Μεγάλη Τετάρτη, 4 το απόγευμα. Eπιστρέφω από ένα ιατρικό ραντεβού ρουτίνας στο Κολωνάκι όταν τη βλέπω. Είναι γύρω στα 40, καλοντυμένη, με άψογο μακιγιάζ, το παρατηρώ αφού, βεβαίως, δεν φορά μάσκα. Εχει ένα αλλόκοτο –ακόμα και για τα δεδομένα του 2021– βλέμμα. Αυτό που μου τραβάει περισσότερο την προσοχή είναι ο μηχανικός βηματισμός της· είναι δυσκίνητη, σαν αστροναύτης. Κοιτάζω καλύτερα, φοράει σαγιονάρες και μπαμπάκια ανάμεσα στα δάχτυλα. Γελάω, επιστρέφει από πεντικιούρ.
Σκέφτομαι ότι αυτή η αλλόκοτη κυρία της Μεγάλης Τετάρτης συμπυκνώνει πλήρως το ιονεσκικό πνεύμα των ημερών της άτακτης, χωρίς μουσική «επανεκκίνησης». Κάτι ανάμεσα σε απελπισία και ΥΟLO.
Ελάχιστοι, λένε οι ειδικοί, θα γλιτώσουν από το «άγχος της επανεκκίνησης» (re-entry anxiety). Είναι ένα εκρηκτικό κοκτέιλ: μπόλικο μετατραυματικό στρες, μαζί φυσικά με αυτή την παρατεταμένη οκνηρία σώματος και πνεύματος (λογικό όταν υπάρχουν Σαββατοκύριακα που το μόνο κοπιώδες που κάνεις είναι να σηκωθείς να ανάψεις το PlayStation ή να μαγειρέψεις κάτι να φας). «Εδώ και ένα χρόνο όλα δουλεύουν στο ρελαντί» μου έλεγε ένας γυμναστής.
Μέσα στο μπλέντερ και οι ατροφικές πλέον κοινωνικές σου δεξιότητες (διότι δεν είναι κοινωνική ζωή η δίλεπτη causerie με τη φαρμακοποιό σου). Τέλος, μέσα στο μείγμα και οι επίκτητες συνήθειες των τελευταίων 14 μηνών. Ανάμεσά τους το αυτοματοποημένο πλέον «τσεκάρισμα κινδύνων»: πόση απόσταση, πόσο κάτω από τη μύτη έχει πέσει η μάσκα, πόσος κόσμος στην πλατεία, πόση ώρα μέχρι το απαγορευτικό, πόσα εγκεφαλικά κύτταρα κάηκαν ύστερα από τόσους μήνες αδράνειας.
Πώς ξέρεις αν πάσχεις; Είναι αυτό το ζάρωμα που κάνει το σώμα σου όταν κάποιος γνωστός σε πλησιάζει χαρωπός να σε χαιρετίσει στον δρόμο. Είναι αυτή η αναβλητικότητα να συναντήσεις ύστερα από καιρό τους κολλητούς φίλους σου (που δεν έχουν κάνει και το εμβόλιο, ενώ εσύ είσαι ήδη καθ’ οδόν για τη δεύτερη δόση). Είναι η πλάγια μασκοφόρος ψευδοαγκαλιά που επιμένεις να δίνεις ακόμα και σε κάποιον που μόλις βγήκε από το διαγνωστικό κέντρο με το αρνητικό μοριακό τεστ ανά χείρας.
Είναι η εναγώνια ερώτηση που θέτεις και ξαναθέτεις μπροστά στους αρνητές ή τους «χύμα»: «Μα καλά δεν φοβάται;». Είναι επιπλέον η ακατάσχετη λογοδιάρροια ακόμα και με αγνώστους (διότι ποτέ ο διπλανός σου στην ουρά του φούρνου δεν ήταν τόσο δεκτικός στην ψιλοκουβέντα). Οπως και οι «επιθέσεις φιλίας»· είσαι αβρός, διαχυτικός και εξομολογητικός ακόμα και με εκείνους που πριν από ένα χρόνο, αν τους πετύχαινες στον δρόμο, θα έστριβες σαν κυνηγημένος. Και βέβαια είναι τα αγωνιώδη μεταπανδημικά διλήμματα. «Να μπω ή να μην μπω;» (σε κατάστημα/τράπεζα πλοίο/γυμναστήριο/κατάστημα/σπίτι;») «Να κάνω ή να μην κάνω;» και πολλά της αυτής τεχνοτροπίας.
«Δεν ξέρω αν πρέπει να πάω στο πασχαλινό τραπέζι που με έχουν καλέσει» μου έλεγε προ ημερών ένας φίλος: «Θα είναι υπαίθριο, οι οικοδεσπότες είναι εμβολιασμένοι, αλλά θα έχουν καλέσει και κάμποσους νεαρούς». Μια γνωστή, πάλι, μου έλεγε ότι συνέβη ακόμα και στον σκύλο της: «Τους τελευταίους μήνες δεν θέλει να βγαίνει από το σπίτι. Τρέμει όταν βρίσκεται κοντά σε πολύ κόσμο, λίγο ακόμη και θα χρειαστεί ψυχίατρο».
Μετά δε από τόσο Zoom, είναι σαν να επιστρέφεις από το Διάστημα. Ολα τα βιώνεις σαν να είναι καινούργια. Noμίζω ότι η αστροναύτης της ΝASA Κριστίνα Κοχ, που έσπασε πέρυσι ρεκόρ, παραμένοντας 328 ημέρες στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (η μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή θήλεος στο Διάστημα) περιέγραψε τέλεια στο «Atlantic» αυτό που αποκαλεί «sensory overload» («αισθητήρια υπερφόρτωση»):
«Moυ πήρε κάμποσο χρόνο να προσαρμοστώ σε νέες εικόνες, νέους ήχους, σε μυρωδιές, ακόμα και σε γεύσεις… Την πρώτη φορά που πήγα σε εστιατόριο, ακόμα και στο άκουσμα της ίδιας μου της φωνής να προσπαθεί να παραγγείλει φαγητό σαν φυσιολογικός άνθρωπος, αισθανόμουν ότι διάλεγα με πολύ μεγάλη συνειδητότητα τις λέξεις που χρησιμοποιούσα, τον τρόπο που επικοινωνούσα με τον σερβιτόρο…».
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι πολλά άρθρα σε ξένα ειδησεογραφικά σάιτ βρίθουν εσχάτως συμβουλών από ειδικούς για το πώς πρέπει κανείς να χειριστεί αυτή τη μεταβατική περίοδο (σε χώρες βέβαια όπου το διάπλατο «άνοιγμα» συμβαδίζει και με κάποια μείωση των ημερήσιων «κακών» αριθμών). Αλιεύω μερικούς τίτλους: «Οδηγός επανεισόδου στην κοινωνία για νευρικούς», «8 ασκήσεις για να γυμνάσεις τους κοινωνικούς μυς σου», «10 τρόποι για να αντιμετωπίσετε το άγχος της επανόδου στην κανονικότητα», «Η επιστροφή στο νορμάλ θα είναι παράδοξη» κ.ά.
Οι συμβουλές που δίνουν οι περισσότεροι ερωτώμενοι ειδικοί είναι του τύπου: «Μην πιέζεις τον εαυτό σου να κάνει αυτό που κάνουν οι άλλοι», «Δεν μπορείς να ελέγξεις τους άλλους, μόνο τον εαυτό σου», «Κάνε όπως όταν πηγαίνεις για πρώτη φορά για μπάνιο στην πισίνα: βούτα πρώτα μέσα το μικρό δάχτυλο του ποδιού…» κ.ο.κ. Δεν είναι μικρό αυτό που έχουμε να διαχειριστούμε. Ο Βιβέκ Μέρθι, γενικός χειρουργός και σύμβουλος του Μπάιντεν στην πάταξη της πανδημίας, φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιήσει τον όρο «κοινωνική ύφεση» (social recession).
Σαφώς η έκταση και η ένταση των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία σου, τον βαθμό υποχονδρίας σου (χτύπησε κόκκινο αυτή τη χρονιά;), τον ορισμό που εσύ δίνεις στον «κίνδυνο», αλλά και την έως τώρα έκθεσή σου στον «κίνδυνο». Το διαπίστωσα πριν από μια εβδομάδα η ιδία, όταν μου τηλεφώνησαν δύο φίλοι (εκτός «ασφαλούς» κοινωνικής φούσκας) να βρεθούμε για έναν σύντομο απογευματινό καπουτσίνο έξω από γειτονικό καφέ-μπαρ.
Ηταν η τρίτη ημέρα ημικαραντίνας στην οποία βρισκόμασταν οικογενειακώς, δεδομένου ότι η κόρη μου είχε ένα ύποπτο κρούσμα στο σχολείο της (το δικό της rapid ήταν αρνητικό, αλλά βρισκόμασταν εν αναμονή του μοριακού). «Ελα, μην τρελαίνεσαι, θα είμαστε έξω, θα φοράμε όλοι μάσκα» επέμεναν οι φίλοι. Ημουν ανένδοτη, παρά το πρέσινγκ και το συνακόλουθο τρολάρισμα. Δεν ήθελα φυσικά σε καμία περίπτωση να τους εκθέσω σε κίνδυνο. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το κρούσμα στο σχολείο με είχε τσιτώσει. Δεν το παραδεχόμουν, αλλά βασανιζόμουν από ένα από τα πλέον συνήθη συμπτώματα re-entry anxiety: το «Κάτσε στον καναπέ σου, μην πας γυρεύοντας».
Σαφώς υπάρχουν και εκείνοι που έχουν καταληφθεί αποκλειστικά και μόνο από ευφορία στην προοπτική του ολικού ανοίγματος («Παλιά έβριζα όταν λάμβανα ένα προσκλητήριο και τώρα έχω φτάσει στο σημείο να παρακαλώ μέσα μου να με καλέσουν σε έναν γάμο» μου έλεγε ένας συνάδελφος). Ωστόσο, η πλειοψηφία δείχνει να κατατρύχεται από την re-entry αγωνία, η οποία παίρνει και κάμποσες άλλες μορφές.
Κάποιοι θα εκδηλώσουν, λόγου χάριν, απροθυμία για ολική επιστροφή στην παλιά ζωή. Προ ημερών είδα ένα ρεπορτάζ στο BBC World για τη μεταπανδημική γονεϊκότητα. Πολλοί εργαζόμενοι γονείς ούτε θέλουν να φανταστούν ότι υπάρχει η περίπτωση να μην εργάζονται από το σπίτι, ότι θα χρειαστεί να χάνουν ξανά χρόνο από και προς τη δουλειά, να ψάχνουν για πάρκινγκ κ.ο.κ.
Επιπλέον, χάρη στα αυστηρά lockdown είχε εξαφανιστεί παντελώς η περίφημη διαταραχή FOMO (Fear Οf Missing Out), ο φόβος δηλαδή μήπως χάσεις κάτι που συμβαίνει. Κανείς δεν θα σ’ την «έλεγε» που έχασες την τάδε παράσταση, το τάδε κοινωνικό γεγονός, την τάδε είδηση, δεδομένου ότι άπαντες ζούσαν ακινητοποιημένοι στο παρόν, βλέποντας τις ίδιες, πάνω-κάτω, σειρές του Νetflix μέσα στο λαγούμι τους. Τώρα, όμως, που ανοίγουν σιγά σιγά τα πράγματα, ο φόβος ότι κάτι, κάπου χάνεις επιστρέφει και μάλιστα ενισχυμένος.
Καθώς θα αρχίζουμε να ξεμυτίζουμε όλο και περισσότερο, η συμπτωματολογία, υποθέτω, θα διανθιστεί. «Σκουριασμένοι», με την κοινωνική εγρήγορση ισοβίτη στο Αλκατράζ και φοβισμένοι, θα κληθούμε όλοι αργά ή γρήγορα να διαχειριστούμε αυτό το μεγάλο μετά. Οπως γράφει ο πορτογάλος Γκονσάρο Μ. Ταβάρες στο τέλος του ημερολογίου του το 2020: «Ενα “μετά” αμφίσημο, κτηνώδες και χαρούμενο».