Οι δρόμοι λένε την αλήθεια που δεν συμφέρει κανέναν: το δεύτερο lockdown είναι πιο ζωηρό από το πρώτο, πιο θορυβώδες. Μια συνεχόμενη οχλοβοή, μια ακατάσχετη πολυλογία έχει ανεβάσει τα ντεσιμπέλ και μολύνει τους πάντες, σαν μια μετάλλαξη του κορονοϊού που δεν έχει εμβόλιο να περιμένει. Αυτό που κυριαρχεί στην δημόσια ζωή είναι η βαβούρα.
Η κυβέρνηση —κανείς δεν ξέρει γιατί— την έχει ενσωματώσει στην διαχείριση του lockdown. Οι υπουργοί της βρίσκονται κάθε μέρα στα κανάλια, για να εξηγούν τι και πώς, στέλνοντας διαρκώς αντιφατικά μηνύματα. Οι διαρροές για την επόμενη μέρα, για το άνοιγμα της οικονομίας και των σχολείων, κάνουν τον γύρο του Διαδικτύου μόνο για να διαψευστούν λίγες ώρες αργότερα από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο —που κι αυτός συχνά διαψεύδει τον εαυτό του. Μιλούν πριν ρωτήσουν τους επιστήμονες (που κι αυτοί μιλάνε) και μετά αναγκάζονται να πάρουν πίσω εκτιμήσεις και εξαγγελίες.
Πότε λήγει το lockdown, στο τέλος του μήνα ή πιο μετά; Εξαρτάται ποιον ρωτάς και πότε. Μέτρα και άρσεις πάνε κι έρχονται, διαψεύδονται και επικυρώνονται, εναλλάσσονται στα δελτία με σκηνές από τις γεμάτες εντατικές, που όλο και περισσότερο θυμίζουν σκηνικό πολέμου. Ακόμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλούσε διαρκώς το προηγούμενο διάστημα, με απανωτά διαγγέλματα που το ένα στην ουσία ακύρωνε το άλλο.
Η αντιπολίτευση ουρλιάζει επί παντός επιστητού, αντικρούοντας κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα κυβερνητικών στελεχών, ακόμα και τις αυτονόητες. Η κριτική σπανίως μπαίνει σε φίλτρο, γιατί εκείνοι που την κάνουν φοβούνται μη τυχόν και ταυτιστούν με την κυβέρνηση, μη τυχόν και χάσουν το κοινό τους. Με 3.000 κρούσματα την ημέρα, τρία κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου προτιμούσαν να διαμαρτύρονται για αυταρχισμό στην επέτειο του Πολυτεχνείου από το να γιορτάσουν φέτος από απόσταση.
Τώρα αντιδρούν ακόμα και για τα επικοινωνιακά του εμβολίου, ακόμα και για τις εθελόντριες νοσηλεύτριες, γιατί ο εθελοντισμός «είναι ο φερετζές του νεοφιλελευθερισμού» —οι εθελόντες και εθελόντριες του ΕΛΑΣ, φαντάζομαι, εξαιρούνται της κριτικής. Είναι τόση η μανία που δεν ξεχωρίζουν τον Χρήστο Λαμπράκη από τον Γρηγόρη ή επιλέγουν να γαργαλίσουν τον εκνευρισμό των πολιτών παίζοντας με τον αριθμό των νεκρών —που είναι πια πάρα πολλοί.
Ολοι ψάχνουν να καταλάβουν τι άλλαξε και γιατί οι ίδιοι πολίτες που πριν από κάποιους μήνες έμειναν στα σπίτια τους προστατεύοντας τους εαυτούς τους και τους γύρω τους, σήμερα κάνουν κρυφά πάρτι και ψάχνουν «παραθυράκια» στις απαγορεύσεις. Ψάχνουν να βρουν γιατί δεν επικρατεί ψυχραιμία, γιατί οι λογικές ενστάσεις και οι αντιδράσεις εξαφανίζονται κάτω από ένα βουνό πληροφόρησης. Δεν χρειάζεται να ψάξουν πολύ. Φταίει το βουητό.
Στο προηγούμενο lockdown η κυβέρνηση είχε επιλέξει έναν άλλο δρόμο, από τον οποίο σήμερα απέχουμε χιλιόμετρα: ο Σωτήρης Τσιόδρας και ο Νίκος Χαρδαλιάς εμφανίζονταν κάθε μέρα στις 6, εξηγούσαν τα πάντα και μετά τέλος: ούτε διαρροές ούτε εικασίες ούτε πρόωροι πανηγυρισμοί υπήρξαν. Η μηχανή έμοιαζε πιο καλοκουρδισμένη, έστω κι αν δεν ήταν. Και αυτό έδινε τον τόνο.
Η αντιπολίτευση έχει δίκιο ότι δεν μπορεί να μένει επ’ αόριστον βουβή –η δουλειά της είναι να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αλλά γιατί μια αντίρρηση της προκοπής (που πάντα, σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις, οφείλει να συνοδεύεται από νέες ιδέες και προτάσεις) πρέπει να ξεδιαλέγεται μέσα από δεκάδες καθημερινές παλαβομάρες;
Στις στιγμές της σιωπής πολεμάμε και θρηνούμε ευκολότερα, μετριόμαστε καλύτερα. Είμαστε στο σημείο που οι ντουντούκες δεν χρειάζονται. Όταν οι φωνές μπουν στο χωνί, δεν έχει και πολλή σημασία τι λένε, κανείς δεν τις ακούει πια.