλα τα αναφερόμενα στον λόγο της Μέι για το πώς πράγματι διεξήχθη ο πολιτικός διάλογος (στην περίπτωση του Brexit) με τις θέσεις του Χάμπερμας στις οποίες αναλύει πώς θα πρέπει να γίνεται αυτό, για να δείξω την προφανή αντίθεσή τους. Νομίζω ότι οι παρατηρήσεις της Μέι ουσιαστικά συνηγορούν υπέρ των θέσεων του Χάμπερμας, εμφανίζοντας αυτό που συμβαίνει ως παραμόρφωση αυτού που θα έπρεπε να συμβαίνει, παραμόρφωση με σοβαρό κόστος για τη δημοκρατία και την κοινωνία, αφού επηρεάζει άμεσα τη χάραξη της πολιτικής.
Αλλωστε και ο ίδιος ο Χάμπερμας διακρίνει μεταξύ της επικοινωνιακής δράσης, που είναι προσανατολισμένη προς μία τελική ιδεατή συμφωνία μεταξύ αυτών που επικοινωνούν, ελεύθερη από κάθε έκφραση κοινωνικής κυριαρχίας και της παραμορφωμένης (ως προς την ιδεατή) επικοινωνίας που πραγματοποιείται υπό την επήρεια διαφόρων μορφών κοινωνικής ισχύος, ή ψυχολογικών παρορμήσεων και ιδεολογικών (και άλλων) προκαταλήψεων. Δεν αγνοεί λοιπόν τη δεύτερη, αλλά με την πρώτη μορφή υπερασπίζεται μία κανονιστική προσέγγιση της δημόσιας επικοινωνίας, που αν εφαρμόζεται επιτρέπει στην κοινωνία να κινείται ορθολογικά.
Από το άλλο μέρος, πάλι, η ιστορία ήδη από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδας (με χαρακτηριστικές τις σχετικές αναφορές του Θουκυδίδη) δείχνει πως ο πολιτικός διάλογος δεν ακολούθησε ποτέ με συνέπεια αυτούς τους κανόνες.
Ετσι, μου φαίνεται πως στον βαθμό που θέλει ένας πολιτικός να περάσει μία πολιτική προς έναν στόχο που θεωρεί κοινωνικά ή οικονομικά επωφελή για τη χώρα, πρέπει να συνδυάζει τόσο την ορθολογική προσέγγιση για τον σχεδιασμό της και την υπεράσπισή της, όσο και ένα σύνολο επικοινωνιακών πρακτικών που θα αντιστοιχούν στα πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της κάθε περίστασης.
Γιατί, αν προσπαθήσει να κρατηθεί μόνο στο πλαίσιο του ορθού επικοινωνιακού Λόγου, σε μία κοινωνία πολιτών που επηρεάζονται από όλα τα άλλα στοιχεία που συνιστούν την κατά Χάμπερμας παραμορφωμένη επικοινωνία (και περιέγραψε με ακρίβεια η Μέι) απλά θα χάσει και η εκ των υστέρων δικαίωση δεν είναι σχεδόν ποτέ χρήσιμη και αρκετή για να αντισταθμίσει μια τέτοια ήττα.
Ταυτόχρονα, έχει νόημα η προσπάθεια για την αποκατάσταση ενός λιγότερο τοξικού πολιτικού κλίματος που θα επιτρέπει την ανάδειξη των καλύτερων επιχειρημάτων. Αλλά, όπως έγραψα και στο προηγούμενο κείμενό μου για την Ελβετία, κι εκεί που ο διάλογος γίνεται σε πολύ καλύτερες συνθήκες από αυτές που επικράτησαν π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία για το Brexit, πολλοί φοβούνται πως το πολιτικό κλίμα χειροτερεύει (αποκτώντας όλο και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε η Μέι).