Κοντεύει μια εξαετία τώρα που η Δικαιοσύνη μοιάζει με γιγαντιαίο escape room, με ζωντανό γρίφο. Πολλοί ακούν, λίγοι καταλαβαίνουν τα περίπλοκα και σκοτεινά που διαδραματίζονται στην κουίντα της. Ακόμη λιγότεροι μπορούν να λύσουν τα μυστήρια της. Η κατάθεση της πρώην Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Ράικου, επί δύο συνεχείς μέρες, στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής προσφέρει βασικά κλειδιά για απαντήσεις και εξόδους από την παραθεσμική δυστοπία που απασχολεί την επικαιρότητα.
Η Ράικου κατονομάζει ως Ρασπούτιν τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, πολιτικό της προϊστάμενο κατά το παρελθόν, από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης. Μιλάει για αδιανόητα θρασείς παρεμβάσεις, απροσχημάτιστες, ωμές. Χρησιμοποιεί βαρύτατους χαρακτηρισμούς –και συμβόλαια θανάτου–, συνήθεις στην άλλη όχθη της δικαστικής εμπλοκής, και πάντως όχι στην αφρόκρεμά της. Περιγράφει μαφιόζικα «χτυπήματα». Με πολιτικούς στόχους, δημοσιογράφους-καμικάζι, εισαγγελικά πιόνια-θύματα.
Ποτέ δε μασούσε βεβαίως τα λόγια της. Οι θεσμικές της ιδιότητες ποτέ δεν έκρυψαν τον δυναμισμό, την ανθεκτικότητά της. Η Εισαγγελέας ήταν ανέκαθεν σκληρό καρύδι. Έχει ζυμωθεί άλλωστε σε θέσεις ευθύνης, στην πρώτη γραμμή επί πολλά χρόνια. «Παιδί» του Ιωάννη Σακελλάκου, πάλαι ποτέ αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η Ελένη Ράικου ήταν η πρώτη γυναίκα που διηύθυνε την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (2009-2012), αλλά και η πρώτη γυναίκα που τοποθετήθηκε στον νεοσύστατο θώκο της Εισαγγελίας Διαφθοράς, το 2013. Η θητεία της στην πρώτη θεωρήθηκε μαγιά για τη δεύτερη.
Την εποχή των αποκαλύψεων για τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος (μεταξύ άλλων η Ράικου υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στη διαλεύκανση της υπόθεσης του Ακη Τσοχατζόπουλου), η ίδια διαισθάνθηκε την ανάγκη στοχευμένης έρευνας σε ζητήματα ξεπλύματος, εμπνεόμενη το Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος, το πρώτο στην εγχώρια σκηνή που ασχολείτο αποκλειστικά με υποθέσεις διαφθοράς∙ προάγγελος τρόπον τινά των εισαγγελιών Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς, που συστήθηκαν αργότερα.
H έρευνα για την υπόθεση Novartis ήταν το κερασάκι στην τούρτα, καθώς ερχόταν να προστεθεί σε ντάνες φακέλων που περίμεναν να ανοιχτούν από εισαγγελικά χέρια, πάνω από χίλιους. Απεδείχθη μοιραία, σε μια φάση που έδειχνε να περπατάει καλά. Η Εισαγγελέας είχε ευρήματα για τροφοδότη λογαριασμό της εταιρείας στην Ελβετία, με ιλιγγιώδη εμβάσματα – «δωράκια» με αποδέκτες κυρίως γιατρούς σε δημόσια νοσοκομεία, αλλά και νομικά πρόσωπα – οχήματα για τον «μποναμά» σε αξιωματούχους, πιθανότατα και πολιτικούς. Το διακινούμενο χρήμα έφθανε με τα τότε στοιχεία τα 28 εκατομμύρια ευρώ.
Τον Μάρτιο του 2017, όμως, η Εισαγγελέας τα βρόντηξε κι έφυγε. Θρυαλλίδα έγινε πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Documento» που την ήθελε να έχει αποκρύψει στοιχεία από την ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάνα Ζαμανίκα, σε ρόλο «προστάτη» του Γιάννου Παπαντωνίου και του Θωμά Λιακουνάκου, σε υποθέσεις εξοπλιστικών.
Οι λογαριασμοί με το «Documento »ακόμη και σήμερα δεν λένε να κλείσουν. Η νέα της αναφορά ενώπιον της Επιτροπής στην εν λόγω εφημερίδα, προκάλεσε την αντίδραση της τελευταίας που δήλωσε ότι θα καταφύγει σε ένδικα μέσα.
Από το 2017 η Ελένη Ράικου επιμένει στο ίδιο λεξιλόγιο. Καταγγέλλει παράκεντρα εξουσίας, διαβλέπει προσπάθεια ακύρωσης του έργου της αλλά και ηθικής της εξόντωσης, δηλώνει ότι αισθάνεται απροστάτευτη θεσμικά, στοχοποιημένη και συκοφαντημένη. Τώρα που το σκηνικό στη Βουλή ενθαρρύνει στόματα να ανοίξουν, η ίδια προσθέτει και ακόμη χειρότερα λεκτικά σχήματα, περί κοινής εκβίασης, συμβολαίου θανάτου και υπουργού – ορισμού της παρεμβατικότητας. «Ηθελε να κατασκευάσω στοιχεία και μάρτυρες».
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αμφισβητεί σήμερα την αξιοπιστία της κυρίας Ράικου, είτε το θέλουμε, όμως, είτε όχι, η κατάθεσή της είναι σημαντική. Διότι σημαντική, από θεσμικής πλευράς, είναι η ίδια η κυρία Ράικου. Δεν είναι τυχαία εισαγγελίσκος που άρχισε να τρέμει μόλις άκουσε το ηχόχρωμα πολιτικού στο τηλέφωνο. Υπήρξε επικεφαλής μιας Εισαγγελίας που έχει χειριστεί από την υπόθεση Βγενόπουλου ως τη δικογραφία του ΤΑΙΠΕΔ, και από αυτή της Αγροτικής Τράπεζας ως τον φάκελο της Τράπεζας Αττικής.
Ίσως αποβεί διπλά σημαντική, αν ανοίξει δρόμο για καταθέσεις και άλλων εισαγγελικών λειτουργών, όπως του Παναγιώτη Αθανασίου, πρώην οικονομικού εισαγγελέα, ο οποίος επίσης – πάντα κατά την Εισαγγελέα – έχει ομολογήσει πιέσεις.
Είτε το θέλουμε, είτε όχι, έχει αναλάβει κόντρα ρόλο για εισαγγελικό λειτουργικό. Καταθέτει άλλοτε μηνύσεις για δημοσιεύματα, κι άλλοτε αγωγές κακοδικίας κατά της νυν εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, ζητώντας αποζημίωση. Μετράει ουκ ολίγα πειθαρχικά, έστω και αν έχουν κλείσει απαλλακτικά – όπως είπε – για την ίδια. Υπεραμύνεται της αμοιβής του συζύγου της από την πολυεθνική, τονίζοντας ότι πρόκειται για ερευνητική δραστηριότητα που είθισται στον ιατρικό κόσμο. Το πιο σοβαρό από όλα : είναι αυτή που μιλάει ανοιχτά για το πρόσωπο του «Ρασπούτιν», αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι το προσωνύμιο ήταν εμπνεύσεως Παπαγγελόπουλου.
Ο ίδιος ο τέως υπουργός κάνει λόγο για ρυπαρά ψεύδη. Αλλά η Ελένη Ράικου έχει βγει πολύ μπροστά, κι αυτό δεν αλλάζει. Η ίδια, στα 58 της χρόνια, φέρεται να έχει πλήρη επίγνωση του κόστους της επιλογής της. Μόνο ο χρόνος μπορεί να δείξει αν η έκβαση της υπόθεσης θα τη δικαιώσει στη συνείδηση όλων όσοι εξακολουθούν να παρακολουθούν το κουβάρι της Novartis. Κι αν η φωτογραφία της με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά, σε κάποια επίσημη χαιρετούρα (δεν υπάρχει κι άλλη), θα συνδεθεί παντοτινά με την «αποκάλυψη» παραθεσμικού δακτύλου.