«Η μελωδία απελευθερώνει». Το έλεγε σχεδόν συνωμοτικά. «Την φοβούνται, τη θεωρούν ευκολία, αλλά αυτή είναι που ανοίγει δρόμους, ανοίγει σύνορα. Η μελωδία δεν είναι βραχνάς. Είναι ελευθερία», μού εξηγούσε – χρόνια πριν – σε κάποια μας (δημοσιογραφική) συνάντηση. Και ήταν σαν ένα μικρό μάθημα αυτή η εξομολόγησή του.
Τα σόσιαλ μίντια ήδη πενθούν τον ευγενικό λάτρη της τέχνης Νότη Μαυρουδή. Το μουσικό, τον κιθαρίστα που άνοιξε δρόμους και στο λαϊκό τραγούδι. Και πολλά άλλα. Θα μού επιτρέψετε να πενθήσω έναν μεγάλο μελωδιστή. Που ήξερε και τι είναι και πώς να την κερδίσει και πόσο να την υπηρετήσει τη μελωδία.
Αρετή σπάνια. Σπανιότατη. Από τότε που πρωτοξεκίνησε, μέσα στο σαρωτικό Νέο Κύμα, πατώντας πάνω στο τότε μεγάλο κεφάλαιο με το όνομα Γιώργος Ζωγράφος, από τότε που μάς θύμισε ότι «Ακρη δεν έχει ο ουρανός», ήξερε πώς να τη βρει και τι να την κάνει αυτή την ελευθερία της μελωδίας. Με δάσκαλο μάλιστα στην κιθάρα τον μεγάλο Δημήτρη Φάμπα (που είχε αξιοποιήσει αρκούντως και ο Μάνος Χατζιδάκις σε ηχογραφήσεις του).
Ανοιχτή, πλατιά, λυτρωτική μελωδία. Πολύ ανοιχτή και πολύ πλατιά. Σαν να ήταν να ρίξει τοίχους, σίδερα και τη φυλακή που έζησε με την πολιτική κρατούμενη μητέρα του στα πιο τρυφερά του, πρώτα, χρόνια.
Εμοιαζαν αυτές οι πλατιές μελωδίες του να εκκινούν από ένα σημείο, να μεγαλώνουν, να αγκαλιάζουν εκείνο το «έξω» και, λίγο πριν το τέλος, να επιστρέφουν στο ίδιο κεντρικό σημείο που ξεκίνησαν. Ίδιον της μελωδίας, θα μού πείτε. Ιδιον του Νότη Μαυρουδή, θα σας πω.
Ωραίοι οι μύθοι για τους στίχους του θρυλικού «Ισως φταίνε τα φεγγάρια» με την Ελένη Βιτάλη, όπως τούς κατέγραψε ο δεινός στιχουργός του, Τάσος Σαμαρτζής. Οτι μπήκε τελευταία στιγμή το τραγούδι στο δίσκο και γράφτηκαν πρόχειρα και γοργά πάνω σε ένα χαρτάκι με μολύβι ματιών.
Ωραίοι κι αυτοί οι μύθοι. Όμως, σημασία είχε η δουλειά του Μαυρουδή πάνω σε αυτούς. Η σκάλα που φαντάζεσαι να ανεβαίνει αυτή η μελωδία, κάνοντας μικρές ασθματικές στάσεις. Ο τρόπος που ανοίγει προς τον ουρανό η λέξη «φεγγάρια». Ο τρόπος που κλείνει κοφτά το «εσύ» (ίσως πάλι φταις κι εσύ).
Δείτε και τόσα άλλα του τραγούδια. Κρατάω τα δύο, σχεδόν εφιαλτικά, πλην κατανυκτικά και εν τέλει λυτρωτικά του για την ζωή μας και το μέλλον μας: Το «Λούνα παρκ» (ζούμε όλοι σε ένα λούνα παρκ του τρόμου… σε στίχους επίσης Σαμαρτζή) με το Γιάννη Μπέζο. Και παιδική χορωδία. Του Δημήτρη Τυπάλδου, στο «Μέλλον» του 1998 (όπου «Το μέλλον είναι η παγωνιά που νιώθω το χειμώνα / ένα κοστούμι που φοράς να βγάλεις τον αιώνα» στους στίχους του Γιάννη Πανουτσόπουλου). Με το Γιώργο Νταλάρα, εντυπωσιακό, σε ρόλο κορυφαίου.
Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ σε ένα μπαράκι στον Πειραιά που πρωτάκουσα τις «Ζωές από μετάξι» (στον αγέρα, να κρέμονται στου χρόνου το σχοινί) από τη Μαίρη Έσπερ πρώτα – κι αργότερα από την Ελένη Βιτάλη. Τρυφερό αλλά εφιαλτικό κι αυτό. Γλυκό και πικρό συνάμα. Μαυρουδής…
Δεν θα ξεχάσω επίσης τη μεγαλοθυμία του και για τους ομοτέχνους του. Πόσο πάσχισε και τελικά κατάφερε για πρώτη φορά να ανεβάσει στο «σανίδι» της σκηνής, ως ερμηνευτή, τον Σταμάτη Κραουνάκη. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Μουσικό Αναλόγιο του αξέχαστου Θάνου Μικρούτσικου. Και τι ερμηνευτή! Αισθαντικό πάνω σε ένα τραγούδι ορόσημο, τού 1993: «Κάθε μια νύχτα» (είναι μόνο μια σελίδα μεσ’ το βιβλίο της ζωής μας το κλειστό…). Πάλι Σαμαρτζής. Και τόσο Μαυρουδής…
Κεντρικό, στο μέρος της καρδιάς, κρατάω ένα άλμπουμ, ένα ολοκληρωμένο έργο για όλους εκείνους που θαύμασε κι αγάπησε και ο ίδιος και ο συνοδοιπόρος του, «ποιητής των φτωχών», όπως τον είπαν τον αλησμόνητο Ηλία Κατσούλη. «Carte Postale» (2006).
Με εισαγωγές από τις φωνές των τιμώμενων προσώπων και απρόσμενους ερμηνευτές. Το Σταμάτη Κραουνάκη και πάλι για τον ποιητή Κ.Π.Καβάφη και την Σαπφώ Νοταρά. Τι συγκλονιστικό εκείνο το φινάλε για την Σαπφώ και τη μοναξιά: «Στης μοναξιάς το άβατο, θηρίο λαβωμένο / βαρκάρης την περίμενε σε έρημο γιαλό / πρωί πρωί τη βρήκανε με χέρι απλωμένο / κι ανάμεσα στα δάκτυλα κρυμμένο οβολό».
Αλλά και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα για τη Σοφία Βέμπο. Τη Μαρία Φαραντούρη για τρεις θρυλικές ερμηνεύτριες: Η Ρόζα, η Μαρίκα και η Φλέρυ. Εσκενάζυ, Νίνου και Νταντωνάκη. Μαγικό. Το Διονύση Τσακνή για τον μεγάλο του τάνγκο Κάρλος Γκαρδέλ. Και και και…
Κύκλος τραγουδιών και αφιερώσεων (σε καρτ ποστάλ) ζηλευτός. Μάθημα. Να, σαν εκείνο το ευλαβικό του Νίκου Δημητράτου, για το Γρηγόρη Μπιθικώτση: «Σε εκκλησιές ταπεινές κερί θ’ ανάψω / και μ’ έναν άνεμο παλιό, θεού πνοή / αυτό το ξύλο της φωνής σου θα το κάψω / να ευωδιάσει μύρο η μέσα μου ζωή».
Διότι με τους «ήρωές του» ευωδίαζε η ζωή, η μουσική, η πορεία του Νότη Μαυρουδή. Του μεγάλου μελωδιστή, που αποχαιρετούμε εδώ. Του μουσικού που αξιοποίησε τις πιο μοναδικές «φωνές» ποιητών, αλλά και τα ποιήματα – πρώτη φορά – του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι ή του Ηλία Πετρόπουλου.
Ενός μελωδιστή που ήξερε να βάζει ήχο στην γλυκόπικρη ζωή μας. Να ανάβει τα τραγούδια του σαν «Πρωινό τσιγάρο» ή σαν θυμιατό στα πάθη και τα λάθη της ζωής μας. Σπονδή στην ελευθερία, που είναι τελικά η μελωδία, όπως μού έλεγε.
Και, κυρίως, ενός μελωδιστή που μάς θύμιζε ότι στα χρόνια τα σκληρά δεν πρέπει να παραδίδεσαι, ούτε εύκολα ούτε αμαχητί. Το τραγούδι ξόδι αυτού του κειμένου, σε στίχους Αγαθής Δημητρούκα (με την Έλλη Πασπαλά), τα λέει όλα: «Λευτεριά, γι’ απόψε / πάψε να χτυπάς μ’ ορμή. / Το κορμί μου ενδύω / με το ουράνιο του κορμί. / Δε θα σκλαβωθώ. / Τι κι αν του δοθώ. / Ως τον ουρανό του θ’ απλωθώ».