Τα ταμπού είναι για να σπάνε. Η γραφειοκρατία του Δημοσίου ήταν περίπου σαν το «Fight Club», κανείς δεν μιλούσε για αυτήν στα σοβαρά και όλοι την αποδέχονταν ως τετελεσμένο που δεν μπορεί να αλλάξει. Με όποια κυβέρνηση, σε οποιαδήποτε στιγμή, γνώριζαν όλοι πολύ καλά ότι ο μίνιμουμ χρόνος αναμονής στην εφορία είναι τρεις ώρες –κι αυτό, χωρίς καμία διαβεβαίωση ότι η δουλειά τελικά θα γίνει. Ήταν κοινό μυστικό ότι τα φωτοτυπικά υπάρχουν για το ντεκόρ, το Internet άγνωστη λέξη και ο εκσυγχρονισμός του κρατικού μηχανισμού προεκλογική υπόσχεση που παίζει με την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, μόνο για να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.
Και όμως, χρειάστηκαν μόνο λίγες ημέρες: η πανδημία ανάγκασε το Μέγαρο Μαξίμου να κινηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά, υλοποιώντας σχέδια που είχαν φτιαχτεί πριν από μια δεκαετία και έμειναν στην μέση λόγω κρίσης. Το πρώτο, δειλό βήμα για την δημιουργία ενός ψηφιακού κράτους ήταν γεγονός. Γιατί τα ταμπού υπάρχουν για να σπάνε. Οπως ακριβώς και τα άβατα. Κατά μία έννοια, η συζήτηση περί γραφειοκρατίας είναι ίδια, εξίσου βαρετή και εξίσου επαναλαμβανόμενη, με τη συζήτηση για το Πολυτεχνείο όταν ξεκινάει η σεζόν της πορείας.
Η επιμονή ορισμένων κομμάτων της Αριστεράς, του ΣΦΕΑ και των γνωστών μπάχαλων να πραγματοποιήσουν την πορεία του Πολυτεχνείου εν μέσω λοκντάουν, ακόμα και ο δισταγμός του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει ξεκάθαρα θέση επί του ζητήματος, προαναγγέλλοντας μια «συμβολική κατεύθυνση» από το Πάρκο Ελευθερίας έως την αμερικανική πρεσβεία, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο γαντζώνονται ακόμα από το Πολυτεχνείο, βασίζοντας σ’ αυτό ένα κομμάτι του μύθου τους. Και από την πλευρά της, αντί η κυβέρνηση να προβεί σε μια ουσιαστική διαβούλευση με την αντιπολίτευση, έπαιξε το χαρτί της «μάτσο» επιχειρησιακής παρέμβασης πριν καλά-καλά μιλήσει ο Πρωθυπουργός επί του θέματος. Θα ερχόταν κι αυτή αναπόφευκτα, μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Ομως το Πολυτεχνείο θα έπρεπε (τουλάχιστον στη θεωρία) να είναι πεδίο συναίνεσης.
Ας βγούμε για λίγο από το «εμείς» και το «αυτοί». Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι εξελίσσονται. Κανείς δεν λέει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι μία από τις στιγμές της μεταπολεμικής Iστορίας που επιτρέπει την ελπίδα πως, ακόμα και τις πιο σκοτεινές ώρες, θα εμφανιστούν κάποιοι που δεν έχουν κουραστεί να προσπαθούν για το αυτονόητο. Εστω κι αργά, ένας συμβιβασμένος λαός θα κάνει μια σωστή επιλογή. Γιατί αυτή η ζωντάνια έχει χαθεί στην εθιμοτυπία;
Ο τρόπος που γιορτάζεται το Πολυτεχνείο έχει βαλσαμωθεί για να θυμίζει περασμένες δεκαετίες, λες και σήμερα ο εχθρός είναι οι Αμερικάνοι και η λύση ο κλεφτοπόλεμος με την αστυνομία στα στενά των Εξαρχείων, εν είδει ετήσιας επαναστατικής γυμναστικής. Η ακύρωση της πορείας λόγω πανδημίας προξενεί μεγαλύτερες αντιδράσεις από την ακύρωση των παρελάσεων. Δεν έχει σημασία αν μια συγκέντρωση στο κέντρο μιας κλειδωμένης πόλης μπορεί να αποφέρει νέα κρούσματα που θα γεμίσουν τις Εντατικές. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο ίδιος ο εορτασμός, που δεν είναι πια εξαιρετικό γεγονός, αλλά καθεστώς. Αυτό είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στο Πολυτεχνείο, η μουμιοποίησή του. Αυτό είναι το πρόβλημα με τα ιερά και τα όσια, στο τέλος γίνονται θύματα της αγιοσύνης τους.
Αυτή τη χρονιά είχαμε μια σπάνια ευκαιρία. Χωρίς τις τύψεις ή τις βαριές κατηγορίες που θα μπορούσε να φέρει μια αλλαγή στον εορτασμό του Πολυτεχνείου, η πανδημία και το λοκντάουν επέτρεπαν σε ιθύνοντες και διοργανωτές να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Επέτρεπαν στους υπόλοιπους, σε όσους ίσως θα ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν το Πολυτεχνείο από την αρχή, μια άλλη προσέγγιση –ή, τουλάχιστον, θα πρόσφερε ένα gap year, για να ξανασκεφτούμε την εθιμοτυπία του. Δεν χρειάζεται να είναι το κράτος που θα την επιχειρήσει, ούτε η κυβέρνηση. Δυστυχώς, κανείς δεν έχει την απαραίτητη όρεξη.
Το Πολυτεχνείο αποτελεί πλέον εθνικό αφήγημα, διαμόρφωσε καθοριστικά όλη την περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση. Δεν του αξίζει να του συμπεριφέρεται κανείς, ούτε καν οι πρωταγωνιστές του, με τον τρόπο που του φέρονται σήμερα.