Ας δεχθούμε για την οικονομία της συζήτησης, ότι η εισήγηση της εισαγγελέα για απαλλαγή του Μίχου από τις κατηγορίες για βιασμό και μαστροπεία έχει ισχυρή νομική βάση και βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, όπως προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία. Δεν περίμενε η εισαγγελέας ότι η εισήγησή της θα άνοιγε τον ασκό του αιόλου; Θα είναι επικίνδυνα αφελής αν όχι.
Σε μια υπόθεση που από την πρώτη στιγμή είχε και πολιτικές προεκτάσεις, λόγω των εναγκαλισμών του βασικού (όπως, τουλάχιστον, νομίζαμε) κατηγορούμενου με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, σε ένα έγκλημα διαρκείας που από την αποκάλυψή του προκάλεσε οργή και αποτροπιασμό ακόμη και σε μετριοπαθείς πολίτες, το να προτείνεις απαλλαγή του δράστη για τις δύο βασικές κατηγορίες, είναι βέβαιο ότι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Πολύ περισσότερο όταν η δίκη γίνεται κεκλεισμένων των θυρών (για να προστατευθεί, υποτίθεται, το θύμα), η πληροφόρηση που ούτως ή άλλως υπάρχει είναι ελλιπής και ένα μέρος του κόσμου έχει ήδη αποφανθεί ότι θα υπάρξει «συγκάλυψη» – για να μην αναφερθούμε στους οπαδούς της θεωρίας συνωμοσίας, που θέλει το μισό πολιτικό σύστημα «παιδεραστές»…
Και τι να κάνει η εισαγγελέας, να πάρει στον λαιμό της έναν κατηγορούμενο για να ικανοποιήσει την αγέλη των (σόσιαλ) μίντια; Όχι, βέβαια. Θα μπορούσε, όμως, να πετύχει (ή και να ζητήσει) τη δημοσιοποίηση της εισήγησής της. Κανείς δεν θα την κατηγορούσε για τη «διαρροή», άλλωστε η πρότασή της είναι εκ του νόμου δημόσια και σε αυτή ολοκληρώνεται ο ρόλος της στη δίκη. Ούτε βέβαια η δημοσιοποίηση αυτή θα αποτελούσε εγγύηση για πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση της εισήγησής της από την κοινή γνώμη. Ωστόσο, τόσο τα ΜΜΕ όσο και οι εχέφρονες από τους αναγνώστες τους, θα είχαν τη δυνατότητα να εστιάσουν στα όποια στοιχεία και τις λεπτομέρειες -όχι μόνο στο «δια ταύτα»- και να ρίξουν φως στο σκοτάδι της (μη) πληροφόρησης.
Το ίδιο το Σύνταγμα, άλλωστε, κατοχυρώνει τη δημοσιότητα της δίκης, όπως και το ότι η δικαστική λειτουργία και οι αποφάσεις της εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Το να αγνοείς τον λαό, όχι σε ό,τι αφορά την κρίση σου, αλλά το δικαίωμά του (που ταυτόχρονα είναι υποχρέωσή σου) να γνωρίζει, δεν είναι και τόσο έξυπνο.
Βεβαίως, κατά την πάγια τακτική των δικαστηρίων, όσο διαρκεί μια ποινική δίκη απαγορεύεται σε όλους τους παράγοντές της να σχολιάζουν τα όσα συμβαίνουν σε αυτή. Η απαγόρευση αυτή δεν βασίζεται σε κάποιο νόμο, δεν επιφέρει ποινικές κυρώσεις, παρά μόνο πειθαρχικές. Και καθώς συχνά πυκνά βλέπουμε να καταστρατηγείται από εμπλεκόμενους, ίσως ήρθε η ώρα οι δικαστικοί να σκεφτούν τη δική τους θέση και να αναθεωρήσουν την πρακτική της «σιωπής». Η οπιοία ενίοτε «σπάει» με τις ανακοινώσεις διαμαρτυρίας από το συνδικαλιστικό όργανό τους, όταν θεωρούν ότι θίγονται «ιερά και όσια» του έργου τους (στη συγκεκριμένη υπόθεση, πάντως, η αντίδραση της οικείας Ένωσης ήταν μάλλον αναιμική, ένδειξη της υποδοχής που είχε η εισήγηση της εισαγγελέα και από τον κλάδο…).
Το «εγώ κάνω τη δουλειά μου, όποιος καταλαβαίνει, καλώς, όποιος όχι, δεν με νοιάζει», ή το «οι δικαστές μιλούν (μόνο) με τις αποφάσεις τους», είναι νοοτροπία και πρακτική που, εκτός ίσως από τη συνταγματική επιταγή, αγνοούν και την πραγματικότητα στην εποχή της τεχνολογίας και της (ταχείας) πληροφορίας. Σήμερα, κανείς δεν γράφει την ιστορία του εαυτού του ή του χώρου που εκπροσωπεί από μόνος του. Το να αφήνεις αυτόν τον ρόλο σε όλους τους άλλους, εκτός από όχι έξυπνο, μπορεί να γίνει και επικίνδυνο. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν σε αυτούς τους άλλους, εκτός από την κοινή γνώμη, περιλαμβάνεται και η κοινή λογική…