Η πολιτική ζωή της χώρας περνά μέρα με τη μέρα από την υποβάθμιση στην πλήρη απαξία. Δεν διολισθαίνει. Κατρακυλά με ταχύτητα. Από τη μια συνεδρίαση της Βουλής στην επόμενη. Από το ένα τηλεπαράθυρο στο άλλο.
Η «πλειοψηφία της γκαζόζας» και η «κοινοβουλευτική ομάδα της οδικής βοήθειας», ο πολιτικός διάλογος με τα χυδαία υπονοούμενα εκβιασμού, o απροκάλυπτος πολιτικός κυνισμός και οι προκλητικές μεθοδεύσεις είναι συμπτώματα μιας κατάστασης που δεν έχει απλώς τεντώσει τα όρια, ξεφεύγει σιγά – σιγά από αυτά. Και αυτό είναι επικίνδυνο.
Η ανερυθρίαστη εξοικείωση με το πρωτοφανές. Η αντίληψη ότι όλα είναι δυνατόν να συμβούν χωρίς επιπτώσεις. Ότι οι κανόνες μπορούν να προσαρμόζονται στη συγκυρία, απροσχημάτιστα. Ότι το αποτέλεσμα είναι ζήτημα μόνον της βούλησης της εξουσίας, μιας εξουσίας σχεδόν ανεξέλεγκτης μετά από μόλις τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Ότι οι θεσμικές εκπτώσεις γίνονται «ξεπούλημα λόγω μετακόμισης». Όλα αυτά δεν είναι περιπτωσιολογία. Είναι ένα φαινόμενο που εξελίχθηκε σε θλιβερό status quo για τη χώρα.
Για πολλά θα μπορούσε να κατηγορήσει κάποιος αυτή την κυβέρνηση, όμως αυτός ο ευτελισμός είναι ίσως η πιο βαθιά πληγή που θα αφήσει η περίοδος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Διότι, ας μη γελιόμαστε, αυτή την περίοδο συνεχίζουμε να διανύουμε παρά το κυβερνητικό διαζύγιο. Οι δύο εταίροι συνεχίζουν να δίνουν από κοινού τον τόνο του εκφυλισμού.
Μόνο που οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς: γι αυτή την κατάσταση δεν φταίνε μόνο οι πρωταγωνιστές της. Δεν βρέθηκαν αυτόκλητοι στην πολιτική σκηνή. Δεν την κατέλαβαν. Κάποιοι τους έδωσαν το εισιτήριο. Οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες καλοκαιρινής επιθεώρησης βρέθηκαν στην εθνική μας αντιπροσωπεία προφανώς αντιπροσωπεύοντας κάτι και κάποιους. Όταν μάλιστα άρχισαν να παίζουν τον ρόλο τους και πολλοί γέλασαν με τη φάρσα ενώ άλλοι αρκέστηκαν να παρακολουθούν απαθείς. Φυσικά, οι πρωταγωνιστές ερμήνευσαν το μεν πρώτο ως ενθάρρυνση, το δε δεύτερο ως ανοχή. Και συνέχισαν κορυφώνοντας το νούμερο τους, με αποτελέσματα που τα είδαμε τις τελευταίες ημέρες.
Οσο πλησιάζει η ώρα να ασκήσουμε ξανά το εκλογικό μας δικαίωμα επιβάλλεται και η δική μας αυτοκριτική ως πολίτες. Δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε ότι εγκλωβιστήκαμε «ανεπαισθήτως» στα τείχη της γελοιότητας χωρίς να ακούσουμε «κρότο κτιστών ή ήχον». Στη Δημοκρατία οι πολίτες δεν έχουμε μόνο δύναμη με την ψήφο μας έχουμε και ευθύνη. Ευθύνη για την επιστροφή στη σοβαρότητα.