Πώς από τη μία στιγμή στην άλλη και μέσα στο κατακαλόκαιρο περιπέσαμε (ως χώρα) από μία συνθήκη πολιτικής στασιμότητας και εν τέλει ηρεμίας, σε μία αναστάτωση, ρευστότητα και δυνάμει ανωμαλία, είναι κάτι που πρώτη η κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να εξηγήσει.
Μία υπόθεση όπως αυτή των υποκλοπών, δίχως να έχει φέρει τα πάνω κάτω, έχει πάντως αλλάξει την πολιτική συζήτηση και χωρίς να έχουν ανατραπεί συσχετισμοί και πολιτικές δυναμικές, έχουν μεταβληθεί σημαντικά, σχεδόν ριζικά, οι πολιτικές σχέσεις και κάποια, σημαντικά, δεδομένα που τις καθορίζουν.
Κατόπιν αυτών, με κεντρική απόφαση της ίδιας της ηγεσίας της κυβέρνησης, άρχισαν να διακινούνται σενάρια πολιτικής ανωμαλίας, τα οποία λέγεται ότι εξυφαίνονται στη Μόσχα και την Αγκυρα. Προβάλλεται πλέον ως μείζον ζητούμενο η πολιτική σταθερότητα και η πορεία της χώρας. Ο ίδιος δε ο Πρωθυπουργός, εμμέσως αλλά σαφέστατα, συνδύασε προσφάτως τις προοπτικές πολιτικής σταθερότητας με τη δική του αυτοδυναμία και υπό αυτήν την έννοια, με το πρόσωπο του. Πολιτικά αυτό μπορεί να είναι θεμιτό και εν πολλοίς παραδεκτό, όμως θεσμικά είναι κάπως ακροβατικό.
Υπό αυτό το πρίσμα της επιδιωκόμενης αυτοδυναμίας/σταθερότητας λοιπόν, με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης και στελεχών της σε νευραλγικές θέσεις (Γεραπετρίτης, Βορίδης, Οικονόμου, κ.ά.), άνοιξε και μία συζήτηση για την ενδεχόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου. Κάτι που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως είχε αποκλείσει τους προηγούμενους μήνες. Μένει να φανεί, αν θα το αποκλείσει και πάλι οριστικά στη ΔΕΘ το προσεχές Σαββατοκύριακο, ή αν θα αναιρέσει τον εαυτό του και με ποιο πολιτικό σκεπτικό και επιχείρημα.
Το θέμα όμως λίγη σημασία έχει.
Πρώτον, επειδή δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην έχει ενεργήσει με πολιτική σκοπιμότητα όταν έχει κρίνει ότι έτσι πρέπει να κάνει και, δεύτερον, επειδή ακόμη και αν αλλάξει ο εκλογικός νόμος, οι όροι του παιχνιδιού ισχύουν για όλους. Οποιος θεωρεί ότι κερδίζει τις εκλογές, θα πρέπει να πιστεύει ότι έχει τις ίδιες πιθανότητες να επωφεληθεί. Εν προκειμένω, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι ο Μητσοτάκης καταρρέει, δεν θα πρέπει να ασχοληθεί και πολύ με το θέμα. Περισσότερο θα ζοριστεί με αυτό ο Ανδρουλάκης, αλλά τι να γίνει, ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Το θέμα για τη χώρα και, δευτερευόντως για το πολιτικό σύστημα, είναι ότι πρέπει να κοιτάξουμε πέραν της λίγο-πολύ ανούσιας συζήτησης για τον εκλογικό νόμο. Τι θα δούμε;
Κατ’ αρχάς θα διαπιστώσουμε ότι η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχει εμπεδωθεί. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, έχοντας μεν βγει από την μνημονιακή επιτήρηση και εποπτεία, αλλά με τις πληγές ανοικτές και τις εκκρεμότητες μετέωρες.
Ναι, υπάρχει σημαντική ανάκαμψη, ναι το περιβάλλον είναι κάπως διαφορετικό, αλλά και, ναι, εξακολουθούμε να είμαστε βουτηγμένοι στο χρέος, τα επιτόκια να ανεβαίνουν και να επιδιώκουμε την επιστροφή μας στις αγορές με τις δικές μας δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, ό,τι μπαίνει στη μία τσέπη (από τον τουρισμό και τα έσοδα του ΦΠΑ λόγω γενικής ακρίβειας), βγαίνει από την άλλη, με τη μορφή επιδομάτων.
Και έρχεται μία υπόθεση δίχως και τόση μεγάλη ουσία, όπως αυτή των παρακολουθήσεων από τη μυστική υπηρεσία και μεταβάλλει αιφνιδίως και την παραδεισένια εικόνα στον ξένο Τύπο.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, η ουσία που πρέπει να δούμε είναι τι θα φέρουν οι εκλογές και όχι με ποιο σύστημα θα διεξαχθούν.
Οποιο και αν είναι το όριο για το μπόνους εδρών μετά από τη δεύτερη — ή και τρίτη —αναμέτρηση, στην (θεωρητικά) καλύτερη περίπτωση θα προκύψει μία αυτοδύναμη κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151-152 εδρών. Στην (μάλλον) χειρότερη, κάποια κυβέρνηση συνεργασίας, εκ των πραγμάτων αλλοπρόσαλλη.
Θα έχουν δε προηγηθεί οι πρώτες εκλογές με την απλή αναλογική, από τις οποίες μπορεί να προκύψουν τέρατα και ανωμαλίες, αναλόγως των ποσοστών που θα καταγραφούν και της δυναμικής που θα διαμορφωθεί. Στις εξισώσεις αυτές, μία παράμετρος που πρέπει να προσμετρηθεί, είναι η σπίθα που προσφάτως άναψε στα Ανώγεια και φάνηκε ότι πολύ εύκολα μπορεί να πυροδοτήσει την εσωστρέφεια στη ΝΔ.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ότι οι εκλογές που έρχονται υπάρχει μία μάλλον σοβαρή πιθανότητα να «δώσουν» μία αυτο(α)δύναμη κυβέρνηση και να οδηγήσουν σε περιπέτειες, σε ένα εξαιρετικά δύσκολο, ευμετάβλητο και θολό διεθνές περιβάλλον.
Ολα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τότε δεν θα έχει συμβεί κάτι χειρότερο…